Γιάννης Τσιώλης
ΑΦΟΙ Συνδιαλεγόμενοι ΕΠΕ
Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ στον Τζακ Κέρουακ, τεύχος 249, 30/10/1990, σελ. 70. Ολόκληρο το τεύχος μπορείτε να το ξεφυλλίσετε εδώ.]
Αν ρίξουμε ένα νόμισμα πάνω σε μια μαρμάρινη πλάκα —μαρμάρινη, όπως σε κορμιά απαλά στο άγγιγμα, που στριφογυρίζουν σφαδάζοντας μέσα σε έκσταση: μαρμάρινη, που πάνω της αντικείμενα σπάνε, θρυμματίζονται, αποκεντρώνονται— και το παρατηρήσουμε καθώς έρχεται κορώνα ή γράμματα, στην κορώνα θα είναι γραμμένο το όνομα του Μπάροουζ και στα γράμματα το όνομα του Ντεριντά. Πολύ σύντομα όμως, ο καθένας από τους δύο «κειμενογράφους» θα θελήσει να σβηστεί το όνομά του, και μετά, μ’ ένα πανούργο βλέμμα, θα εκλιπαρήσουν κι οι δυο να είναι και πάλι παρόντες, σφαδάζοντας μέσα σε έκσταση καθώς τα σωθικά τους είναι πολτοποιημένα σε καθεμιά από τις πλευρές του νομίσματος, και φωνάζοντας πως δεν είναι εκεί και πως δεν σημαίνουν: Το εγώ που σφύζει από αντιφάσεις. Ο Μπάροουζ είναι για την πεζογραφία ό,τι είναι ο Ντεριντά για την… πεζογραφία. Ο Μπάροουζ είναι για τη… φιλοσοφία ό,τι είναι ο Ντεριντά για τη φιλοσοφία. Και οι δύο είναι εντελώς «φτιαγμένοι». Σέξι σαν υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων ως τον όλεθρο. Και οι δύο είναι κυριευμένοι από θεία μανία, και σκάνε τα μπαλόνια που κρατάμε με απόλυτη σοβαρότητα και σκανδαλώδη κωμικότητα.
Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς αυτούς τους δυο είναι να αφήσει το νόμισμα να πέσει όπου να ’ναι και να τους παρακολουθήσει να αρπάζονται σε μια μονομαχία-συνομιλία: το πρεζόνι (Junky), που τώρα βρίσκεται στον Τόπο των Νεκρών Δρόμων απ’ τη μια πλευρά, και ο ασπρομάλλης, αθυρόστομος καθηγητής της διατόμησης.
Ντεριντά: Αν είσαι ο Μπίλι δε Κιντ, θα σταματήσω τη διατόμησή μου επιτόπου. Αφού όμως δεν είσαι, ίσως απλώς να διατομήσω εσένα. Μήπως νομίζεις ότι δεν έχω τίποτε καλύτερο να κάνω;
Μπάροουζ: Κοίταξε, Τζακ, το καλύτερο φάρμακο για τη λεκτική διάρροια είναι να ρουφήξεις λίγο λεμόνι. Καθαρίζει τα ούλα και τσιτώνει τα μάγουλα, πίστεψέ με.
Ντεριντά: Τα βλέπεις; Αυτό εννοώ. Οτιδήποτε γράφεις είναι λογοκεντρικό. Είσαι ένας απ’ αυτούς. Είσαι ένας απ’ αυτούς όταν γίνεσαι επιπόλαιος, όταν είσαι σοβαρός δραπετεύεις από τη δίφυλλη έξοδο κινδύνου. Βλέπεις, δε χρειάζεται να «χάψεις» αυτό το παλιό όνειρο, ότι οι λέξεις σου θα σε οδηγήσουν σε θεμελιώδη νοήματα και αλήθειες. Κρατήσου μακριά απ’ αυτή την ψευδαίσθηση της καθάριας λογικής που καταστρέφει τη Δύση.
