[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Δέκατα.]
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΞΑΝΑ
του Τζακ Κέρουακ
Ο συγγραφέας βάφτισε τη γενιά των Μπητ και έγραψε το πιο φημισμένο μυθιστόρημά της. Σαράντα επτά χρόνια αργότερα, τα ημερολόγιά του παρουσιάζονται για πρώτη φορά.
Ο Τζακ Κέρουακ άρχισε να κρατά ημερολόγιο από τα δεκατέσσερά του, το 1936, και συνέχισε να το κάνει —με κάποια εμμονή, μάλιστα— ως το θάνατό του, σε ηλικία 47 ετών. Οι εγγραφές που ακολουθούν είναι ανάμεσα στο 1948, όταν ο εικοσιπεντάχρονος Κέρουακ είχε μόλις επιστρέψει στη Νέα Υόρκη από ένα ταξίδι στην ύπαιθρο, ως το 1950, όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, Η Κωμόπολη και η Πόλη.
Παρόλο που Η Κωμόπολη και η Πόλη — ένα μακροσκελές μυθιστόρημα για το πώς μεγαλώνει ένα παιδί στο Νιου Ήνγκλαντ — χάρισε μια κάποια φήμη στον Κέρουακ, μόνο μετά την έκδοση του Στο Δρόμο, το 1957, μετά από έξι χρόνια απόρριψης από πολλούς εκδότες, έγινε πραγματικά διάσημος. Αλλά ένιωθε πικρία γι’ αυτή την καθυστερημένη αποδοχή και για τους κριτικούς που το αγνόησαν, βλέποντάς το σαν μέρος της «μόδας» των Μπητ. Ο Κέρουακ, που κατά βάθος ήταν ένας Αμερικάνος ρομαντικός —θεωρούσε τον εαυτό του «βάρδο των ξυλοκόπων»— είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό κάποιους από τους συναδέλφους του Μπητ συγγραφείς, όπως τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, και στα ημερολόγιά του συχνά τους κατηγορούσε για κυνισμό και έλλειψη πατριωτισμού.
Ο Κέρουακ έγραψε δώδεκα ακόμη μυθιστορήματα, αλλά ποτέ δεν γνώρισε ξανά την κριτική αποδοχή που είχε με το Στο Δρόμο. Πέθανε το 1969, από αιτία σχετική με το αλκοόλ, σ’ ένα νοσοκομείο στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα. Τα ημερολόγια του Κέρουακ —που αριθμούν πάνω από 200 τόμους— ήταν φυλαγμένα σ’ ένα θησαυροφυλάκιο στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, το οποίο η χήρα του είχε δώσει οδηγίες να μην ανοιχτεί παρά μόνο μετά το θάνατό της. Πέθανε το 1990.
—Ντάγκλας Μπρίνκλι
1 Ιανουαρίου 1948. Κουήνς, Νέα Υόρκη. Σήμερα, διάβασα ολόκληρο το μυθιστόρημά μου Η Κωμόπολη και η Πόλη. Βλέπω πως έχει σχεδόν τελειώσει. Ποια είναι η γνώμη μου; Είναι η σούμα του εαυτού μου, όσο μπορεί να το καταφέρει αυτό ο γραπτός λόγος, και η γνώμη μου γι’ αυτό είναι ίδια με τη γνώμη που έχω για τον εαυτό μου! – τη μια μέρα χαρούμενος και τρυφερός, την άλλη μαύρος από αηδία.
Έγραψα 2.500 λέξεις, μέχρι που με διέκοψε μια επίσκεψη του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος ήρθε στις τέσσερις τα ξημερώματα να μου πει ότι τρελαίνεται, αλλά αν και όταν γιατρευτεί θα επικοινωνεί πλέον με τους άλλους ανθρώπους καλύτερα από κάθε άλλον — στην εντέλεια, γλυκά και φυσικά. Περιέγραφε τον τρόμο του και έμοιαζε έτοιμος να πάθε κρίση μέσα στο σπίτι μου. Όταν ηρέμησε, του διάβασα μέρη του βιβλίου μου και μου είπε, με πονηρό ύφος, πως το έβρισκε «σπουδαιότερο κι από τον Μέλβιλ, κατά μια έννοια — το μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα». Δεν πίστεψα λέξη.
Κάποια μέρα θα πετάξω κι εγώ τη μάσκα μου και θα μιλήσω ανοιχτά για τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και για το πώς είναι «με σάρκα και οστά». Μου φαίνεται πως είναι σαν όλους τους άλλους ανθρώπους, και ότι αυτό είναι που τον κάνει να τρελαίνεται. Πώς να βοηθήσω κάποιον που θέλει τη μια στιγμή να είναι τέρας και την άλλη θεός;
17 Απριλίου 1948. Πήγα στη Νέα Υόρκη, και τσακωνόμουν μ’ ένα κορίτσι όλη νύχτα. Επίσης, ο Γκίνσμπεργκ τρελάθηκε και με εκλιπαρούσε να τον χτυπήσω, πράγμα που για μένα έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, γιατί μου είναι ήδη αρκετά δύσκολο να διατηρήσω την πνευματική μου υγεία και χωρίς να επισκέπτομαι το τρελοκομείο κάθε βδομάδα. Με ρώτησε τι άλλο θα μπορούσα να έχω να κάνω που δεν περιλάμβανε εκείνον. Του απάντησα ότι είχα μια υποσυνείδητη επιθυμία να τον χτυπήσω, και ότι αργότερα θα με ευχαριστούσε που δεν το έκανα.
