[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ρεύματα, τ. 35, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997, σελ. 36. (Από το περιοδικό Esquire, Ιούνιος 1996.)]
Στόμα με στόμα
Πώς μπορείτε να κάνετε το μωρό να σταματήσει να κλαίει; Μια άσκηση πάνω στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες
του Walter Kirn
[Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Στα δεκατέσσερα, όταν τελικά, κάτω από την πίεση των γονιών μου και του οδοντιάτρου μου, σταμάτησα να πιπιλίζω τον αντίχειρά μου, η μητέρα μου πρότεινε την τσίχλα σαν υποκατάστατο. Ο πατέρας μου ήταν υπέρ του ταμπάκου. Εγώ γέλασα και με τους δυο. Το κενό που έπρεπε να γεμίσω ήταν πολύ μεγάλο. Μερικές φορές φοβόμουν πως το κενό ήταν μεγαλύτερο κι από μένα τον ίδιο.
Ήθελα καθαρή βότκα. Ήταν δύσκολο να τη βρεις στο Σάντστρομ Φολς. Η πόλη ήταν στεγνή. Ούτε μπαρ, ούτε κάβες. Το μπακάλικο πουλούσε κάποια μπίρα, ένα αδύναμο παρασκεύασμα που είχε οσμή σαπουνάδας και γεύση σαν την κόλλα πάνω στους φακέλους. Για να με πιάσει κάπως, έπρεπε να πιω έξι, κι ακόμα και τότε ένιωθα εξοργιστικά νηφάλιος.
Πλησίασα τον μεθύστακα της πόλης για να μάθω το μυστικό του. Ήταν ένας παχύς γέρος που τον έλεγαν Γουίλι Λίντ και ζούσε σ’ ένα πλωτό σπίτι με παράθυρα μαυρισμένα σαν παράθυρα σε πορνό βιβλιοπωλείο. Ψάρευε σαρδελομάνες και γατόψαρα από το κατάστρωμα, κι έπαιρνε πολύ σοβαρά το ρόλο του ως κατακάθι της κοινωνίας. Τον απομυζούσε. Πριν από τρία καλοκαίρια, είχαν έρθει στην πόλη για να γυρίσουν μια ταινία—ένα δράμα εποχής για τους πιονέρους—και ο σκηνοθέτης είχε δώσει στο Γουίλι το ρόλο ενός ζητιάνου. Ήταν ο μόνος ντόπιος που πήρε ρόλο, και ακόμα και τώρα φορούσε το κοστούμι του, από ξεσκισμένο χοντρό ντρίλι, και μιλούσε με τη σουηδέζικη προφορά που του είχαν μάθει τότε.
Ένιωσε μεγάλη έκπληξη που είχε επισκέπτη. Κάθισα σ’ έναν καναπέ από βελβετίνα που τα βαθουλωμένα μαξιλάρια του με έκαναν να νιώθω ανεπαρκής και κοντός καθώς ο Γουίλι έτρεχε εδώ κι εκεί και ταχτοποιούσε. Πέταξε τα σκουπίδια του από μια καταπακτή που υπήρχε στο πάτωμα, και το ποτάμι τα παρέσυρε μακριά.
«Ήθελα να μάθω πού θα βρω αλκοόλ», είπα χωρίς περιστροφές.
«Κλέψε απ’ τους δικούς σου».
«Δεν μπορώ. Θα το καταλάβουν».
«Ε, και;» είπε ο Γουίλι.
«Θα με στείλουν πουθενά».
«Και βέβαια θα σε στείλουν. Όλους τους στέλνουν, τελικά. Εμένα με στείλανε στο Αναμορφωτήριο του Πάιν Άιλαντ. Εκεί έμαθα να παίζω σκάκι. Έγινα δεξιοτέχνης στην τοξοβολία. Ήταν η απολύτως καλύτερη χρονιά της ζωής μου».
«Κι αν σου έδινα χρήματα για λίγη βότκα;»
«Μην πίνεις βότκα. Μην πάρεις αυτό το δρόμο. Λένε ότι είναι πιο καθαρή. Δεν είναι. Πίνε κάτι που να γίνεται από σίκαλη. Σου δίνει σημαντικά θρεπτικά συστατικά».
