[Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Κορέκτ, τ. 3 / 4, Νοέμβριος 2016.]
Είναι καθιστοί. Κοιτάζουν το φακό. Η λεζάντα αναφέρει τα ονόματά τους, από τα αριστερά προς τα δεξιά: Ζ. Ανρίκ, Ζ.-Ζ. Γκου, Φ. Σολέρς, Τζ. Κρίστεβα, Μ.-Τ. Ρεβεγιέ, Π. Γκιγιοτά, Κ. Ντεβάντ και Μ. Ντεβάντ.
Δεν αναφέρεται ποιος τράβηξε τη φωτογραφία.
Κάθονται γύρω από ένα τραπέζι. Είναι ένα κανονικό τραπέζι, φτιαγμένο από ξύλο, ίσως, ή πλαστικό, θα μπορούσε να είναι και μαρμάρινο τραπέζι με μεταλλικά πόδια, αλλά η πλήρης περιγραφή του τραπεζιού δεν θα εξυπηρετούσε απολύτως τίποτε. Το τραπέζι είναι ένα τραπέζι αρκετά μεγάλο ώστε να χωρά τα πρόσωπα που ανέφερα, και βρίσκεται σε ένα καφέ. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Ας υποθέσουμε, προς το παρόν, πως βρίσκεται σ’ ένα καφέ.
Οι οκτώ άνθρωποι που απεικονίζονται στη φωτογραφία, που ποζάρουν για τη φωτογραφία, είναι παραταγμένοι στη μια πλευρά του τραπεζιού σε ημικύκλιο, σαν ημισέληνος ή σαν ανοιγμένο πέταλο αλόγου, έτσι ώστε ο καθένας τους να φαίνεται καθαρά και ολόκληρος. Με άλλα λόγια, όλοι τους είναι στραμμένοι προς το φακό. Μπροστά τους, ή μάλλον ανάμεσα σ’ εκείνους και στον φωτογράφο (κι αυτό είναι κάπως παράξενο), υπάρχουν τρία φυτά ―ένα ροδόδεντρο, ένας φίκος κι ένα ελίχρυσο― που ξεπροβάλλουν μέσα από μια ζαρντινιέρα που μπορεί και να χρησιμεύει, αλλά αυτό είναι απλώς εικασία, ως όριο ανάμεσα σε δυο διακριτά τμήματα του καφενείου.
Η φωτογραφία, κατά πάσα πιθανότητα, τραβήχτηκε το 1977, ή εκεί γύρω.
Αλλά ας επιστρέψουμε στους απεικονιζόμενους. Στην αριστερή πλευρά έχουμε, όπως είπα, τον Ζ. Ανρίκ, δηλαδή τον συγγραφέα Ζακ Ανρίκ, γεννημένο το 1938, δημιουργό των Archées, Artaud travaillé par la Chine και Chasses. Ο Ανρίκ είναι ένας γεροδεμένος άντρας, με φαρδείς ώμους, μυώδης, μάλλον όχι ιδιαίτερα ψηλός. Φοράει ένα καρό πουκάμισο με τα μανίκια σηκωμένα κάτω απ’ τον αγκώνα. Δεν είναι αυτό που θα έλεγες όμορφος άντρας· έχει το τετράγωνο πρόσωπο ενός αγρότη ή οικοδόμου, παχιά φρύδια, και σκούρο πηγούνι, ένα από εκείνα τα πηγούνια που πρέπει να ξυρίζονται δυο φορές τη μέρα (ή τουλάχιστον έτσι λένε μερικοί). Τα πόδια του είναι σταυρωμένα και τα χέρια του ακουμπάνε στο γόνατό του.
Δίπλα του είναι ο Ζ.-Ζ. Γκου. Δεν ξέρω τίποτε για τον Ζ.-Ζ. Γκου. Μάλλον τον λένε Ζαν-Ζακ, αλλά σε αυτη την αφήγηση, για λόγους ευκολίας, θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ τα αρχικά του. Ο Ζ.-Ζ. Γκου είναι νεαρός και ξανθός. Φοράει γυαλιά. Δεν υπάρχει τίποτε το θελκτικό στο πρόσωπό του (αν και, σε σύγκριση με τον Ανρίκ, μοιάζει όχι μόνο ομορφότερος, αλλά και εξυπνότερος). Οι γραμμές του πηγουνιού του είναι συμμετρικές και τα χείλη του γεμάτα, με το κάτω χείλος λίγο παχύτερο από το άνω. Φοράει ζιβάγκο και σκούρο δερμάτινο σακάκι.