Είχα τελειώσει μ’ αυτές τις ανοησίες από την εποχή που έπαιζα ξύλο με την Έντι [Έντι Πάρκερ, η πρώτη σύζυγος του Κέρουακ] και σκαρφάλωνα στα δέντρα με τον Λούσιεν [Καρ], αλλά αυτοί οι Γκίνσμπεργκ θεωρούν δεδομένο ότι κανείς δεν έχει δει ποτέ τα οράματα συναισθηματικού κατακλυσμού που έχουν δει εκείνοι, και προσπαθούν να τα πασάρουν στους άλλους. Υπήρξα ψεύτης, υποκριτής και ανθρωπάκι, που προσποιήθηκα πως ήμουν φίλος με αυτούς τους ανθρώπους —τον Γκίνσμπεργκ, την Τζόαν [Μπάροουζ], τον Καρ, τον Μπάροουζ, ακόμη και τον [Ντέιβιντ] Κάμερερ— όταν όλο αυτό τον καιρό ήξερα, μάλλον, ότι αντιπαθούσαμε ο ένας τον άλλο και απλώς μορφάζαμε ασταμάτητα σε μια κωμωδία μοχθηρίας. Πρέπει κανείς να αναγνωρίζει τα όριά του, αλλιώς δεν μπορεί να είναι ειλικρινής.
2 Ιουνίου 1948. Μετά το δείπνο, πέρασε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ με το υπόλοιπο χειρόγραφο που, όπως είπε, τελείωνε με τρόπο «μεγαλειώδη και βαθύ». Νομίζει πως τώρα θα γίνω πλούσιος, αλλά ανησυχεί για το τι θα κάνω τα λεφτά — με άλλα λόγια, δεν μπορεί να με φανταστεί με λεφτά (ούτε κι εγώ). Νομίζει πως είμαι σωστός Μίσκιν, ο καημένος. Η τρέλα έχει φύγει τώρα πια από τον Άλεν, και τον συμπαθώ ξανά.
3 Ιουνίου 1948. Ετοίμασα ένα περίπλοκο μαθηματικό μοντέλο που δείχνει με πόση επιμέλεια γράφω και διορθώνω το μυθιστόρημά μου κάθε μέρα. Παραείναι περίπλοκο για να το εξηγήσω, αλλά αρκεί να πω ότι χθες το σκορ μου ήταν 0,246, και μετά από τη σημερινή δουλειά τα στατιστικά μου ανέβηκαν στο 0,306. Το θέμα είναι ότι πρέπει να ανεβάσω κι άλλο το σκορ μου, να γίνω σαν τους πρωταθλητές του μπέιζμπολ, σαν τον Τεντ Γουίλιαμς (που τώρα έχει φτάσει στο 0,392). Αν μπορέσω να τον φτάσω, ο Ιούνιος θα είναι ο τελευταίος μήνας δουλειάς πάνω στο Η Κωμόπολη και η Πόλη.
17 Ιουνίου 1948. Αυτά τα βράδια είμαι τόσο μόνος, θέλω τόσο απελπισμένα μια γυναικεία συντροφιά, που πονάω… και παρόλα αυτά συνεχίζω να δουλεύω. Τις βλέπω που περνάνε απέξω και τρελαίνομαι. Γιατί συμβαίνει αυτό το πράγμα; Γιατί ένας άντρας που προσπαθεί να κάνει μια σημαντική δουλειά δεν μπορεί ποτέ να βρει μια γυναίκα που θα του χαρίσει την αγάπη της αλλά και το χρόνο; Ένας άνθρωπος σαν εμένα, υγιής, ενεργός σεξουαλικά, να με τσακίζει ο πόθος για οποιοδήποτε όμορφο κορίτσι βλέπω, αλλά να μην μπορώ να κάνω έρωτα τώρα, στα νιάτα μου, και κάθομαι να τις βλέπω που περνάνε αδιάφορα έξω από το παράθυρό μου — που να πάρει και να σηκώσει, δεν είναι δίκαιο αυτό! Αυτή η εμπειρία σίγουρα θα με κάνει πικρόχολο, μα το Θεό!
Πήγα για ύπνο με σκορ 0,350.
3 Ιουλίου 1948. Μεγάλο πάρτι στο Χάρλεμ, στο σπίτι του Άλεν και του Ράσελ Ντέρτζιν. Πέρασα άλλες τρεις μέρες χωρίς φαγητό και σχεδόν χωρίς ύπνο, μόνο έπινα, ίδρωνα κι αλληθώριζα. Υπήρξε ένα κεφάτο κορίτσι που λες κι είχε βγει από τη δεκαετία του είκοσι, κοκκινομάλλα, ταραγμένη, σεξουαλικά ψυχρή (όπως έμαθα). Περπάτησα τριάμισι μίλια μέσα στον καύσωνα της 2ης Λεωφόρου μέχρι το «σύγχρονο ιταλικό διαμέρισμά της», όπου βρέθηκα ξαπλωμένος στο πάτωμα και κοίταζα στο ταβάνι σαν να ονειρευόμουν. Μου φαινόταν σαν να τα είχα ξανανιώσει όλα αυτά. Υπήρξε μιζέρια, και η όμορφη ασχήμια των ανθρώπων, και ο [Χέρμπερτ] Χανκ που μου έλεγε ότι είχε δει την Έντι στο Ντιτρόιτ και της είχε πει ότι ακόμη την αγαπούσα. Αγαπώ ακόμη την Έντι; Τη σύζυγο της νιότης μου; Απόψε, έτσι νομίζω. Σ’ αυτή την ψευδαίσθηση χαράς δεν υπάρχουν φάροι και κύματα, μόνο ο άνεμος που μπαίνει ορμητικά από το παράθυρο της κουζίνας ένα πρωινό του Οκτώβρη.