Ψάρεψα μέσα στο τζην μου για τα τσαλακωμένα δολάρια που είχα κλέψει από την κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου. Δεν μπορούσε να παρακολουθεί τα χρήματά του—παραήταν μελαγχολικός. Τα απογεύματα, όταν ερχόταν σπίτι από τη δουλειά, πετούσε ό,τι είχε στις τσέπες του πάνω στο κομοδίνο σαν να ξεφορτωνόταν από πάνω του συσσωρευμένες τοξίνες.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο;» είπε ο Γουίλι. Ένιωσα ότι μου φερόταν συγκαταβατικά. Εκείνος είχε πάει καλά ως μεθύστακας—είχε πάρει ρόλο σε ταινία.
«Αγόρασέ μου το ποτό αλλιώς θα το πάρω από τον Φρεντ Χέρλι». Ο Φρεντ ήταν ο άλλος μεθύστακας της πόλης, ο ανταγωνιστής του Γουίλι, αρκετά νεότερος και πολύ λιγότερο γραφικός, αλλά πιθανώς πιο αυθεντικός. Εκείνος δεν ήταν ηθοποιός.
«Θα σου βρω εγώ», είπε ο Γουίλι. «Εγώ είμαι ο άνθρωπός σου. Πόσο θέλεις;»
«Όσο χρειάζεται για να γίνω πίτα».
Γύρισα πίσω μετά από τρεις μέρες, όπως μου υπέδειξε, και βρήκα το σύνδεσμό μου αναίσθητο στον καναπέ. Το κεφάλι του κρεμόταν από την άκρη του καναπέ και άγγιζε το πάτωμα. Το κεφάλι του ήταν μωβ από το αίμα και τα χείλη του ήταν πρησμένα σα φουσκωμένα βατράχια. Άρχισα να λεηλατώ τα ντουλάπια και να βγάζω τα συρτάρια. Σύννεφα από σκνίπες ξεσηκώθηκαν από τα παλιά τρόφιμα που είχε εκεί μέσα.
«Έξω. Βγες έξω!» άκουσα πίσω μου να λέει ο Γουίλι.
Γύρισα, ενοχλημένος από τα έντομα στο πρόσωπό μου.
«Εσύ είσαι», είπε ο Γουίλι. «Συγγνώμη. Ονειρευόμουν».
«Πού είναι τα χρήματά μου;»
«Ποτέ μη μου δίνεις χρήματα».
Τον βοήθησα να σηκωθεί, και μετά τον έψαξα. Κράτησε τα χέρια του ψηλά και δεν διαμαρτυρήθηκε. Εκτός από μερικά κουπόνια φαγητού και κομμάτια λινής γάζας, το μόνο που βρήκα ήταν η κάρτα του σωματείου των ηθοποιών, πλαστικοποιημένη. Φοβερή απάτη.
Ανακάλυψα ότι ήταν πιο εύκολο να βρω μαριχουάνα. Ακολούθησα μια μυρωδιά ως το δάσος πίσω από το γυμνάσιο, και βρήκα μια ομάδα από μεγαλύτερά μου κορίτσια, που έφερναν γύρω μια χάλκινη πίπα και χασκογελούσαν. Κουτσομπόλευαν τα ασήμαντα μεγέθη που είχαν τα πέη κάποιων από τους κορυφαίους αθλητές του σχολείου. Όταν συναντηθήκαμε δυο μέρες μετά, το θέμα της κουβέντας ήταν ποιος είχε «κωλοακμή»—μπιμπίκια στον κώλο—και είπα κάποια ονόματα. Εκείνη τη βδομάδα πούλησα τα μισά αποδυτήρια των αγοριών.