Δίπλα στον Ζ.-Ζ. είναι ο Φ. Σολέρς, Φιλίπ Σολέρς, γεννημένος το 1936, αρχισυντάκτης του περιοδικού Tel Quel, συγγραφέας των Drame, Nombres και Paradis, μια δημόσια μορφή οικεία σε όλους. Ο Σολέρς έχει σταυρωμένα τα χέρια, με το αριστερό του μπράτσο να ακουμπά στην επιφάνεια του τραπεζιού και το δεξί μπράτσο να ακουμπά στο αριστερό (και με τη δεξιά του παλάμη να αγκαλιάζει τεμπέλικα τον αριστερό του αγκώνα). Έχει στρογγυλό πρόσωπο. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι το πρόσωπο ενός χοντρού, αλλά μάλλον θα γίνει σε μερικά χρόνια: είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που απολαμβάνει ένα καλό γεύμα. Ένα ειρωνικό, έξυπνο χαμόγελο αιωρείται γύρω από τα χείλη του. Τα μάτια του, που είναι πολύ πιο ζωηρά από εκείνα του Ζ.-Ζ., και μικρότερα, παραμένουν προσηλωμένα στο φωτογραφικό φακό, και οι σακούλες από κάτω τους βοηθούν στο να αποκτήσει το στρογγυλό πρόσωπό του ένα ύφος ταυτόχρονα συλλογισμένο, κεφάτο και παιχνιδιάρικο. Σαν τον Ζ.-Ζ., φορά κι αυτός ζιβάγκο, αλλά το ζιβάγκο του Σολέρς είναι λευκό, εκτυφλωτικά λευκό, ενώ του Ζ.-Ζ. είναι μάλλον κίτρινο, ή ανοιχτό πράσινο. Πάνω από το ζιβάγκο, ο Σολέρς φορά ένα ρούχο που με μια πρώτη ματιά μοιάζει με σκουρόχρωμο δερμάτινο σακάκι, αλλά θα μπορούσε να είναι φτιαγμένο από κάποιο ελαφρύτερο υλικό, ίσως καστόρι. Είναι ο μόνος που καπνίζει.
Δίπλα στον Σολέρς είναι η Τζούλια Κρίστεβα, η Βουλγάρα σημειολόγος, η σύζυγός του. Έχει γράψει τα La Traversée des Signes, Pouvoirs de l’Horreur και Le Langage, Cet Inconnu. Είναι λεπτή, με έντονα ζυγωματικά, μαύρα μαλλιά χωρισμένα στη μέση και πιασμένα πίσω σε κότσο. Τα μάτια της είναι σκούρα και ζωηρά, ζωηρά σαν του Σολέρς, παρ’ όλο που υπάρχουν διαφορές: εκτός του ότι είναι μεγαλύτερα, εκπέμπουν μια κάποια φιλόξενη ζεστασιά (με άλλα λόγια, μια κάποια γαλήνη) που λείπει από τα μάτια του συζύγου της. Φορά ένα ζιβάγκο που είναι πολύ εφαρμοστό, αν και ο λαιμός είναι κάπως χαλαρός, κι ένα μακρύ κολιέ σε σχήμα V που τονίζει το σχήμα του κορμιού της. Με μια πρώτη ματιά θα την περνούσες για Βιετναμέζα. Μόνο που το στήθος της, καταπώς φαίνεται, είναι μεγαλύτερο από αυτό μιας μέσης Βιετναμέζας. Το χαμόγελό της είναι το μόνο που μας φανερώνει τα δόντια που κρύβονται από πίσω.