17 Αυγούστου 1948. Ο Μπέιμπ Ρουθ πέθανε χθες, κι αναρωτιέμαι: Πού είναι ο πατέρας του; Ποιος γέννησε αυτόν το γίγαντα; Ποιος; Πού; Τι σκεφτόταν; Κανείς δεν ξέρει. Είναι ένα αμερικανικό μυστήριο.
23 Αυγούστου 1948. Είπα στη μητέρα μου να πάει να μείνει κάτω στο Νότο, μαζί με την οικογένεια, αντί να χαλάει όλο της το χρόνο δουλεύοντας σαν σκλάβα σε εργοστάσια παπουτσιών. Στη Ρωσία δουλεύουν σαν σκλάβοι για το κράτος, εδώ δουλεύουν σαν σκλάβοι για τα έξοδά τους. Οι άνθρωποι πηγαίνουν κάθε μέρα βιαστικά σε ανόητες δουλειές, τους βλέπεις να βήχουν πρωί-πρωί στον υπόγειο. Σπαταλούν την ψυχή τους σε πράγματα όπως το «νοίκι», τα «αξιοπρεπή ρούχα», το «υγραέριο», το «ηλεκτρικό», η «ασφάλεια», και συμπεριφέρονται σαν χωριάτες που έχουν μόλις έρθει από τα χωράφια και είναι τρισευτυχισμένοι γιατί μπορούν να αγοράσουν διάφορα μπιχλιμπίδια στα μαγαζιά.
Η ζωή μου θα είναι σε ένα αγρόκτημα, όπου θα παράγω εγώ ο ίδιος την τροφή μου. Δεν θα κάνω τίποτε — μόνο θα κάθομαι κάτω από ένα δέντρο ενώ οι σοδειές μου θα μεγαλώνουν, θα πίνω σπιτικό κρασί, θα γράφω μυθιστορήματα για να διαπαιδαγωγώ την ψυχή μου, θα παίζω με τα παιδιά μου και θα κοροϊδεύω τους άλλους τους φουκαράδες που θα βήχουν ασταμάτητα. Και πριν καλά-καλά το καταλάβουν, θα πηγαίνουν όλοι μαζί με στρατιωτικό βήμα σε κάποιον ολέθριο πόλεμο που θα έχουν κηρύξει οι ηγέτες τους για να κρατήσουν τα προσχήματα. Σκατά στους Ρώσους, σκατά στους Αμερικανούς, σκατά σε όλους.
Έχω άλλο ένα μυθιστόρημα κατά νου —Στο Δρόμο— και το σκέφτομαι συνεχώς: δυο τύποι που φτάνουν με ωτοστόπ μέχρι την Καλιφόρνια, ψάχνοντας κάτι που ποτέ δεν βρίσκουν, και τελικά χάνουν τον εαυτό τους στο δρόμο, και επιστρέφουν γεμάτοι ελπίδα για κάτι άλλο.
9 Σεπτεμβρίου 1948. Πήρα μια στερεότυπη επιστολή απόρριψης από τον Macmillan. Κάθε φορά που γίνεται αυτό το πράγμα οργίζομαι, αλλά αποκτώ όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση, γιατί ξέρω ότι το Η Κωμόπολη και η Πόλη είναι σπουδαίο βιβλίο, με τον δικό του, παράξενο, τρόπο. Και θα καταφέρω να το πουλήσω. Είμαι έτοιμος να δώσω οποιαδήποτε μάχη. Ακόμη κι αν χρειαστεί να πάω να μείνω στο δρόμο και να πεθάνω της πείνας, δεν θα μου φύγει από το μυαλό η ιδέα ότι θα έπρεπε να ζήσω από αυτό το βιβλίο: είμαι πεπεισμένος ότι στον κόσμο θα αρέσει, όταν γκρεμιστεί το τείχος που έχουν φτιάξει οι εκδότες, οι κριτικοί και οι επιμελητές. Αυτοί είναι οι εχθροί μου, όχι η «αφάνεια», ούτε η «φτώχεια».
3 Ιανουαρίου 1949. Σαν Φρανσίσκο. Η Αφήγηση της Ομίχλης (από τη Νέα Υόρκη στη Νέα Ορλεάνη). Νέα Υόρκη, κατά μήκος της σήραγγας προς το Νιου Τζέρσι — η «νύχτα στο Τζέρσι» του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο, και περνάμε μια χαρά, χτυπώντας ρυθμικά το ταμπλό του Χάντσον κουπέ του ’49… με κατεύθυνση δυτικά. Μας κατέτρυχε κάτι που δεν μπορώ ακόμη να θυμηθώ. Καθώς ταξιδεύουμε, ο Νηλ [Κάσαντι] και η Λουάν [Χέντερσον] μιλάνε για την αξία της ζωής: «Πού πας, Αμερική, με το γυαλιστερό σου αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα;» Ήταν από τις λίγες φορές που ήμουν τόσο χαρούμενος. Ήταν πολύ γλυκιά αίσθηση να κάθομαι δίπλα στη Λουάν. Στο πίσω κάθισμα, ο Αλ και η Ρόντα έκαναν έρωτα. Και ο Νηλ οδηγούσε κεφάτος, με το ράδιο να παίζει μπήμποπ.