Το κορίτσι με το οποίο συνδέθηκα περισσότερο ήταν η Ντόνα Λαντ. Δεν είχε μητέρα, αλλά είχε έναν διάσημο πατέρα, τη μόνη διασημότητα της πόλης μας εκτός από τον Γουίλι Λιντ. Η στήλη του—τρεις φορές τη βδομάδα—στην εφημερίδα του Σεντ Πολ ήταν γνωστή σε όλες τις βόρειες πολιτείες και είχε για θέμα την κατάπτωση των ηθικών αξιών. Ήμουνα κι εγώ οπαδός της γραφής του κ. Λαντ. Θαύμαζα τον τρόπο που έπαιζε με τις λέξεις. Αναφερόταν στους ηθοποιούς του Χόλυγουντ με τη φράση «κινηματογραφικές γαστέρες» και αποκαλούσε τις εκτρώσεις «μητροκενώσεις». Οι προοδευτικοί πολιτικοί ήταν «κλεπτοκράτες». Λόγω του υπερβολικά ευαίσθητου δέρματός του —που, σύμφωνα με τη Ντόνα, ήταν αποτέλεσμα της παρακολούθησης ατομικών δοκιμών όταν ήταν στο στρατό τη δεκαετία του ‘50— σπάνια έβγαινε από το σπίτι. Τη μόνη φορά που τον είδα, φορούσε μπλούζα με κουκούλα και το πρόσωπό του ήταν πασαλειμμένο με λευκό οξείδιο του ψευδαργύρου. Μια νύχτα, πήγα με τη Ντόνα, με το αυτοκίνητό της, να αγοράσω μαριχουάνα. Η Ντόνα μου έδεσε τα μάτια πριν ξεκινήσουμε. Τύλιξε γύρω από το κεφάλι μου μια μαύρη νάιλον κάλτσα που μύριζε σαπούνι και αλάτι και βούτυρο κακάο. Ανέπνεα βαθιά σε όλη τη διαδρομή. «Σε φτιάχνει αυτό;» ρώτησε η Ντόνα. Πήρε το χέρι μου και πιπίλισε το μεσαίο μου δάχτυλο, και μετά το έβαλε σε μια βελούδινη υγρή σχισμή. «Άγγιζε, αλλά μην κοιτάς», είπε. «Αυτός είναι ο κανόνας μου, εντάξει;»
«Γιατί να μην κοιτάζω;»
«Φυλάω τον εαυτό μου».
«Για ποιον;»
«Πολύ θα ‘θελες να μάθεις».
Εδώ που τα λέμε, δεν ήθελα.
Όταν η Ντόνα τελικά μου έλυσε τα μάτια, ήμασταν παρκαρισμένοι μπροστά από μια ασύμμετρη λευκή αγροικία, και μια βιολετιά εντομοπαγίδα έτριζε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν σκέτο αχούρι. όπως τα περισσότερα τοπικά αγροκτήματα, περιτριγυρισμένο από απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις και ακαλλιέργητα, χορταριασμένα χωράφια. Τα κρατικά προγράμματα πλήρωναν τους αγρότες για να μην καλλιεργούν, κι έτσι είχαν αρχίσει να πουλάνε πράγματα: σκόνες και βιταμίνες για αδυνάτισμα, αντίκες, μαραφέτια που μείωναν την κατανάλωση στα αυτοκίνητα. Και ναρκωτικά.
«Κοίτα να είσαι κουλ», είπε η Ντόνα καθώς πλησιάσαμε την εξώπορτα και χτυπήσαμε. «Και μη φρικάρεις αν κάνει το κόλπο με το μωρό».
Ο έμπορος, που τον έλεγαν Τζεφ, ήταν ψηλός και λίγο πάνω από τα είκοσι, με κρεατοελιές στους αγκώνες και στα βλέφαρα σε μέγεθος και χρώμα γομολάστιχας στο πίσω μέρος μολυβιού. Μας πήγε σ’ ένα αυτοσχέδιο τραπέζι που αποτελούνταν από μια πόρτα στηριγμένη πάνω σε καμμένα κούτσουρα. Χρησιμοποίησε ένα μυστρί για να καθαρίσει τη μαριχουάνα. Στο δωμάτιο ακουγόταν σιγανά ένα άλμπουμ των Judas Priest, και πρόσεξα ότι το πάτωμα είχε κλίση. Όταν έβγαλα το πορτοφόλι μου, μου έπεσε μια δεκάρα και κύλησε, κύλησε, μέχρι που χάθηκε.
«Έ, Γκριτ!» φώναξε ο Τζεφ. «Κατέβα κάτω! Έχουμε επισκέπτες!»
«Η Γκριτ είναι η γυναίκα τουΤζεφ», είπε η Ντόνα. «Έχουν ένα γιο». Έμοιαζε να με προετοιμάζει για κάτι.
Λίγο μετά, μια κοπέλα εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. Τα στήθη της φούσκωναν και τέντωναν την ξώπλατη ροζ μπλούζα της, και το τζην της ανέβαινε ψηλά μέσα στον καβάλο της. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μωρό με κεφάλι γερμένο, καθώς δεν του το στήριζε. Το πρόσωπό του ήταν ελαφρά μουμιοποιημένο, σαν κάτι που είχε θαφτεί και ξεθαφτεί.