Δίπλα στην Κρίστεβα είναι η Μ.-Τ. Ρεβεγιέ. Ούτε γι’ αυτήν γνωρίζω τίποτε. Μάλλον την λένε Μαρί-Τερέζ. Ας υποθέσουμε πως είναι έτσι. Η Μαρί-Τερέζ, λοιπόν, είναι η πρώτη ως τώρα που δεν φορά ζιβάγκο. Βέβαια, ούτε ο Ανρίκ φορά ζιβάγκο, αλλά έχει κοντό λαιμό (σαν να μην έχει καν λαιμό), ενώ αντίθετα, η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ έχει μακρύ λαιμό που δεν καλύπτεται καθόλου από το σκούρο ρούχο που φοράει. Τα μαλλιά της είναι ίσια και μακριά, με χωρίστρα στη μέση, ανοιχτά καφετιά, ή ίσως ξανθά προς το μελί. Το πρόσωπό της είναι ελαφρά στραμμένο προς τα αριστερά, κι έτσι φαίνεται μια πέρλα να κρέμεται από το αυτί της, σαν αδέσποτος δορυφόρος.
Δίπλα στην Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ είναι ο Π. Γκιγιοτά, δηλαδή ο Πιερ Γκιγιοτά, γεννημένος το 1940, συγγραφέας των έργων Τάφος για πεντακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, Εδέμ, Εδέμ, Εδέμ και Πορνεία. Ο Γκιγιοτά είναι φαλακρός. Αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του. Είναι επίσης ο πιο όμορφος άντρας της ομάδας. Το φαλακρό κεφάλι του ακτινοβολεί, το κρανίο του είναι ευρύχωρο, και τα μαύρα μαλλιά στους κροτάφους του θυμίζουν πολύ τα στεφάνια από δάφνη που κοσμούσαν τα κεφάλια των νικηφόρων Ρωμαίων στρατηγών. Χωρίς ούτε να ζαρώνει ούτε να ποζάρει, έχει την έκφραση του ανθρώπου που ταξιδεύει νύχτα. Φορά δερμάτινο σακάκι, πουκάμισο και μπλουζάκι. Το μπλουζάκι (αλλά εδώ θα πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος) είναι λευκό με μαύρες οριζόντιες ρίγες και μια παχύτερη μαύρη ρίγα στη λαιμόκοψη, σαν κάτι που θα φορούσε ένα παιδί, ή ένας Σοβιετικός αλεξιπτωτιστής. Τα φρύδια του είναι στενά και έντονα. Αποτελούν το σύνορο ανάμεσα στο τεράστιο μέτωπό του και σ’ ένα πρόσωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη συγκέντρωση και την αδιαφορία. Τα μάτια είναι ερευνητικά, αλλά ίσως να δίνουν ψεύτικη εντύπωση. Τα χείλη του είναι σφιγμένα με τρόπο που ίσως να μην είναι ηθελημένος.
Δίπλα στον Γκιγιοτά είναι η Κ. Ντεβάντ. Καρολίν; Καρόλ; Κάρλα; Κολέτ; Κλοντίν; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ας πούμε, για λόγους ευκολίας, ότι λέγεται Κάρλα Ντεβάντ. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το νεαρότερο μέλος της ομάδας. Τα μαλλιά της είναι κοντά, χωρίς αφέλειες, και παρ’ όλο που η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη, είναι λογικό να υποθέσουμε πως το δέρμα της έχει μια λαδί απόχρωση που παραπέμπει σε μεσογειακή καταγωγή. Ίσως η Κάρλα Ντεβάντ να είναι από τη Νότια Γαλλία, ή την Καταλονία, ή την Ιταλία. Μόνο η Τζούλια Κρίστεβα είναι τόσο μελαχρινή, αλλά το δέρμα της Κρίστεβα ―ίσως πρόκειται για κάποιο παιχνίδισμα του φωτός― έχει μια μεταλλική, μπρούτζινη υφή, ενώ της Κάρλα Ντεβάντ είναι μεταξένιο και ελαστικό. Φοράει σκούρο πουλόβερ με στρογγυλό λαιμό, και μπλούζα. Τα χείλη και τα μάτια της προδίδουν κάτι παραπάνω από ένα ίχνος χαμόγελου: ένα σημάδι αναγνώρισης, ίσως.