Μπάροουζ: Στάσου, για στάσου Τζακ, ξέρεις καλά πως αυτό το είπα πρώτος εγώ. Εξάλλου, δεν ξέρεις τι λες… Ψευδαίσθηση. Όνειρο. «Σταμάτα να μιλάς έτσι, αλλιώς θα σε αναγκάσω να πασπατέψεις τα 35 εκατοστά της σκολόπεντρας που έχω κάτω απ’ το σακάκι μου»… Κοίταξε, σε ακούω, ξέρεις όμως τι βλέπω; βλέπω σκόνη —πουφ!— σκόνη από τις λέξεις που χρησιμοποιείς. Ίσως αν ήξερες τι έλεγες, για μια μόνο φορά, να καταλάβαινες πως δεν μπορείς να φέρεις μέσα τα παιδιά για την κατεδάφιση για να εμποδίσουν τις λέξεις να εκτοξεύσουν τα νοήματά τους και να αφήσεις την εξεζητημένη difference σου να φλερτάρει με τα παιδιά ενώ τσαλαβουτάνε στα συντρίμματα των λέξεων. Τα παιδιά θα γεμίσουν λάσπη, και η σημασία θα στάζει από πάνω τους, και μετά θα πρέπει να φωνάξεις άλλη ομάδα κατεδάφισης, κι άλλη, κι άλλη, ίσως χρειαστεί να στείλεις ακόμα και το παιδί-θεό σου. Και δεν είμαι βέβαιος αν η δική σου πλευρά του νομίσματος μπορεί ν’ αντέξει όλο αυτό το πλήθος.
Ντεριντά: Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει θεωρητικά μ’ εσάς τους συγγραφείς. Αργά ή γρήγορα γυρνάτε την κουβέντα στο σεξ ή στο πεγιότλ.
Μπάροουζ: Ξέρεις όμως ότι ο W. H. Auden είπε — «Αν θέλεις να γράψεις, πρέπει να γράψεις με το πέος σου».
Ντεριντά: Ουφ πια εσείς οι Αγγλοσάξονες — αυτό κάνει το αίμα μου να κυλά ανάποδα στις φλέβες μου. …Έι, Μπιλάκο, να σου πω ένα μυστικό; …Κι εγώ, ξέρεις…
Μπάροουζ: Όχι, Τζακ, δεν είναι αλήθεια!
Ντεριντά: Αμέ! Τέλος πάντων, είναι ένα …απόμακρο είδος αγάπης. Οι λέξεις είναι φορτισμένες, ξέρεις.
Μπάροουζ: Α, γι’ αυτό λοιπόν έχεις γίνει τόσο μανιακός με τις λέξεις! Ε, τι να σου πω… Αν έτσι τη βρίσκεις…
Ντεριντά: Έλα τώρα, μη γίνεσαι αστείος. Ας το κάνουμε στ’ αλήθεια. Δώσε μου κάτι απ’ τη δουλειά σου και θα προσπαθήσουμε να το διασπάσουμε — ξέρεις, να ξεφορτωθούμε τη δυτική μεταφυσική, να το ξαλαφρώσουμε απ’ όλο αυτό το βάρος, ξέρεις τώρα.
Μπάροουζ: Μόνο αυτό μου έλειπε — να βρίσκομαι σε κατάσταση σιαμαίου μ’ έναν κριτικό σαν εσένα, Τζακ.
Ντεριντά: Έλα, Μπίλι δε Κιντ, βάλε τα όπλα σου στο τραπέζι.
Μπάροουζ: Τέλος πάντων, ας πω πρώτα λίγα λόγια για μένα, εν είδει προλόγου.
Ντεριντά: Μια στιγμή. Όταν μιλάς για προλόγους, θα πρέπει να είσαι συνοπτικός και να πεις τα εξής: «Ιδού αυτό που έγραψα, μετά διάβασα, και αυτό που τώρα γράφω που πρόκειται να διαβάσετε. Και μετά απ’ αυτό, θα μπορέσετε να κατακτήσετε αυτό τον πρόλογο (θα μου πείτε), τον οποίο με λίγα λόγια δεν έχετε ακόμη αρχίσει να διαβάζετε, αν και, αφού τον διαβάσετε, θα έχετε ήδη προβλέψει όλα όσα ακολουθούν, και επομένως μπορείτε κάλλιστα να μην μπείτε στον κόπο να διαβάσετε το υπόλοιπο. Το προ του προλόγου κάνει το μέλλον παρόν, το αντιπροσωπεύει, το τραβά, το τραβά κοντύτερα, το καταβροχθίζει και, ξεπερνώντας το, το μεταθέτει στο μέλλον. Το προ μετατρέπει το μέλλον σε μια μορφή έκδηλης παρουσίας».
Μπάροουζ: Μα εγώ θέλω απλώς να σου μιλήσω για τη ζωή μου.