«Ο Ντάνκαν το πίνει κι αυτός», είπε ο Τζεφ. «Είναι φτιαγμένος».
Η κοπέλα άφησε κάτω το μωρό δίπλα στη χύμα μαριχουάνα κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο Τζεφ γαργάλησε το γυμνό στομάχι του παιδιού. Εκείνο δεν αντέδρασε. Ο Τζεφ το γαργάλησε κάτω από το σαγόνι. Ο σκοπός μάλλον ήταν να δείξει τη μαστούρα του μωρού.
Η κοπέλα γύρισε μ’ ένα χαρτοκούτι και άνοιξε το καπάκι και έβαλε μέσα το μωρό. Έκλεισε το καπάκι και κάθισε δίπλα στην Ντόνα καθώς ο Τζεφ άνοιξε έναν Ζίπο και άναψε το τσιγάρο που είχε στρίψει. Το τσιγάρο έβγαλε σπίθες και τσιτσίρισε καθώς ο Τζεφ έπαιρνε μέσα του μια ηρωική ποσότητα καπνού. Έγειρε πάνω από το τραπέζι προς τη μεριά του κουτιού και φύσηξε τον καπνό από μια τρύπα στο χαρτόνι.
Ο καπνός γέμισε το κουτί κι άρχισε να βγαίνει από το καπάκι. Άκουσα αχνούς υπόκωφους ήχους. Το κουτί κινήθηκε λίγο πάνω στο τραπέζι.
«Φαντάσου τι θα πρέπει να σκέφτεται εκεί μέσα», είπε ο Τζεφ. «Είναι η Ντίσνεϊλαντ μέσα σ’ ένα κουτί. Ο Κόσμος του Ντίσνεϊ».
Κοίταξα τη Ντόνα, αποσβολωμένος. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα.
«Τα μωρά είναι “φτιαγμένα” από τη φύση τους», είπε η κοπέλα. Κράτησε το κουτί πριν αυτό φτάσει στην άκρη του τραπεζιού. «Είναι γιατί δεν μιλάνε ακόμα καμιά γλώσσα. Είναι αγνά. Σκέφτονται σε εικόνες».
«Τι εικόνες;» είπε ο Τζεφ.
«Ζώων».
«Αυτό είναι εικασία», είπε ο Τζεφ. «Εικάζεις».
«…»
Ο Τζεφ φύσηξε κι άλλο καπνό μέσα στο κουτί κι εκείνο έμεινε ακίνητο. Ο θόρυβος σταμάτησε. Η κοπέλα σήκωσε το καπάκι. Έπιασε το μωρό από τις μασχάλες και το σήκωσε για να το δούμε. Το δέρμα του ήταν γκρίζο. Τα δάχτυλά του στα χέρια και τα πόδια του ήταν μαζεμένα και σφιχτά, σαν ποδαράκια γάτας. Περιέργως, το μωρό δεν φαινόταν να έχει αφαλό.
«Κοίτα τώρα, αυτό είναι το εκπληκτικό», είπε ο Τζεφ. Η κοπέλα κάθισε το μωρό σε μια κοντινή πολυθρόνα κι άρχισε να ξεμπερδεύει ένα κουβαριασμένο καλώδιο που κατέληγε σ’ ένα ζευγάρι ακουστικά. Έβαλε τα ακουστικά στο κρανίο του μωρού και τα συνέδεσε στο στερεοφωνικό και γύρισε ένα κουμπί. Αμέσως, το μωρό άρχισε να κλοτσάει. Ένας αλλόκοτος ήχος που θύμιζε σάλπιγγα ξέφυγε από το λαιμό του, ακολουθούμενος από μια συγκεχυμένη βραχνή βοή σαν φωνές ζώων, που μέσα της άκουγα κόκκορες, γουρούνια, ολόκληρη φάρμα.
«Τον μαθαίνουμε από νωρίς», είπε ο Τζεφ. «Μια μέρα θα γίνει σταρ. Μεγαλύτερος από τους Jethro Tull. Ή τον Robert Plant».