Δίπλα στην Κάρλα Ντεβάντ είναι ο Μ. Ντεβάντ. Αυτός είναι πιθανώς ο συγγραφέας Μαρκ Ντεβάντ, που ήταν ακόμη μέλος της συντακτικής ομάδας του Tel Quel. Η σχέση του με την Κάρλα Ντεβάντ είναι προφανής: είναι παντρεμένοι. Θα μπορούσαν άραγε να είναι αδέρφια; Ίσως, αλλά διαφέρουν πολύ στα χαρακτηριστικά. Ο Μαρκ Ντεβάντ (δυσκολεύομαι να τον λέω Μαρκ. Θα προτιμούσα να έχω μεταφράσει αυτό το Μ σε Μαρσέλ ή Μαξ) είναι ξανθός, με φουσκωτά μάγουλα και πολύ ανοιχτόχρωμα μάτια. Επομένως, είναι πιο λογικό να υποθέσουμε πως πρόκειται για συζύγους. Για να διαφέρει, ο Ντεβάντ φοράει ζιβάγκο, σαν τον Ζ.-Ζ. Γκου, τον Σολέρς και την Κρίστεβα, και σκούρο σακάκι. Τα μάτια του είναι μεγάλα και όμορφα, και το στόμα του αποφασιστικό. Τα μαλλιά του, όπως είπα, είναι ξανθά· είναι μακριά (μακρύτερα από των άλλων αντρών) και κομψά χτενισμένα προς τα πίσω. Το μέτωπό του είναι πλατύ και ίσως ελαφρά διογκωμένο. Και έχει ένα λακκάκι στο πηγούνι, αν και αυτό μπορεί να είναι οπτική απάτη που οφείλεται στον κόκκο της φωτογραφίας. Πόσοι απ’ αυτούς κοιτάζουν κατευθείαν τον φωτογράφο; Μερικοί μόνο: ο Ζ.-Ζ. Γκου, ο Σολέρς και ο Μαρκ Ντεβάντ. Η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ και η Κάρλα Ντεβάντ κοιτάζουν προς τα αριστερά, πέρα από τον Ανρίκ. Το βλέμμα του Γκιγιοτά είναι στραμμένο ελαφρά προς τα δεξιά, προσηλωμένο σε κάποιο σημείο ένα-δυο μέτρα μακριά από τον φωτογράφο. Και η Κρίστεβα, που έχει το πιο παράξενο βλέμμα απ’ όλους, φαίνεται να κοιτάζει κατευθείαν το φακό, αλλά στην πραγματικότητα κοιτάζει την κοιλιά του φωτογράφου, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το κενό δίπλα στο γοφό του.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε χειμώνα ή φθινόπωρο, ή ίσως στις αρχές της άνοιξης, αλλά σίγουρα όχι καλοκαίρι. Ποιοι είναι οι πιο ζεστά ντυμένοι; Ο Ζ.-Ζ. Γκου, ο Σολέρς και ο Μαρκ Ντεβάντ, αναμφίβολα: φορούν σακάκια πάνω από τα ζιβάγκο τους, και μάλιστα χοντρά σακάκια, απ’ ό,τι φαίνεται, ιδίως αυτά του Ζ.