Ο Νηλ χάθηκε έξω απ’ τη Βαλτιμόρη, και καταλήξαμε σ’ έναν απίστευτα στενό ασφάλτινο δρόμο μέσα στο δάσος (προσπαθούσε να κόψει δρόμο). «Δεν μου μοιάζει με την 1η Οδό», είπε θλιμμένα. Μας φάνηκε πολύ αστείο. Κοντά στην Εμπόρια της Βιρτζίνια, πήραμε έναν τρελό που έκανε οτοστόπ, ο οποίος μας είπε πως ήταν Εβραίος (Χέρμπερτ Ντάιαμοντ) και ζούσε χτυπώντας τις πόρτες των Εβραϊκών οικογενειών από δω κι από κει και ζητώντας τους χρήματα. «Είμαι Εβραίος! — Δώστε μου λεφτά». «Γουστάρω!» φώναξε ο Νηλ.
Οδηγούσα εγώ όταν μπήκαμε στη Νότια Καρολίνα, η οποία ήταν επίπεδη και σκοτεινή τη νύχτα (με δρόμους που έλαμπαν στο φως των άστρων, και ολόγυρα νότια μουντάδα). Έξω από το Μομπάιλ της Αλαμπάμα, αρχίσαμε να ακούμε ήχους της Νέας Ορλεάνης, τον «Chicken, Jazz ‘n’ Gumbo» [«κοτόπουλο με τζαζ και μπάμιες»] κι άλλες εκπομπές για το μπήμποπ στο ραδιόφωνο, και ξέφρενη «αντεργκράουντ» τζαζ. Μέσα στο αυτοκίνητο, αρχίσαμε να ουρλιάζουμε από χαρά.
«Μυρίστε τους ανθρώπους!» είπε ο Νηλ σε ένα βενζινάδικο στο Αλτζίερ, πριν πάμε στο σπίτι του Μπιλ Μπάροουζ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ξέφρενη προσμονή εκείνης της στιγμής — τους σαθρούς δρόμους, τους φοίνικες, τα μεγάλα βραδινά σύννεφα πάνω από τον Μισισιπή, τα κορίτσια που περνούσαν, τα παιδιά, τις απαλές ριπές του αέρα που μας ερχόταν σαν οσμή, τη μυρωδιά των ανθρώπων και των ποταμών.
Τον αγαπώ τον Θεό.
1 Φεβρουαρίου 1949. Καλιφόρνια, από το Ρίτσμοντ στο Φρίσκο. (Πηγαίνοντας από το Ρίτσμοντ στο Φρίσκο μια βροχερή νύχτα με το Χάντσον, κακόκεφος στο πίσω κάθισμα.)
Ω, οι αγωνίες του ταξιδιού! Η πνευματικότητα του χασίς!
Είδα ότι ο Νηλ — τέλος πάντων, είδα τον Νηλ στο τιμόνι του αυτοκινήτου, σαν τέρας που κλοτσούσε και ρουφούσε τη μύτη του και γελούσε υστερικά, κάτι σαν ανθρώπινος σκύλος. Και μετά είδα τον Άλεν Γκίνσμπεργκ σαν ποιητή του 17ου αιώνα με μαύρα ρούχα να στέκεται με φόντο έναν ρεμπραντικό σκοτεινό ουρανό. Και μετά εγώ, σαν άλλος Σλιμ Γκέιλαρντ, έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο, με τα μάτια της Μπίλι Χόλιντεϊ, και πρόσφερα την ψυχή μου στον κόσμο ολόκληρο — μεγάλα, θλιμμένα μάτια, σαν τις πόρνες σ’ εκείνο το ετοιμόρροπο σαλούν στο Ρίτσμοντ. Είδα και πόσο ιδιοφυΐα ήμουν. Είδα και πόσο με μισούσε η μελαγχολική, ανέκφραστη Λουάν. Είδα πόσο ασήμαντος ήμουν γι’ αυτούς. Και είδα και το πόσο βλακώδη ήταν τα σχέδιά μου για κείνη και η προδοτική μου στάση απέναντι σε όλους τους άρρενες φίλους μου.
25 Φεβρουαρίου 1949. Νέα Υόρκη. Η θλιβερή πραγματικότητα για τις σύγχρονες μικρές πόλεις όπως το Πουκίπσι είναι ότι δεν έχουν κανένα από τα πλεονεκτήματα των μεγαλουπόλεων, αλλά έχουν όλη την ασχήμια και την μικρότητά τους. Καταθλιπτικοί δρόμοι, καταθλιπτικές ζωές. Χιλιάδες μέθυσοι στα μπαρ. Αλλά μέσα από αυτά τα ερείπια προβάλλει ένας πραγματικός Κλεόπας — ο νέγρος που συνάντησα εκεί αυτό το σαββατοκύριακο. Το μέλλον της Αμερικής ανήκει σ’ αυτούς τους νέγρους…. Τώρα το ξέρω. Αυτή η απλότητα και η ωμή δύναμη που ξεπροβάλλει από το αμερικανικό χώμα είναι που θα μας σώσει.