Ντεριντά: Κι εγώ σου λέω, ούτε ο πρόλογος, ούτε το κείμενο θα σου ανήκουν όταν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα. Όσο για τη ζωή σου, δεν είμαι σίγουρος σε τι χρόνο θα πρέπει να τη διηγηθείς. Να είσαι προσεχτικός με το χρόνο. Αν η αποδόμηση «θάψει» το χρόνο, μπορεί να τη χάσεις κι αυτή. Τα πράγματα είναι δύσκολα, μικρέ!
Μπάροουζ: Ας είναι, λοιπόν, θα πω τα εξής, εν είδει μη-μη προ, απο-προλόγου:
Γεννήθηκα το 1914 σ’ ένα γεροφτιαγμένο, τρίπατο τούβλινο σπίτι σε μια μεγάλη μεσοδυτική πόλη. Οι γονείς μου ήταν ευκατάστατοι. Ο πατέρας μου ήταν ιδιοκτήτης και διευθυντής μιας επιχείρησης ξυλείας. Το σπίτι είχε πρασιά στην πρόσοψη, πίσω αυλή με κήπο, μια λιμνούλα με ψάρια κι έναν ψηλό ξύλινο φράχτη γύρω του. Θυμάμαι το φανοκόρο να ανάβει τα φανάρια γκαζιού του δρόμου και την πελώρια, μαύρη, αστραφτερή Λίνκολν και τις βόλτες που κάναμε μ’ αυτήν στο πάρκο τις Κυριακές. Υπήρχαν όλα εκείνα τα μικροπράγματα που συνιστούσαν έναν ασφαλή, άνετο τρόπο ζωής που έχει πια χαθεί για πάντα. Θα μπορούσα, ίσως, εδώ να καταγράψω κάποιες από εκείνες τις νοσταλγικές πεζότητες για το γέρο Γερμανό γιατρό που έμενε στο διπλανό σπίτι και τα ποντίκια που έτρεχαν στην αυλή και το ηλεκτρικό αυτοκίνητο της θείας μου και το βατραχάκι μου που ζούσε κοντά στη λιμνούλα με τα ψάρια.
Στην πραγματικότητα, οι πιο παλιές αναμνήσεις μου είναι χρωματισμένες μ’ ένα φόβο για τους εφιάλτες. Φοβόμουν να μένω μόνος, και φοβόμουν το σκοτάδι, και φοβόμουν να κοιμηθώ γιατί έβλεπα όνειρα στα οποία κάποιος υπερφυσικός τρόμος έμοιαζε πάντα έτοιμος να λάβει κάποια συγκεκριμένη μορφή. Φοβόμουν πως κάποια μέρα θα ξυπνούσα και το όνειρο θα ήταν ακόμα εκεί. Θυμάμαι πως είχα ακούσει μια υπηρέτρια να κάνει κουβέντα για το όπιο και να λέει πως το να καπνίζεις όπιο σου φέρνει γλυκά όνειρα, και είπα: «Θα καπνίσω όπιο σαν μεγαλώσω».
Όταν ήμουν παιδί, είχα προδιάθεση για παραισθήσεις. Μια φορά ξύπνησα με το φως της αυγής και είδα κάτι ανθρωπάκια να παίζουν μέσα σ’ ένα σπιτάκι από κύβους που είχα φτιάξει. Δεν ένιωσα φόβο, μόνο ένα συναίσθημα γαλήνης και απορίας. Μια άλλη περιοδική παραίσθηση ή εφιάλτης είχε σχέση με «ζώα στον τοίχο», και ξεκίνησε με το παραλήρημα ενός παράξενου, μη διαγνώσιμου πυρετού που εμφανίστηκε όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών.
Πήγα σ’ ένα μοντέρνο σχολείο μαζί με τους μέλλοντες ευυπόληπτους πολίτες, τους δικηγόρους, τους γιατρούς και τους επιχειρηματίες μιας μεγάλης μεσοδυτικής πόλης. Ήμουν ντροπαλός με τα άλλα παιδιά και φοβόμουν τη σωματική βία. Μια μικρή επιθετική λεσβία μού τραβούσε τα μαλλιά όποτε με έβλεπε. Αυτή τη στιγμή πολύ θα ήθελα να της έσπαζα τα μούτρα, αλλά έπεσε από ένα άλογο κι έσπασε το λαιμό της εδώ και χρόνια. Όταν ήμουν γύρω στα εφτά, οι γονείς αποφάσισαν να μετακομίσουν στα προάστια «για να φύγουν μακριά απ’ τους ανθρώπους». Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι με περίβολο και δέντρα και λιμνούλα με ψάρια και είχαμε σκίουρους αντί για ποντίκια. Ζούσαν εκεί μέσα σε μια αναπαυτική κάψουλα μ’ έναν όμορφο κήπο, αποκομμένοι από τη ζωή της πόλης.