-Ζ. και του Ντεβάντ. Η Κρίστεβα είναι ξεχωριστή περίπτωση: το ζιβάγκο της είναι ελαφρύ, περισσότερο κομψό παρά πρακτικό, και δεν φορά τίποτε από πάνω. Μετά έχουμε τον Γκιγιοτά. Θα μπορούσε να είναι ζεστά ντυμένος, όπως οι τέσσερις που έχω ήδη αναφέρει. Δεν φαίνεται να έχει ντυθεί ζεστά, αλλά από την άλλη είναι ο μόνος που φορά τρία πράγματα: το μαύρο δερμάτινο σακάκι, το πουκάμισο και το ριγέ μπλουζάκι. Θα τον φανταζόταν κανείς να φορά τα ίδια ρούχα ακόμη κι αν η φωτογραφία είχε τραβηχτεί καλοκαίρι. Είναι πιθανό. Το μόνο που μπορούμε να πούμε στα σίγουρα είναι πως ο Γκιγιοτά είναι ντυμένος σαν να πρόκειται να πάει κάπου αλλού αμέσως μετά. Όσο για την Κάρλα Ντεβάντ, βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Η μπλούζα της, που το κολάρο της ξεπροβάλλει μέσα από το λαιμό του πουλόβερ της, μοιάζει απαλή και ζεστή· το πουλόβερ είναι σπορ, αλλά καλής ποιότητας, ούτε πολύ βαρύ ούτε πολύ ελαφρύ. Τέλος, έχουμε τον Ζακ Ανρίκ και την Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ. Ο Ανρίκ προφανώς είναι από τους άντρες που δεν καταλαβαίνουν από κρύο, αν και το πουκάμισό του, απ’ αυτά που φοράνε οι Καναδοί ξυλοκόποι, μοιάζει αρκετά ζεστό. Και η λιγότερο ζεστά ντυμένη απ’ όλους είναι η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ. Κάτω από το ελαφρύ, πλεχτό πουλόβερ με λαιμό V που φοράει, υπάρχουν μόνο τα στήθη της, υποστηριγμένα από ένα μαύρο ή άσπρο σουτιέν.
Όλοι τους, λίγο-πολύ ζεστά ντυμένοι, και απαθανατισμένοι από τη φωτογραφική μηχανή εκείνη τη στιγμή το 1977, ή κάπου εκεί, είναι φίλοι, και κάποιοι είναι και εραστές. Πρώτα απ’ όλα ο Σολέρς και η Κρίστεβα, προφανώς, και οι δυο Ντεβάντ, ο Μαρκ και η Κάρλα. Αυτά, θα μπορούσαμε να πολυ΄με, είναι τα σταθερά ζευγάρια. Κι όμως, υπάρχουν κάποια στοιχεία στη φωτογραφία (κάτι σχετικά με τη διάταξη των αντικειμένων, με το απολιθωμένο, μουσικό ροδόδεντρο, με δύο από τα φύλλα του να εισβάλλουν στο χώρο του φίκου σαν σύννεφα μέσα σε σύννεφο, το χορτάρι που φυτρώνει στη ζαρντινιέρα, μοιάζοντας περισσότερο με φωτιά παρά με χορτάρι, το ελίχρυσο να γέρνει παιχνιδιάρικα προς τα αριστερά, τα ποτήρια στο κέντρο του τραπεζιού, μακριά από τις άκρες, εκτός από αυτό της Κρίστεβα, λες κι οι άλλοι φοβούνταν μήπως τους πέσουν), που υπονοούν ένα πιο περίπλοκο και ανεπαίσθητο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτούς τους άντρες και σ’ αυτές τις γυναίκες.
Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, τον Ζ.-Ζ. Γκου, ο οποίος μας κοιτάζει μέσα από τα χοντρά γυαλιά του, που μοιάζουν με γυαλιά κατάδυσης.