17 Απριλίου 1949. Περιμένω νέα από τον Ρόμπερτ Ζιρού για να αρχίσω να ξανακοιτάω το Η Κωμόπολη και η Πόλη. Έχω διάθεση για δουλειά. Επίσης, μου αρέσει η ιδέα να πηγαίνω να δουλεύω στο γραφείο του τα απογεύματα – με τον καφέ σε χάρτινα κουτιά, με τα πουκάμισα μόνο (καλά πουκάμισα, Arrow), ίσως με μια πίντα ουίσκι, με κουβεντούλα, με την ανοιξιάτικη νύχτα της μεγαλούπολης έξω από τα παράθυρα στο Χάρκορτ Μπρέις, και την οδό Μπρόντγουεϊ φωταγωγημένη.
Και τελικά το βιβλίο θα τυπωθεί, θα γίνει ένας μεγάλος μαύρος τόμος, για να δείχνει το σκοτάδι και τη μοναχική χαρά της συγγραφής του.
Κάποια στιγμή θα είμαι ευτυχισμένος από την προοπτική της υλικής μου επιτυχίας.
Στο μεταξύ, έχω πολύ καλές ιδέες για την μελλοντική επιτυχία μου στο Χόλιγουντ. Φαντάσου, να έκανα ταινία το Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου. Και την Καρδιά του σκότους, και το Πέρασμα στην Ινδία.
23 Απριλίου 1949. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μπιλ, ο Άλεν και ο Χανκ συνελήφθησαν και μπήκαν φυλακή — ο Μπιλ για ναρκωτικά στη Νέα Ορλεάνη, οι άλλοι για ληστεία στη Νέα Υόρκη.
Είναι πια καιρός να αρχίσω να δουλεύω σοβαρά το Στο Δρόμο. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, θέλω να ξεκινήσω μια νέα ζωή.
Μέσα στον επόμενο χρόνο, πρόκειται να μετακομίσουμε στο Κολοράντο — όλη η οικογένεια [ο Κέρουακ, η μητέρα του, η αδελφή του η Νιν και ο σύζυγός της ο Πολ]. Και μέσα στα επόμενα δυο χρόνια θα παντρευτώ μια νεαρή κοπέλα. Ο στόχος μου είναι να γράψω, να βγάλω χρήματα, και να αγοράσω ένα μεγάλο αγρόκτημα με σιτάρι.
Αυτό είναι το σημείο καμπής, το τέλος της «νιότης μου» και η αρχή της ωριμότητας. Τι θλιβερό.
4 Ιουλίου 1949. Ντένβερ. Σήμερα ήταν μια από τις πιο θλιβερές μέρες που έχω ζήσει ποτέ. Τόσο θλιβερή που τα μάτια μου χλόμιασαν. Το πρωί πήγαμε με το αυτοκίνητο τη μαμά στο σταθμό, μαζί με το μωρό [το ανιψάκι του Κέρουακ], που φορούσε μόνο τις πάνες του. Έκανε ζέστη. Οι δρόμοι ήταν θλιβεροί και άδειοι, παρά τη γιορτινή μέρα, και δεν υπήρχαν πυροτεχνήματα. Στο σταθμό, τσουλήσαμε το καροτσάκι του μωρού στο μαρμάρινο δάπεδο. Οι κραυγές του αναμίχθηκαν με το «βρυχηθμό του χρόνου» ψηλά στο θόλο. Έκανα έναν έλεγχο στη βαλίτσα της μητέρας μου, περιμένοντας να με στείλουν να τους πάρω κάτι από το μπαρ, αλλά απλώς καθόμασταν, μέσα στη μελαγχολία. Ο καημένος ο Πολ διάβαζε ένα τεύχος του περιοδικού Mechanix. Μετά, ήρθε το τραίνο. Τώρα που τα γράφω αυτά, είναι μεσάνυχτα, κι εκείνη βρίσκεται κάπου κοντά στην Όμαχα.
Το απόγευμα, ο Πολ, η Νιν, το μωρό κι εγώ προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα πικνίκ στη λίμνη Μπέρκλι. Αλλά το μόνο που καταφέραμε ήταν να καθόμαστε, μελαγχολικοί, κάτω από τον γκρίζο ουρανό, και να τρώμε άνοστα σάντουιτς.
Στα πυροτεχνήματα, στο Στάδιο του Πανεπιστημίου του Ντένβερ, πριν σκοτεινιάσει περίμενε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων μαζί με τα νυσταγμένα παιδιά τους. Αλλά μόλις φάνηκαν οι πρώτες φωτοβολίδες στον ουρανό αυτοί οι θλιμμένοι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν για τα σπίτια τους, πριν τελειώσει το σόου, λες κι ήταν τόσο θλιμμένοι που δεν ήθελαν πια να δουν αυτό για το οποίο περίμεναν τόση ώρα.
Αύγουστος 1949. Περπατώ στο σκοτάδι, και κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει παρά μόνο ο τρελός μου εαυτός. Θέλω να επικοινωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι στον ουρανό, και να ρωτήσω τον Μέλβιλ αν είναι ακόμη αποκαρδιωμένος, και τον Γουλφ γιατί άφησε τον εαυτό του να πεθάνει στα τριάντα οκτώ. Δεν θέλω να τα παρατήσω. Υπόσχομαι ότι δεν θα τα παρατήσω ποτέ, και ότι θα πεθάνω ουρλιάζοντας και γελώντας.