Πήγα σε ιδιωτικό γυμνάσιο, στα προάστια. Δεν ήμουν ούτε καλός ούτε κακός στα σπορ, και ούτε άριστος ούτε καθυστερημένος στα μαθήματα. Ήμουν τελείως σκράπας στα μαθηματικά και σε οτιδήποτε μηχανικό. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα ανταγωνιστικά ομαδικά παιχνίδια και, όποτε μπορούσα, τα απέφευγα. Εδώ που τα λέμε, έγινα χρόνιος κοπανατζής. Μου άρεσαν όμως το ψάρεμα, το κυνήγι και η πεζοπορία. Διάβαζα περισσότερο απ’ όσο συνήθιζαν τα Αμερικανάκια εκείνου του τόπου και χρόνου. Όσκαρ Ουάιλντ, Ανατόλ Φρανς, Μποντλαίρ, ακόμα και Ζιντ. Συνδέθηκα ρομαντικά μ’ ένα άλλο αγόρι και περνούσαμε τα Σάββατα εξερευνώντας παλιά ορυχεία, τριγυρνώντας με ποδήλατα και ψαρεύοντας σε λιμνούλες και ποτάμια.
Εκείνη την εποχή μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση η αυτοβιογραφία ενός διαρρήκτη, που είχε τον τίτλο Δεν μπορείς να κερδίσεις. Ο συγγραφέας ισχυριζόταν πως είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή. Δε μου φάνηκε καθόλου άσχημο σε σχέση με την πλήξη ενός μεσοδυτικού προαστίου, όπου αποκλειόταν οποιαδήποτε επαφή με τον κόσμο. Έβλεπα τον φίλο μου σαν σύμμαχο, συνεταίρο στο έγκλημα. Βρήκαμε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο και σπάσαμε όλα τα παράθυρα και κλέψαμε ένα καλέμι. Μας πιάσανε, και οι πατεράδες μας υποχρεώθηκαν να πληρώσουν όλες τις ζημιές. Μετά απ’ αυτό, ο φίλος μου με παράτησε, γιατί η σχέση μας έβαζε σε κίνδυνο την υπόληψή του στην παρέα. Κατάλαβα πως δεν υπήρχαν περιθώρια συμβιβασμού με την παρέα, τους άλλους, και βρέθηκα πολύ μόνος.
Το περιβάλλον μου ήταν κενό, ο ανταγωνιστής κρυμμένος, και ρίχτηκα σε μοναχικές περιπέτειες. Οι εγκληματικές μου πράξεις ήταν απλώς χειρονομίες, άγονες και σχεδόν πάντα ατιμώρητες. Έκανα διαρρήξεις σε σπίτια κι έκοβα βόλτες χωρίς να κλέβω τίποτε. Εδώ που τα λέμε, δεν είχα ανάγκη από λεφτά. Καμιά φορά έκανα βόλτες στην εξοχή με το αυτοκίνητο και με μια καραμπίνα και σημάδευα τα κοτόπουλα. Έκανα τους δρόμους ανασφαλείς οδηγώντας επικίνδυνα, μέχρι που ένα ατύχημα, από το οποίο, ως εκ θαύματος, γλίτωσα χωρίς να πάθω ούτε γρατσουνιά, με τρόμαξε και με έκανε ν’ αρχίσω να παίρνω πάλι τις συνηθισμένες προφυλάξεις.
Πήγα σ’ ένα από τα Τρία Μεγάλα Πανεπιστήμια, όπου ειδικεύτηκα στην αγγλική φιλολογία από έλλειψη ενδιαφέροντος για οτιδήποτε άλλο. Μισούσα το πανεπιστήμιο και μισούσα την πόλη όπου βρισκόταν. Τα πάντα σ’ εκείνο το μέρος ήταν νεκρά. Το πανεπιστήμιο ήταν μια ψευτοεγγλέζικη κατάσταση και έβριθε από απόφοιτους ψευτοεγγλέζικων δημόσιων σχολείων. Ήμουν μόνος. Δεν ήξερα κανένα, και οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με αποστροφή από την κλειστή συντεχνία των ευκταίων.