Η θέση του στη φωτογραφία είναι για μια στιγμή κενή, και τον βλέπουμε να περπατά κατά μήκος της Οδού Ιατρικής Σχολής με τα βιβλία υπό μάλης, φυσικά, δύο βιβλία, ώσπου βγαίνει στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν. Εκεί στρέφει τα βήματά του προς το σταθμό Μαμπιγιόν του μετρό, αλλά πρώτα σταματά μπροστά σ’ ένα μπαρ, κοιτάζει την ώρα, μπαίνει μέσα και παραγγέλνει ένα κονιάκ. Μετά από λίγο, ο Ζ.-Ζ. απομακρύνεται από την μπάρα και κάθεται σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Τι κάνει; Ανοίγει ένα βιβλίο. Δεν μπορούμε να δούμε τι βιβλίο είναι, αλλά ξέρουμε ότι δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Κάθε είκοσι δευτερόλεπτα περίπου, σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει έξω στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν, με βλέμμα κάθε φορά και πιο μελαγχολικό. Βρέχει, και οι περαστικοί περπατούν βιαστικά κάτω από τις ομπρέλες τους. Τα ξανθά μαλλιά του Ζ.-Ζ. δεν είναι βρεγμένα, και από αυτό μπορούμε να συνάγουμε ότι άρχισε να βρέχει αφού εκείνος είχε μπει στο μπαρ. Σκοτεινιάζει. Ο Ζ.-Ζ. παραμένει καθιστός, και τώρα ο λογαριασμός του περιέχει δύο κονιάκ και δύο καφέδες. Πλησιάζοντάς τον, βλέπουμε ότι οι μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια του μοιάζουν με πολεμική ζώνη. Δεν έχει βγάλει καθόλου τα γυαλιά του. Το θέαμα που παρουσιάζει είναι θλιβερό. Μετά από πολύ μεγάλη αναμονή, ξαναβγαίνει στο δρόμο, όπου τον πιάνει ρίγος, μάλλον από το κρύο. Για μια στιγμή στέκεται ακίνητος στο πεζοδρόμιο, κοιτάζει και προς τις δυο κατευθύνσεις του δρόμου, και μετά αρχίζει να περπατά προς το σταθμό Μαμπιγιόν. Όταν φτάνει στην είσοδο, περνάει τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του αρκετές φορές, σαν να έχει ξαφνικά συνειδητοποιήσει ότι τα μαλλιά του είναι ανακατωμένα, παρ’ όλο που δεν είναι. Μετά κατεβαίνει τα σκαλιά, και η ιστορία τελειώνει ή παγώνει σε ένα κενό χώρο όπου οι εικόνες αργοσβήνουν. Ποιον περίμενε ο Ζ.-Ζ, Γκου; Κάποιον με τον οποίο είναι ερωτευμένος; Κάποιον με τον οποίο ήλπιζε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ; Και τι επιπτώσεις είχε στη λεπτεπίλεπτη ευαισθησία του το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε;
Ας υποθέσουμε ότι το πρόσωπο που δεν εμφανίστηκε ήταν ο Ζακ Ανρίκ. Ενώ ο Ζ.-Ζ, τον περίμενε, ο Ανρίκ ήταν καβάλα σε μια μοτοσικλέτα Χόντα 250 κ.εκ. και πήγαινε προς την είσοδο της πολυκατοικίας όπου μένουν οι Ντεβάντ. Αλλά όχι. Αυτό είναι αδύνατον. Ας φανταστούμε ότι ο Ανρίκ απλά καβάλησε τη Χόντα του και άρχισε να βολτάρει μέσα σε ένα αόριστα λογοτεχνικό, αόριστα ασταθές Παρίσι, και ότι η απουσία του σε αυτή την περίπτωση είναι στρατηγική, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε με τις ερωτικές απουσίες.
Ας δούμε λοιπόν ξανά τα ζευγάρια. Κάρλα Ντεβάντ και Μαρκ Ντεβάντ. Σολέρς και Κρίστεβα. Ζ.-Ζ. Γκου και Ζακ Ανρίκ. Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ και Πιερ Γκιγιοτά. Και ας σκηνοθετήσουμε τη νύχτα. Ο Ζ.