Αργότερα το ίδιο βράδυ, παρκαρισμένοι πάνω από το φράγμα, η Ντόνα κι εγώ μοιράσαμε τη μαριχουάνα. «Ο Τζεφ είναι άρρωστος», μου είπε. Ήμασταν εντελώς μαστουρωμένοι. «Μερικές φορές μου ‘ρχεται να του κλέψω το μωρό. Να το αφήσω σε καμιά εκκλησία».
«Θα ’πρεπε», είπα.
«Ένα παιδί θα ’πρεπε να είναι ένα φως ελπίδας, ένας πυρσός. Ένας λόγος για να ζεις».
«Συμφωνώ».
«Ένας αμνός του Θεού».
Λίγη στάχτη έπεσε στο μπούτι του Levi’s της Ντόνα. Την πέταξε στο δάπεδο κι άρχισε να κλαίει. Την άγγιξα στον ώμο. Δεν μαζεύτηκε, ούτε τινάχτηκε. Το χέρι μου γλίστρησε πάνω στο γυαλιστερό ακρυλικό πουλόβερ της ως το στήθος της. «Ο κανόνας μου», είπε. «Μην κοιτάς». Έκλεισα τα μάτια μου και πίεσα το χέρι μου πάνω της, νιώθωντας τα πλευρά της, την καρδούλα της που χτυπούσε γρήγορα.
«Θα το πάρω αυτό το παιδί. Θα με βοηθήσεις;» είπε η Ντόνα.
Εκείνη τη στιγμή, μπορούσα να της υποσχεθώ τα πάντα.
Η μαριχουάνα που είχαμε κράτησε δυο βδομάδες. Καπνίζαμε στην κρεβατοκάμαρα της Ντόνα στο υπόγειο, κάτω από το γραφείο του πατέρα της. Ανατρίχιαζα όταν άκουγα την καρέκλα του να σέρνεται στο ταβάνι, ή όταν άκουγα τη φωνή του. Διάβαζε φωναχτά τις στήλες του καθώς τις έγραφε, με τσιριχτή φωνή, σαν πολιτικός. «Αυτή τη χρονιά οι μητροκενώσεις ξεπέρασαν σε αριθμό τις γεννήσεις—πρόκειται για χρονιά-ορόσημο! Οι επόμενοι που θα πληρώσουν τη νύφη θα είναι οι γέροι και οι ανάπηροι. Να θυμάστε, εδώ το διαβάσατε!»
Ήμουνα σίγουρος ότι ο κ. Λαντ μύριζε τον καπνό μας, αλλά η Ντόνα μου έλεγε να μην ανησυχώ. «Είναι πολύ ανεκτικός, στην πραγματικότητα. Η στήλη είναι απλά μια μάσκα. Θέατρο. Εκείνο το βιβλίο, μάλιστα, ήταν δική του ιδέα. Μου το έδωσε όταν έκλεισα τα δεκάξι».
«Εκείνο το βιβλίο» ήταν ένα μεγάλο χαρτόδετο βιβλίο με τίτλο «Ο Γκουρμέ τού Αισθησιασμού». Το μελετούσαμε κεφάλαιο – κεφάλαιο για μια βδομάδα. Πασαλειβόμασταν με κολόνια και ελαιόλαδο και σπαρταρούσαμε σαν ψάρια ο ένας στην γλιστερή αγκαλιά του άλλου. Παίρναμε διάφορες στάσεις πάνω σε καρέκλες και σωρούς από μαξιλάρια και δοκιμάζαμε τα όρια της ανθρώπινης ευλυγισίας. Εγώ ήμουνα το τυφλό όργανο της Ντόνα —άλλωστε, είχα δεμένα τα μάτια— και καθώς εκείνη κινούσε τα μέλη μου με αποφασιστικότητα, τυλίγοντας τα κορμιά μας σε σφιχτούς, εκστατικούς κόμπους, κατάλαβα ότι η παθητικότητα μου ταίριαζε. Το μόνο πρόβλημά μου ήταν ο πόνος. Η Ντόνα φαινόταν αποφασισμένη να αποκτήσει τη σεξουαλική εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής πριν το τέλος του μήνα, και, στην πορεία, αυτός που πληγωνόταν και πονούσε ήμουν εγώ.
