εκεί που δεν έχω ταξιδέψει ποτέ, με χαρά πέρα
από κάθε εμπειρία, έχουν τη σιωπή τους τα μάτια σου:
στην πιο εύθραυστή σου κίνηση υπάρχουν πράγματα που με κλείνουν,
ή που δεν μπορώ ν’ αγγίξω γιατί είναι πολύ κοντά μου
το παραμικρό σου βλέμμα εύκολα μ’ ανοίγει
κι ας έχω κλείσει τον εαυτό μου σα γροθιά,
μ’ ανοίγεις πάντα πέταλο με πέταλο όπως ανοίγει η Άνοιξη
(αγγίζοντας επιδέξια, μυστηριακά) το πρώτο της ρόδο
κι αν η επιθυμία σου είναι να με κλείσεις, εγώ και
η ζωή μου θα κλείσουμε πολύ όμορφα, ξαφνικά,
όπως όταν η καρδιά αυτού του άνθους φαντάζεται
το χιόνι προσεκτικά να κατεβαίνει ολόγυρα·
τίποτε απ’ αυτά που πρόκειται να δούμε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν φτάνει
τη δύναμη της έντονης ευθραυστότητάς σου: που η υφή της
μού επιβάλλεται με το χρώμα των τόπων της,
υποβάλλοντας θάνατο κι αιωνιότητα με κάθε ανάσα
(δεν ξέρω τι είναι αυτό πάνω σου που κλείνει
κι ανοίγει· μόνο κάτι μέσα μου καταλαβαίνει πως
η φωνή των ματιών σου είναι πιο βαθιά από κάθε ρόδο)
κανείς, ούτε καν η βροχή, δεν έχει τέτοια μικρά χεράκια
[μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Κι εκεί που λες ότι θυμάσαι όλα τα ποιήματα του EE Cummings, διαβάζεις κι αυτή την ανάρτηση και μένεις με ανοιχτό το στόμα. Τι να πω; Δεν θα πω τίποτα!