-Ζ. Γκου κάθεται και διαβάζει ένα βιβλίο που ο τίτλος του δεν μας ενδιαφέρει, σε ένα μπαρ στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν· το ζιβάγκο του δεν αφήνει το δέρμα του να αναπνεύσει, αλλά δεν νιώθει ακόμη ιδιαίτερη δυσφορία. Ο Ανρίκ είναι ξάπλα στο κρεβάτι του, μισοντυμένος, καπνίζει και κοιτάζει το ταβάνι. Ο Σολέρς είναι κλεισμένος στο γραφείο του και γράφει (ροδαλά βολεμένος και ζεστός μέσα στο ζιβάγκο του). Η Τζούλια Κρίστεβα είναι στο πανεπιστήμιο. Η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ περπατά στη λεωφόρο Φρίντλαντ κοντά στη διασταύρωση με την οδό Μπαλζάκ, με τους προβολείς των αυτοκινήτων να λούζουν το πρόσωπό της με φως. Ο Γκιγιοτά είναι σε ένα μπαρ στην οδό Λασεπέντ, κοντά στο Βοτανικό Κήπο και πίνει μαζί με κάτι φίλους. Η Κάρλα Ντεβάντ είναι στο διαμέρισμά της και κάθεται σε μια καρέκλα στην κουζίνα χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Ο Μαρκ Ντεβάντ είναι στο γραφείο του περιοδικού Tel Quel και μιλά ευγενικά στο τηλέφωνο με έναν από τους ποιητές που θαυμάζει και ταυτόχρονα μισεί περισσότερο απ’ όλους. Σε λίγο ο Σολέρς και η Κρίστεβα θα είναι μαζί και θα διαβάζουν μετά το δείπνο. Δεν θα κάνουν έρωτα απόψε. Σε λίγο η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ και ο Γκιγιοτά θα είναι μαζί στο κρεβάτι, κι εκείνος θα τη σοδομίσει. Θα αποκοιμηθούν στις πέντε το πρωί, αφού ανταλλάξουν μερικές κουβέντες μέσα στο μπάνιο. Σε λίγο η Κάρλα Ντεβάντ και ο Μαρκ Ντεβάντ θα είναι μαζί, κι εκείνη θα φωνάξει, κι εκείνος θα φωνάξει, και εκείνη θα πάει στο μπάνιο και μετά θα πάρει ένα μυθιστόρημα, οποιοδήποτε από τα πολλά που είναι ακουμπισμένα στο κομοδίνο της, κι εκείνος θα καθίσει στο γραφείο του και θα προσπαθήσει να γράψει, αλλά δεν θα μπορέσει. Η Κάρλα θα αποκοιμηθεί στη μία, ο Μαρκ στις δυόμισι, και θα προσπαθήσουν να μην αγγίζουν ο ένας τον άλλο. Σε λίγο ο Ζακ Ανρίκ θα κατέβει στο υπόγειο γκαράζ, θα καβαλήσει τη Χόντα του και θα βγει έξω στους κρύους δρόμους του Παρισιού, κρυώνοντας κι ο ίδιος, ένας άνθρωπος που δίνει μορφή στο πεπρωμένο του, και γνωρίζει, ή τουλάχιστον πιστεύει, ότι είναι τυχερός. Είναι το μόνο μέλος της ομάδας που θα δει τη μέρα να χαράζει, καθώς και την ολέθρια απομόνωση των νυχτερινών περιπλανώμενων, καθένας τους ένα αινιγματικό γράμμα σ’ ένα φανταστικό αλφάβητο. Σε λίγο ο Ζ.-Ζ. Γκου, που ήταν ο πρώτος που αποκοιμήθηκε, θα δει ένα όνειρο στο οποίο θα εμφανιστεί μπροστά του μια φωτογραφία, και θα ακούσει μια φωνή να τον προειδοποιεί για την παρουσία του Διαβόλου και για έναν κακό θάνατο. Θα ξυπνήσει μ’ ένα τίναγμα από αυτό τον ακουστικό εφιάλτη και δεν θα μπορέσει να ξανακοιμηθεί όλη νύχτα.
Η μέρα χαράζει και η φωτογραφία φωτίζεται και πάλι. Η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ και η Κάρλα Ντεβάντ κοιτάζουν αριστερά, προς κάποιο αντικείμενο πέρα από τους μυώδεις ώμους του Ανρίκ. Στο βλέμμα της Κάρλας υπάρχει αναγνώριση, ή αποδοχή: αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το ελαφρύ χαμόγελό της και τα μειλίχια μάτια της. Το βλέμμα της Μαρί-Τερέζ, όμως, είναι διαπεραστικό: τα χείλη της είναι μισάνοιχτα, σαν να δυσκολεύεται να ανασάνει, και τα μάτια της προσπαθούν να κοιτάξουν (προσπαθούν, χωρίς επιτυχία, να καρφώσουν) το αντικείμενο της προσοχής της, το οποίο πιθανώς κινείται. Οι γυναίκες κοιτάζουν προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά είναι φανερό ότι έχουν εντελώς διαφορετική συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε αυτό που βλέπουν. Η γλυκύτητα της Κάρλας μπορεί να οφείλεται σε άγνοια. Η ανασφάλεια της Μαρί-Τερέζ, το αμυντικό αλλά βλοσυρό και ανακριτικό βλέμμα της, ίσως είναι αποτέλεσμα της ξαφνικής απόπτωσης αρκετών στιβάδων εμπειρίας.