Το παιχνίδι (σόφτμπολ) στο Ντένβερ ήταν καλύτερο από όλη αυτή την αμπελοφιλοσοφία. Μέσα σ’ έναν πυρετό θλιμμένης αντίληψης, είδα πέρα από τέτοιου είδους ζήλιες.
Είχα μόλις αποχαιρετήσει τον Ρόμπερτ Ζιρού, που πήρε το αεροπλάνο για Νέα Υόρκη, και επέστρεψα από το αεροδρόμιο περπατώντας και κάνοντας οτοστόπ μέσα από την πελώρια σκοτεινή πεδιάδα, ένας κόκκος στην επιφάνεια της μελαγχολικής κόκκινης γης. Έφτασα στο φανάρι στη διασταύρωση 27ης και Γουέλτον, στη νέγρικη περιοχή του Ντένβερ.
Με τον Ζιρού, στο Σέντραλ Σίτι, είχα καταλάβει ότι το να είμαι συγγραφέας που έχει εκδώσει βιβλίο θα είναι απλώς άλλη μια θλιβερή ιστορία — όχι ότι σκόπευε να μου δείξει κάτι τέτοιο. Είδα πόσο μελαγχολικός ήταν, και κατάλαβα ότι το καλύτερο και το υψηλότερο που μπορεί να προσφέρει ο «κόσμος» ήταν στην πραγματικότητα κενό και άψυχο. Γιατί, άλλωστε, εκείνος είναι ένας σπουδαίος νεοϋορκέζος, πολυπράγμων, επιτυχημένος στα τριάντα πέντε του, ένας διάσημος νεαρός επιμελητής εκδόσεων. Του είπα ότι δεν υπήρχαν «δάφνινα στεφάνια», δηλαδή ότι ο ποιητής δεν έβρισκε καμιά έκσταση στην κοσμική φήμη, ούτε στα πλούτη, ούτε καν στην επιδοκιμασία των κριτικών. Μου απάντησε, πολύ λογικά, ότι το δάφνινο στεφάνι φοριέται μόνο τη στιγμή της συγγραφής.
Αλλά εκείνη τη νύχτα το όνειρό μου για δόξα έγινε γκρίζο, γιατί είδα ότι το καλύτερο που είχε να μου προσφέρει ο «λευκός κόσμος» δεν μου αρκούσε, δεν είχε αρκετή έκσταση, ούτε αρκετή ζωή, ούτε χαρά, ούτε γούστο, ούτε μουσική. Δεν είχε αρκετή νύχτα.
Σταμάτησα σε μια μικρή καλύβα όπου ένας άντρας πουλούσε καυτό κόκκινο τσίλι σε χάρτινα δοχεία. Αγόρασα ένα και το έφαγα καθώς περπατούσα αργά μέσα στους σκοτεινούς, μυστηριώδεις δρόμους. Θα ήθελα να ήμουν νέγρος, ή Μεξικάνος του Ντένβερ, ή ακόμη και Γιαπωνέζος, οτιδήποτε, και όχι ένας λευκός απογοητευμένος από τον «λευκό κόσμο» του. (Και όλη μου τη ζωή είχα λευκές φιλοδοξίες!)
Πέρασα δίπλα από τα σκαλιά και τις βεράντες νέγρικων και μεξικάνικων σπιτιών. Ακούγονταν απαλές φωνές, και πού και πού φαινόταν το μελαψό πόδι κάποιου μυστηριώδους, αισθησιακού κοριτσιού. Μια ομάδα μαύρων γυναικών πέρασε από κοντά μου, και μια από τις μικρότερες απομακρύνθηκε από τις άλλες, πιο μητρικές, φιγούρες, για να έρθει να μου πει «γεια σου Έντι».
Αλλά εγώ ήξερα καλά ότι δεν είχα την τύχη να είμαι ο Έντι – κάποιο λευκό αγόρι που γούσταρε τα έγχρωμα κορίτσια εδώ κάτω. Ήμουν απλά ο εαυτός μου.
Ήμουν πολύ θλιμμένος —καθώς περπατούσα μέσα στο βιολετί σκοτάδι— και ευχόμουν να μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο μου με τον κόσμο των ευτυχισμένων, αυθεντικών, εκστατικών νέγρων της Αμερικής. Όλα αυτά μου θύμισαν τον Νηλ και τη Λουάν, που είχαν μεγαλώσει εδώ κοντά. Λαχταρούσα να μεταμορφωθώ σε Έντι, σε Νηλ, σε τζαζίστα, σε νέγρο, σε οικοδόμο, σε παίκτη σόφτμπολ, σε οτιδήποτε μέσα σ’ αυτούς τους ξέφρενους, σκοτεινούς, βουερούς δρόμους της νύχτας του Ντένβερ — αρκεί να μην ήμουν πια ο χλομός, δυστυχισμένος και μουντός εαυτός μου.