Η μαριχουάνα μαλάκωνε τον πόνο από τις πληγές, αλλά κόντευε να τελειώσει. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να αγοράσω κι άλλη. Η ευγενής σκέψη τού να πάρουμε τον μικρό Ντάνκαν —ένα θέμα που η Ντόνα έφερνε πάντα στην κουβέντα μετά από κάθε οργασμό— με κρατούσε δεσμευμένο.
«Καλά», είπε μια μέρα. «Θα πάω μόνη μου. Άλλωστε, έχουμε τελειώσει εδώ πέρα. Τέρμα, αυτό ήτανε. Η εφηβική μου φάση πειραματισμού τελείωσε. Τώρα θέλω κάτι που να έχει νόημα».
«Αμερική, σύνελθε! Αγνόησε τις γαστέρες του κινηματογράφου! Γύρνα στους φίλους σου και στις οικογένειές σου, στα σπίτια σου!»
«Υποσχέθηκα ότι θα σε βοηθήσω», είπα. «Δεν θα κάνω πίσω. Σ’ αγαπώ, Ντόνα».
«Αυτό που κάναμε εδώ δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό».
«Το ξέρω. Απλά μου συνέβη».
«Εμένα όμως όχι, μικρέ».
Από πάνω, άκουσα τον πατέρα της Ντόνα που άρχιζε να δακτυλογραφεί.
Είχα κάποια δυσκολία να φύγω από το σπίτι εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας μου είχε πάθει υστερία μέσα στην κουζίνα για την αδυναμία της οικογένειας να εκτιμήσει το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων. Άνοιγε με ορμή ντουλάπια και συρτάρια, έβγαζε έξω κονσέρβες σούπας και άλλα πράγματα και έλεγε φωναχτά τις τιμές τους μονότονα και φοβισμένα. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Κομμένα πράσινα φασόλια για τριάντα εφτά σεντς. Ένα δολάριο για μούσλι. Δύο για κορν-φλέικς». Τελειώνοντας, πετούσε τα πράγματα στον πάγκο της κουζίνας, όπου έσκαγαν κι άνοιγαν κι έπεφταν στο πάτωμα.
«Πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε», είπε.
Τελείωσα το παγωτό μου και σηκώθηκα από το τραπέζι. Ο πατέρας μου κλότσησε ένα βάζο με μαρμελάδα προς τη μεριά της καρέκλας μου.
«Πού πας εσύ;»
«Σινεμά».
«Τι ταινία θα δεις;»
«Αναζητώντας τη Χαμένη Κιβωτό. Είναι εκπαιδευτική».
Έξω στο δρόμο, με περίμενε το αυτοκίνητο της Ντόνα. Οι διεσταλμένες της κόρες αντανακλούσαν τα φωτεινά όργανα στο ταμπλό. Είχε χτενίσει τις αφέλειές της και τις είχε ισιώσει, και φορούσε κραγιόν κι ένα ζευγάρι απειλητικά μαύρα γάντια οδήγησης.
«Αφού αγοράσουμε πράμα», είπε, «θα κρυφτούμε απέξω μέχρι να αφήσουν το μωρό. Μετά θα σκαρφαλώσεις στο παράθυρο, ή κάτι τέτοιο, και θα μου το δώσεις».
«Φοβάμαι».
Η Ντόνα μού έδωσε μερικά χάπια. «Τα ηρεμιστικά του μπαμπά. Μερικές φορές, τον πιάνει τέτοια φαγούρα στο δέρμα που δεν μπορεί να κοιμηθεί».
Τα φώτα ήταν σβηστά στο σπίτι και δεν είχε αυτοκίνητα απέξω. Καθώς πλησιάζαμε στην εξώπορτα, αδέσποτες γάτες έφευγαν βιαστικά από μπροστά μας. Έριξα μια ματιά μέσα από την πόρτα, και είδα τους κίτρινους δείκτες του στερεοφωνικού να κινούνται, αλλά δεν άκουγα μουσική.
«Τυχεροί είμαστε», είπε η Ντόνα. «Είναι στο μπαρ. Έχουν αφήσει το μωρό σπίτι. Πάντα το κάνουν αυτό».
Μπήκαμε μέσα. Η τόλμη μου με είχε αφήσει κατάπληκτο. Ποτέ δεν είχα υποψιαστεί ότι είχα ταλέντο στις διαρρήξεις, και μου άρεσε που το έμαθα.