Εντελώς τυχαία γνώρισα κάποιους πλούσιους ομοφυλόφιλους του διεθνούς αδελφάτου, που έκαναν κρουαζιέρες σ’ όλο τον κόσμο και συναντιόντουσαν σε αδερφίστικα στέκια, από τη Νέα Υόρκη ως το Κάιρο. Είδα έναν τρόπο ζωής, ένα λεξιλόγιο, αναφορές, ένα ολόκληρο σύστημα συμβόλων, όπως λένε οι κοινωνιολόγοι. Αυτοί οι άνθρωποι όμως ήταν ως επί το πλείστον μαλάκες, και μετά από την αρχική γοητεία του πράγματος το ενδιαφέρον μου γι’ αυτή την κατάσταση πάγωσε.
Όταν αποφοίτησα, χωρίς έπαινο, είχα στο όνομά μου καταπίστευμα εκατόν πενήντα δολαρίων το μήνα. Αυτό ήταν την εποχή της μεγάλης κρίσης και δεν υπήρχαν δουλειές, και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσα να βρω καμιά δουλειά που να ήθελα να κάνω. Τριγύρισα στην Ευρώπη κάπου ένα χρόνο. Τα αμερικάνικα δολάρια ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Αυστρίας, αρσενικών ή θηλυκών. Αυτό έγινε το 1936, και οι Ναζί πλησίαζαν γοργά.
Ξαναγύρισα πίσω στην Αμερική. Με το καταπίστευμά μου μπορούσα να ζήσω χωρίς να δουλεύω ή να κλέβω. Ήμουν ακόμη ξεκομμένος από τη ζωή, όπως ήμουν και στο μεσοδυτικό προάστιο. Σκότωνα τον καιρό μου σε μεταπτυχιακά μαθήματα ψυχολογίας και σε μαθήματα ζίου ζίτσου. Αποφάσισα να υποβληθώ σε ψυχανάλυση, και αυτή η ιστορία κράτησε τρία χρόνια. Η ψυχανάλυση με απάλλαξε από τις αναστολές και το άγχος μου, κι έτσι μπόρεσα να ζήσω όπως ήθελα. Η πρόοδός μου στην ψυχανάλυση κατά μεγάλος μέρος επιτεύχθηκε σε πείσμα του ψυχαναλυτή μου, στον οποίο δεν άρεσε ο «προσανατολισμός» μου, όπως τον αποκαλούσε. Τελικά εγκατέλειψε οποιαδήποτε ψυχαναλυτική αντικειμενικότητα και με χαρακτήρισε «σκέτο απατεώνα». Ευχαριστήθηκα από τα αποτελέσματα πιο πολύ απ’ ό,τι εκείνος.
Αφού απορρίφτηκα λόγω σωματικής κατατομής από πέντε προγράμματα εκπαίδευσης αξιωματικών, με στρατολόγησαν και με χαρακτήρισαν ικανό για απεριόριστη θητεία. Αποφάσισα πως δεν θα μου άρεσε ο στρατός και ξέθαψα ένα χαρτί που είχα από τρελάδικο — κάποτε είχα πάθει πλάκα με τον Βαν Γκογκ και είχα κόψει ένα μέρος απ’ το δάχτυλό μου για να εντυπωσιάσω κάποιον που με ενδιέφερε εκείνη την εποχή. Οι τρελογιατροί δεν είχαν ακούσει ποτέ τους για τον Βαν Γκογκ. Με καταχώρισαν ως σχιζοφρενή, προσθέτοντας και το «παρανοϊκός», για να εξηγήσουν το ενοχλητικό γεγονός πως ήξερα πού βρισκόμουν και ποιος ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Όταν είδαν στο στρατό αυτή τη διάγνωση, με απάλλαξαν με την παρατήρηση: «Μη ανακλητός ή ανακατατάξιμος».
Αφού τελείωσα τις παρτίδες μου με το στρατό, έκανα διάφορες δουλειές. Εκείνη την εποχή μπορούσες να κάνεις σχεδόν ό,τι δουλειά ήθελες. Δούλεψα σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, μπάρμαν. Δούλεψα σε εργοστάσια και σε γραφεία. Έπαιξα στις παρυφές του εγκλήματος. Αλλά τα εκατόν πενήντα δολάρια το μήνα ήταν πάντα εκεί. Δεν είχα ανάγκη να βγάλω λεφτά. Μου φαινόταν ρομαντική υπερβολή το να ριψοκινδυνεύω την ελευθερία μου για μια συμβολική πράξη εγκλήματος.