Στη γωνία 23ης και Γουέλτον, το μεγάλο παιχνίδι σόφτμπολ συνεχιζόταν, κάτω από τους προβολείς, και η φωτοχυσία ήταν τόσο μεγάλη που σχεδόν φώτιζε το εσωτερικό της διπλανής δεξαμενής γκαζιού. Τι σκληρή εικόνα! Τώρα νοσταλγούσα το Gas House Kids. Σε κάθε φάση, το πλήθος βρυχιόταν. Οι αλλόκοτοι νεαροί ήρωες, κάθε είδους, λευκοί, έγχρωμοι, Μεξικάνοι, Ινδιάνοι, έπαιζαν με άκρα σοβαρότητα. Ήταν απλώς παιδιά της αλάνας με στολές, ενώ εγώ, στα κολεγιακά μου χρόνια, με τις «λευκές φιλοδοξίες» μου, έπρεπε να είμαι αθλητής επαγγελματικού τύπου. Και μόνο που το σκεφτόμουν, μισούσα τον εαυτό μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξα αρκετά αθώος ώστε να παίξω μπάλα με αυτό τον τρόπο μπροστά στις οικογένειες και τα κορίτσια της γειτονιάς — όχι, έπρεπε να είμαι ένας αλήτης του κολέγιου, να παίζω μπροστά στους συμφοιτητές μου σε στάδια, και να μπω σε αδελφότητες, και να φοράω ακριβές φόρμες, αντί για τζην και μπλουζάκια.
Μερικοί άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να εύχονται να ήταν κάτι άλλο από αυτό που είναι, μόνο και μόνο για να μπορούν να εύχονται και να ξαναεύχονται. Αυτό είναι το δικό μου άστρο. Τι είχα κάνει με τη ζωή μου, γιατί είχα κλείσει τις πόρτες σε αυτού του είδους τις πραγματικές, αγορίστικες, ανθρώπινες χαρές, τι με είχε κάνει να προσπαθώ να είμαι «διαφορετικός» απ’ όλα αυτά;
Τώρα ήταν πλέον αργά.
Απομακρύνθηκα περπατώντας προς τους βουβούς κεντρικούς δρόμους του Ντένβερ, προς το τρόλεϊ στη γωνία Κόλφαξ και Μπρόντγουεϊ, όπου είναι το μεγάλο κτίριο του Καπιτωλίου, με τον φωτισμένο θόλο του και το γρασίδι του. Περπάτησα στους άφωτους δρόμους και έφτασα στο σπίτι όπου είχα ξοδέψει τα χίλια μου δολάρια για το τίποτε, και όπου η αδελφή μου και ο γαμπρός μου καθόντουσαν και ανησυχούσαν για τα λεφτά και τη δουλειά και την ασφάλεια και όλα αυτά τα πράγματα στην κουζίνα, η οποία είχε λευκά πλακάκια.
21 Σεπτεμβρίου 1949. Νέα Υόρκη. Μετά από λίγη δουλειά στο γραφείο, ο Μπομπ Ζιρού κι εγώ φορέσαμε φράκα και πήγαμε στα Ρώσικα Μπαλέτα στη Μετροπόλιταν. Είναι η πιο εξαίσια από τις τέχνες — όταν βλέπει κανείς μπαλέτο για πρώτη φορά είναι σαν να γνωρίζει έναν παράξενο μικρούλη θάνατο. Όλα μαζί τα κορίτσια μέσα στο γαλάζιο φως μοιάζουν με όραμα. Και μοιάζουν όλα Κινεζάκια και Ρωσάκια. Με τον Μπομπ επισκεφτήκαμε τον μεγάλο χορευτή Λεόν Ντανιελιάν στο καμαρίνι του. Ο Ντανιελιάν καθόταν σε μια καρέκλα, ο απόλυτος ιμπρεσάριος του μπαλέτου, και έμοιαζε με αρχαίο Τζον Κίνγκσλαντ. Ήταν εκεί και ο Γκορ Βιντάλ με τη μητέρα του. Όλοι λένε «την συμπαθώ περισσότερο απ’ ό,τι συμπαθώ τον Γκορ». Την ομάδα μας αποτελούσαν ο Τζον Κέλι (εκατομμυριούχος των τεχνών και της Γουόλ Στρητ), ο Γκορ Βιντάλ με την κ. Βιντάλ, ο Ντανιελιάν με την αδελφή του, ο Ντον Γκέινορ —που μοιάζει με τον μοχθηρό διανοούμενο που βρίσκεται σε κάθε πάρτι στις βρετανικές ταινίες— και αργότερα ο Τζον Λατούς και ο Μπέρτζες Μέρεντιθ (που έχει πολλή πλάκα).
Ξοδέψαμε 55 δολάρια στο Μπλου Έιντζελ μόνο και μόνο για ποτά και ελαφρύ δείπνο. Την έπεσα στη Γαλλιδούλα του βεστιαρίου, και έκλεισα ραντεβού μαζί της. Τη λένε Μπέρθι – υπέροχα. Αλλά απόψε έμαθα ότι πρέπει να αλλάξω τώρα πια — καθώς είμαι τόσο πολύ «σε ζήτηση», είναι αδύνατον να δεχτώ όλες τις προσκλήσεις για γεύμα, και εξίσου αδύνατον να προσπαθήσω να επικοινωνήσω με όλο τον κόσμο, όπως έκανα πάντοτε μόνο και μόνο για το κέφι. Τώρα, θα πρέπει να αρχίσω να επιλέγω. Δεν είναι φριχτό;
Φαίνεται πως είμαι απίστευτα αφελής. «Ναι, ναι!» λέω. «Α, ναι, θα σου τηλεφωνήσω!» Και σαν επιστέγασμα, τρέχω πίσω από όποιο όμορφο κορίτσι βρω (με το φράκο μου), κλείνω ραντεβού που συμπίπτουν με ένα σωρό άλλα πράγματα — ένα χάλι μαύρο. Και, τελικά, πηγαίνω σπίτι και κοιμάμαι όλη μέρα. Με θεωρούν τρελό.