Το μωρό ήταν στην πολυθρόνα, ανάσκελα, και τα ακουστικά κρέμονταν από τα αυτιά του. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Φαινόταν να έχει μεγαλώσει από την τελευταία φορά που το είχαμε δει. Τα πόδια που έβγαιναν από την πάνα του ήταν πιο λεπτά, πιο μακριά, και ένα φούσκωμα στα φρύδια του πρόδιδε αυξημένη ευφυΐα. Όταν η Ντόνα τού έβγαλε τα ακουστικά, ήχησαν δυνατά οι κιθάρες.
Ξαφνικά, το μωρό μίλησε: «Μα, μπα, μα, μπα».
«Χριστέ μου!» είπα.
Η Ντόνα με σώπασε. «Κράτα τον».
Αγκάλιασα το μωρό, ενώ η Ντόνα ανέβηκε σε μια καρέκλα κι άνοιξε ένα ντουλάπι για να ψάξει για την κρυμμένη μαριχουάνα του Τζεφ. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το νευρικό σύστημα του μωρού. Κούνησα ένα δάχτυλο μπροστά στο οπτικό του πεδίο, αλλά τα μάτια του δεν ακολούθησαν την κίνησή μου.
«Όλα θα πάνε καλά», ψιθύρισα. «Θα σε φροντίσουμε εμείς». Ήξερα ότι δεν έλεγα την αλήθεια.
Η Ντόνα κατέβηκε από την καρέκλα και έκλεισε το ντουλάπι. Κρατούσε μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών κλεισμένη με αυτοκόλλητη γάζα.
«Πάρ’ το όλο», είπα. «Όλο».
«Θα το καταλάβουν».
«Και το παιδί τους που θα λείπει, δεν θα το καταλάβουν;»
Ακούμπησα το μωρό στο πίσω κάθισμα, αφού έκανα λίγο χώρο ανάμεσα στις οχτακάναλες κασέτες της Ντόνα. Οδηγούσε σταθερά, με σαράντα μίλια την ώρα, για να περάσουμε απαρατήρητοι, κι έστριβε μέσα σε μικρούς δρόμους χωρίς σήμανση. Όταν δεν είχαμε πια ιδέα πού βρισκόμασταν, η Ντόνα σταμάτησε, πάρκαρε, κι έβγαλε την πίπα της.
«Όχι εδώ μέσα. Το παιδί», είπα.
«Ξέχασα».
Μπήκαμε στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου και μαστουρωθήκαμε πιο πολύ απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Η μαριχουάνα, σε συνδυασμό με τα ηρεμιστικά, μείωσαν τους χτύπους της καρδιάς μου. Μια κουκουβάγια πέταξε λίγο πάνω από το κεφάλι της Ντόνα που, ξαφνιασμένη, έσκυψε και κάλυψε το κεφάλι της.
«Έλα. Πάμε να βρούμε κάποια λουθηρανική εκκλησία», είπα.
«Οι Λουθηρανοί είναι υπερβολικά αυστηροί».
«Καλά, τότε θα δοκιμάσουμε κάποια καθολική εκκλησία».
«Θέλω πρώτα να τον πάρω σπίτι να τον δείξω στον μπαμπά μου. Πεθαίνει, Τζάστιν».
Στάθηκα εκεί, μπερδεμένος. Το μυαλό μου το ένιωθα γεμάτο άμμο.
«Διάλεξε εσύ την εκκλησία», είπε η Ντόνα. «Δε με νοιάζει. Αυτό που με νοιάζει είναι η κατάσταση του μπαμπά. Είναι πολύ φοβισμένος. Σκοτεινός. Θα πάω σπίτι». Φύγαμε, σιωπηλοί, και η Ντόνα συνέχισε να καπνίζει. Πάρκαρε μπροστά στο σπίτι της κι έσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου. Το μωρό έβγαζε ήχους που θύμιζαν χλιμίντρισμα αλόγου. Στο ντουλαπάκι του συνοδηγού, βρήκα ένα γλειφιτζούρι με γεύση κεράσι, και το έχωσα στο στόμα του μωρού. Το έφτυσε.
«Συγγνώμη. Χρειάζομαι τον μπαμπά μου», είπε η Ντόνα. «Συγγνώμη».
Ακούμπησα σφιχτά το μωρό στο στήθος μου, νιώθοντας ξαφνικά κτητικός, προστατευτικός. Καμιά εκκλησία απ’ όσες ήξερα δεν ήταν άξια να τον φροντίσει. Καμιά.