Τότε και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ήταν που ήρθα σε επαφή με την πρέζα, εθίστηκα, κι απόκτησα έτσι ένα κίνητρο, την πραγματική ανάγκη, που ποτέ πριν δεν είχα, για λεφτά.
Το ερώτημα τίθεται συχνά: Γιατί γίνεται κανείς ναρκομανής;
Η απάντηση είναι ότι συνήθως δεν έχει την πρόθεση να γίνει ναρκομανής. Χρειάζεται να χτυπάς ένεση τουλάχιστον τρεις μήνες, δυο φορές την ημέρα, για να αποκτήσεις κάποια έξη. Και δεν ξέρεις τι θα πει στ’ αλήθεια αρρώστια της πρέζας μέχρι να νιώσεις κάμποσες φορές την έξη. Μου πήρε σχεδόν έξι μήνες να νιώσω την πρώτη μου έξη, κι έπειτα τα συμπτώματα στέρησης ήταν ήπια. Νομίζω πως δεν είναι υπερβολή να πω ότι χρειάζονται κάπου ένας χρόνος και αρκετές εκατοντάδες ενέσεις για να γίνει κάποιος ναρκομανής.
Ντεριντά: Αυτό (επομένως) δεν είναι η αρχή από τίποτα, δεν είναι πρόλογος, εσύ ΔΕΝ είσαι ο δημιουργός αυτού του κειμένου, το κείμενο δεν είναι δικό σου, η ζωή που περιγράφεις δεν είναι η δική σου ζωή.
Μπάροουζ: Ε, τώρα με βγάζεις απ’ τα ρούχα μου. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου ξαμολήσω τον Κιμ:
«Ο Κιμ στέκεται με την πλάτη γυρισμένη προς το μπαρ. Πίσω του βρίσκεται η εικόνα μιας γυμνής γυναίκας σε φυσικό μέγεθος. Ένα λεπτοπρόσωπο ξανθό παιδί με μάτια που στριφογυρίζουν σε ομόκεντρους κύκλος οπισθοχωρεί, με το τρεμάμενο χέρι του να κρέμεται πάνω απ’ το πιστόλι του. Τα μαλλιά του ορθώνονται και τα εξανθήματά του πάνε να σπάσουν στο πρόσωπό του καθώς τραβά το πιστόλι του κι εκτοξεύει μια σφαίρα που χτυπά τη γυμνή γυναίκα ακριβώς στο μουνί, πάνω απ’ το κεφάλι του Κιμ. Με μια απαλή κίνηση, ο Κιμ τραβά το πιστόλι του και κρατώντας το και με τα δυο χέρια πυροβολεί το παιδί στο στομάχι, ακριβώς κάτω από την αγκράφα της ζώνης του. Η σφαίρα τον ρίχνει προς τα πίσω σα γροθιά, και το παιδί πέφτει πάνω σ’ ένα τραπέζι όπου έπαιζαν χαρτιά, σκορπίζοντας στο πάτωμα μάρκες, χαρτιά και ποτήρια. Οι παίχτες φεύγουν από το τραπέζι και σηκώνουν ψηλά τα χέρια τους. Κοιτάζουν κάτι πίσω από τον Κιμ: ο μπάρμαν κρατάει μια πριονισμένη καραμπίνα σε απόσταση 15 πόντων από την πλάτη του Κιμ, και το ροδαλό πρόσωπό του αποκτά μιαν έκφραση αυτο-ικανοποίησης, καθώς κλείνει το μάτι στους παίχτες. Τα μάτια του πεταρίζουν φιλάρεσκα. Σκύβει προς τα εμπρός πάνω στον πάγκο. Η καραμπίνα γλιστρά στο πάτωμα, αναποδογυρίζοντας ένα πτυελοδοχείο. Ένας μπαλτάς είναι βυθισμένος στο πίσω μέρος του κεφαλιού του μπάρμαν. Μπροστά από τον κατάλογο υπηρεσιών, ανάμεσα στο μπαρ και την κουζίνα, ένας νεαρός Κινέζος χαμογελά σκανταλιάρικα. Κάνει μια χειρονομία που μοιάζει με καβαλίκεμα και δείχνει την πόρτα. Ο Κιμ οπισθοχωρεί αργά και βγαίνει».
Ντεριντά: Αυτό (επομένως) δεν είναι συνομιλία, ποτέ δεν αρχίσαμε…
Leave a Reply