Η Μπέρθι είναι μια καυτή μικρή παριζιάνα. Θα συναντηθούμε στο Παρίσι. Είναι παντρεμένη με έναν νεοϋορκέζο, και σύντομα θα τον χωρίσει, και έχει κάτι χαριτωμένους μαυρομάτικους ενδοιασμούς που με κάνουν να θέλω να τους καταβροχθίσω.
Κάθε πράγμα στην ώρα του.
30 Νοεμβρίου 1949. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για γεγονότα, αλλά για επιφωνήματα. Γι’ αυτό ο άκρατος νατουραλισμός δεν καταφέρνει να εκφράσει τη ζωή. Ποιος θέλει τον παλιό εκείνο φωτογραφικό φακό του Ντος Πάσος; Όλοι θέλουν δράση. Έτσι πρέπει κι ο συγγραφέας, αγνοώντας τις μικρολεπτομέρειες, να φυσά και να ξεφυσά μέσα στη φωτιά της φλεγόμενης ψυχής του, και να πέφτει με τα μούτρα στη δράση.
Θα έπρεπε, άραγε, οι μυθιστοριογράφοι να γράφουν για λογικούς ανθρώπους; Όπως «Το Μέσο του Ταξιδιού» του Τρίλινγκ; Ο Τρίλινγκ έβγαλε την πιο παράλογη μάσκα που μου έτυχε ποτέ να δω: αφού έδιωξαν τον Γκίνσμπεργκ από το κολέγιο, κι αφού εγώ, επειδή είχα αναμιχθεί στην «πτώση» του, δεν μπορούσα πλέον να πατήσω πόδι στην πανεπιστημιούπολη του Κολούμπια, ο Τρίλινγκ, με τον πιο κωμικό τρόπο, άρχισε να με βλέπει στο δρόμο και να κάνει πως δεν με γνώριζε, λες και είχα κολλήσει ξαφνικά λέπρα και είχε καθήκον απέναντι στον εαυτό του, ως Φιλελεύθερος Διαφωτιστής των Διανοούμενων, να μείνει σε κάποια ασφαλή απόσταση από τις ανοιχτές σηπτικές πληγές μου. Του κουνούσα το χέρι από το απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνος προχωρούσε βιαστικά, απορροφημένος στις σκέψεις του. Τελικά, ήρθαμε αντιμέτωποι στον πάγκο ενός καφενείου, που από πίσω ήμουν εγώ κι έπλενα κάτι πιάτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Φόρεσε με δυσκολία ένα σφιγμένο χαμόγελο, πλήρωσε για τον καφέ του και τον ήπιε στα γρήγορα. Βιαζόταν τόσο πολύ να βγει από εκεί μέσα, που φεύγοντας κοπάνησε πάνω στην πόρτα.
Δεν ανέχομαι μαλακίες από τέτοια άτομα σε ό,τι αφορά τη δουλειά μου.
18 Φεβρουαρίου 1950. Σε δώδεκα μέρες, το βιβλίο μου Η Κωμόπολη και η Πόλη θα εκδοθεί, και θα εμφανιστούν οι πρώτες κριτικές. Θα γίνω, άραγε, πλούσιος, ή φτωχός; Διάσημος ή ξεχασμένος; Είμαι έτοιμος, με όπλο τη «φιλοσοφία της απλότητας» (κάτι που συνδέει τη φιλοσοφία της φτώχειας με μια εσωτερική χαρά, όπως ήμουν δηλαδή το 1947 και το 1948).
Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 1950. Τα νέα μου σχέδια για το Μάρτιο: σύντομα, μόλις πάρω τα πρώτα μου χρήματα, θα γίνω μέλος στην πρωινή ομάδα του YMCA και θα γυμνάζομαι σχεδόν κάθε μέρα. Επίσης, θα πίνω σκέτο καφέ (χωρίς κρέμα ούτε ζάχαρη). Θα κάνω έλξεις από την πόρτα (που δεν έχει καλό πιάσιμο, οπότε μπορώ να κάνω μέχρι δέκα ή έντεκα ή δώδεκα). Και θα κοιμάμαι λιγότερο. Έχω αρχίσει να γίνομαι χοντρός και νωθρός. Είναι ώρα για δράση, για μια νέα ζωή, την πραγματική μου ζωή. Σε δυο βδομάδες θα γίνω είκοσι οκτώ. Θα τρώω δυο γεύματα τη μέρα, αντί για τρία. Θα ταξιδεύω πολύ. Τέρμα η στασιμότητα. Τέρμα η θλίψη! Τέρμα το μεταφυσικό δέος! Δράση… ταχύτητα… χάρη…. Δράση! Θα γράφω με αφετηρία πραγματικές σκέψεις, κι όχι μπαγιάτικα αναμασήματα.
Στο Δρόμο θα εκφράζω περισσότερα και θα καταγράφω λιγότερα.
Πρέπει να πιστέψεις στη ζωή πριν μπορέσεις να κατορθώσεις οτιδήποτε. Αυτός είναι ο λόγος που οι στρυφνοί διπλωμάτες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με τα κανονικά ωράριά τους και τις ορθολογικές ψυχές τους, δεν έχουν προσφέρει τίποτε στην ανθρωπότητα. Γιατί να ζεις, αν όχι για την τελειότητα;
[Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
[Η φωτογραφία είναι του John Cohen]
Leave a Reply