Χαρτογραφήσεις της σιωπής
1.
Μια συζήτηση ξεκινά
μ’ ένα ψέμα. Και κάθε
ομιλητής της αποκαλούμενης κοινής γλώσσας νιώθει
σαν ογκόπαγος την αποκόλληση, την απομάκρυνση
λες κι είναι ανίσχυρος, αντιμέτωπος
με μια δύναμη της φύσης
Ένα ποίημα μπορεί να ξεκινήσει
μ’ ένα ψέμα. Και να σκιστεί.
Μια συζήτηση έχει άλλους νόμους
ανατροφοδοτείται από τη δικιά της
ψεύτικη ενέργεια, δεν μπορεί να
σκιστεί. Μπαίνει στο αίμα μας. Επαναλαμβάνεται.
Εγγράφει με την ανεπίστροφη γραφίδα της
την απομόνωση που αρνείται.
2.
Ο σταθμός που παίζει κλασική μουσική
ακούγεται όλες τις ώρες στο διαμέρισμα
το σήκωμα και πάλι το σήκωμα και γι’ άλλη
μια φορά το σήκωμα του τηλεφώνου
Οι συλλαβές που σχηματίζουν
το γνωστό κείμενο ξανά και ξανά
Η μοναξιά του ψεύτη
που ζει στο τυπικό δίκτυο του ψέματος
και παίρνει τα νούμερα για να πνίξει τον τρόμο
κάτω απ’ την ανείπωτη λέξη
3.
Η τεχνολογία της σιωπής
Τα τελετουργικά, η εθιμοτυπία
η σύγχυση των όρων
σιωπή όχι απουσία
λέξεων ή μουσικής ή ακόμη
σκέτων ήχων
Η σιωπή μπορεί να είναι ένα πλάνο
εφαρμοσμένο σχολαστικά
το προσχέδιο μιας ζωής
Είναι μια παρουσία
έχει ιστορία, μορφή
Μην την μπερδεύεις
με κανενός είδους απουσία
4.
Πόσο γαλήνιες, πόσο άκακες αρχίζουν αυτές οι λέξεις
να μου φαίνονται
παρ’ όλο που άρχισαν με θλίψη και θυμό
Μπορώ άραγε να σπάσω αυτήν τη μεμβράνη του αφηρημένου
χωρίς να πληγώσω εμένα ή εσένα;
υπάρχει αρκετός πόνος εδώ
Γι’ αυτό ακούγεται λοιπόν ο σταθμός της κλασικής ή της τζαζ;
για να δώσει ένα φόντο νοήματος στον πόνο μας;
5.
Η σιωπή που ξεγυμνώνει:
Στα Πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ του Ντράγιερ
το πρόσωπο της Φαλκονετί, με κοντά μαλλιά, ένα σπουδαίο τοπίο
που χαρτογραφείται σιωπηλά από την κάμερα
Μακάρι να υπήρχε ποίηση όπου θα μπορούσε αυτό να συμβεί
όχι ως κενά ούτε ως λέξεις
τεντωμένες σαν δέρμα πάνω από νοήματα μιας νύχτας όπου δυο άνθρωποι
μιλούσαν μέχρι την αυγή.
6.
Το ουρλιαχτό
μιας νόθας φωνής
Έχει πάψει ν’ ακούει τον εαυτό του, κι έτσι
ρωτά τον εαυτό του
Πώς υπάρχω;
Αυτή ήταν η σιωπή που ήθελα να σπάσω μέσα σου
Είχα ερωτήσεις αλλά δεν απαντούσες
Είχα απαντήσεις αλλά δεν μπορούσες να τις κάνεις τίποτε
Είναι άχρηστες για σένα, ίσως και γι’ άλλους.
7.
Ήταν παλιό το θέμα ακόμη και για μένα:
Η γλώσσα δεν μπορεί να κάνει τα πάντα―
γράψ’ το με κιμωλία στους τοίχους εκεί που οι νεκροί ποιητές
κείνται στα μαυσωλεία τους
Μακάρι στη θέληση του ποιητή το ποίημα
να μπορούσε να γίνει πράγμα
ένα γυμνό γρανιτένιο πλευρό, ένα κεφάλι σηκωμένο
που λάμπει απ’ τη δροσιά
Μακάρι να σε κοίταζε καταπρόσωπο
με μάτια γυμνά, δίχως να σ’ αφήνει να στραφείς αλλού
ώσπου εσύ, κι εγώ που ποθώ να φτιάξω αυτό το πράγμα,
να αποσαφηνιστούμε τελικά στο βλέμμα του
8.
Όχι. Αυτό το χώμα θέλω μόνο,
αυτά τα χλομιασμένα σύννεφα τα βλοσυρά, αυτές τις λέξεις
που κινούνται με ακρίβεια θηριώδη
σαν τα δάχτυλα του τυφλού παιδιού
ή σαν το στόμα του νεογέννητου
με λυσσαλέα πείνα
Κανείς δεν μπορεί να μου δώσει, έχω από καιρό
πάρει αυτήν τη μέθοδο
είτε απ’ τους σπόρους που χύνονται απ’ το χαλαρά πλεγμένο σακί
είτε από τη φλόγα του λύχνου Μπούνσεν τη χαμηλωμένη και γαλάζια
Μπορεί πότε-πότε να ζηλεύω
τους καθάριους ευαγγελισμούς των ματιών
τη θεία οπτασία
μπορεί πότε-πότε να θέλω να στραφώ
σαν τον ιεροφάντη στα Ελευσίνια Μυστήρια
κρατώντας ψηλά ένα στάχυ
για την επιστροφή στον συμπαγή και παντοτινό κόσμο
μα πάντα καταλήγω να επιλέγω
αυτές τις λέξεις, αυτούς τους ψιθύρους, συζητήσεις
απ’ όπου κάθε φορά η αλήθεια ξεπροβάλλει υγρή και πράσινη.
[μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Leave a Reply