«Θα σε βρω αύριο, Τζάστιν. Μου έχεις θυμώσει;»
«Τι να κάνω με το μωρό;»
«Δοκίμασε στους Μεθοδιστές».
Τελικά, νιώθοντας ότι δεν είχα άλλη επιλογή, πήγα στη βάρκα του Γουίλι Λιντ. Το μωρό δεν τον φρίκαρε. Του εξήγησα ότι η παρουσία του εκεί οφειλόταν σε «μια κωλοϊστορία που έχει να κάνει με ναρκωτικά», και φάνηκε να καταλαβαίνει.
«Κάτσε και μίλα», είπε. «Έχω ανάγκη τη συντροφιά. Έχω στεγνώσει. Είναι πολύ δύσκολο. Με συγχωρείς που τρέμω».
Έβαλε δυο ποτήρια κόκα-κόλα κι έφερε μερικά κριτσίνια. Για το μωρό, βούτηξε το δάχτυλό του σε λίγο γάλα. Εκείνο όμως αρνιόταν να το γλείψει. Η στρογγυλή, ροζ γλώσσα του έμοιαζε παράλυτη.
«Θα το πάω στην αστυνομία το πρωί. Θα πω ότι συνήλθα από το μεθύσι και το βρήκα μπροστά μου. Έχουν αρχίσει και συνηθίζουν τέτοια πράγματα με μένα. Τους αρέσει».
«Πράγματι αρχίζεις και σουλουπώνεσαι. Πώς κι έτσι;» είπα.
«Πήρα ένα ρόλο. Στη Μινεάπολη. Κάνω ένα πτώμα στο πορτ-μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου. Είναι μια ταινία με εγκληματίες. Το πτώμα πηγαίνει ως το Μεξικό. Εμφανίζομαι συνέχεια».
«Καλή επιτυχία», είπα.
Ενώ κουβεντιάζαμε για τις προοπτικές του Γουίλι ως ηθοποιού, η κατάσταση του μωρού χειροτέρευε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Καινούριοι ήχοι ξεπήδησαν. Έβγαιναν από βαθιά μέσα από το στήθος του μωρού που ανεβοκατέβαινε βαριά—αποτέλεσμα, μάλλον, της υπερβολικής δόσης χέβι μέταλ από τα ακουστικά. Ο Γουίλι πήρε το μωρό και προσπάθησε να το νανουρίσει βηματίζοντας πέρα – δώθε, αλλά οι ήχοι γίνονταν πιο δυνατοί και πιο άγριοι. Κλοτσούσε κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, και τίναζε τα στρουμπουλά χεράκια του.
«Ίσως είναι διαβητικό», είπε ο Γουίλι. «Έχει πάθει κάποιου είδους κρίση. Ή, ίσως, επιληπτικό».
«Οι γονείς του το κακοποιούσαν. Το είχαν συνέχεια μαστουρωμένο με μαριχουάνα».
«Τότε, αυτό θέλει. Στρίψε ένα τσιγάρο».
«Αυτό που λες είναι αρρωστημένο».
«Κάν’ το. Το εννοώ. Στην τιμή της παλιάς αλητείας μου».
Διαφώνησα, αλλά τελικά υποχώρησα. Μόλις το τσιγάρο στρίφτηκε κι άναψε, γονατίσαμε στο πάτωμα. Ο Γουίλι κράτησε πίσω τα χέρια του μωρού. Κοίταξα κάτω, μέσα στα μάτια του, και δεν είδα μέσα τους καμιά ψυχή, τίποτα, παρά μόνο μια θολή λαστιχένια μάσκα. Αυτό άλλαξε με το πρώτο σύννεφο καπνού που έστειλα πάνω του. Το μωρό χαμογέλασε. Παρά τη θέλησή μου, με κατέλαβε ύπουλα ένα αίσθημα περηφάνιας. Επιτέλους, έκανα κάτι σωστό. Επιτέλους, η αγάπη μου είχε βρει ανταπόκριση.
Σφράγισα το στόμα μου πάνω στα λεπτά, ξερά χείλη του μωρού, και φύσηξα, κι έβγαλα από μέσα μου όλον τον αέρα, μέχρι που έμεινα εντελώς άδειος.
Leave a Reply