Όπου να ‘ναι, ο Ζ.-Ζ. Γκου θα αρχίσει να κλαίει. Η φωνή που τον προειδοποίησε για την παρουσία του Διαβόλου ηχεί ακόμη, έστω και αμυδρά, στα αυτιά του. Δεν κοιτάζει όμως στα αριστερά, προς το αντικείμενο που έχει τραβήξει την προσοχή των γυναικών, αλλά κατευθείαν στο φακό, και ένα απειροελάχιστο χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του, ένα επίδοξο ειρωνικό χαμόγελο που προς το παρόν έχει περιοριστεί στην ασφαλέστερη σφαίρα της αταραξίας.
Όταν πέσει ξανά η νύχτα στη φωτογραφία, ο Ζ.-Ζ. Γκου θα πάει απευθείας στο διαμέρισμά του, θα φτιάξει ένα σάντουιτς, θα δει τηλεόραση για δεκαπέντε λεπτά ακριβώς, ούτε ένα παραπάνω, και μετά θα καθίσει σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι και θα τηλεφωνήσει στον Φιλίπ Σολέρς. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει πέντε φορές και ο Ζ.-Ζ. θα κατεβάσει αργά το ακουστικό με το δεξί του χέρι, και θα σηκώσει το αριστερό στα χείλη του και θα τα αγγίξει με δυο δάχτυλα, σαν να θέλει να σιγουρευτεί ότι βρίσκεται ακόμα εκεί, ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται εκεί είναι εκείνος, μέσα σε ένα σαλόνι που δεν είναι ούτε πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό, γεμάτο βιβλία, και σκοτεινό.
Όσο για την Κάρλα Ντεβάντ, που έχει χάσει το συγκαταβατικό της χαμόγελο, θα τηλεφωνήσει στην Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ, η οποία θα το σηκώσει αφού χτυπήσει τρεις φορές. Με έμμεσο τρόπο, θα μιλήσουν για πράγματα για τα οποία στην πραγματικότητα δεν θέλουν καθόλου να μιλήσουν, και κανονίζουν να συναντηθούν σε τρεις μέρες σ’ ένα καφέ στην οδό Γκαλάντ. Απόψε η Μαρί-Τερέζ θα βγει μόνη της, όχι σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, και η Κάρλα θα κλειστεί στο δωμάτιό της μόλις ακούσει το κλειδί του Μαρκ Ντεβάντ να μπαίνει στην κλειδαριά. Αλλά προς το παρόν δεν θα συμβεί τίποτε τραγικό. Ο Μαρκ Ντεβάντ θα διαβάσει ένα δοκίμιο κάποιου Βούλγαρου γλωσσολόγου· ο Γκιγιοτά θα πάει να δει μια ταινία του Ζακ Ριβέτ· η Τζούλια Κρίστεβα θα μείνει ξύπνια ως αργά και θα διαβάζει· ο Φιλίπ Σολέρς θα μείνει ξύπνιος ως αργά και θα γράφει, και δεν θα πουν λέξη με τη γυναίκα του, απορροφημένοι κι οι δυο στις μελέτες τους· ο Ζακ Ανρίκ θα καθίσει μπροστά στη γραφομηχανή του, αλλά δεν θα του έρθει καμιά ιδέα, κι έτσι είκοσι λεπτά αργότερα θα φορέσει το δερμάτινο σακάκι και τις μπότες του, θα κατέβει στο υπόγειο γκαράζ και θα ψάξει να βρει τη Χόντα του· για κάποιο λόγο, τα φώτα στο γκαράζ δεν λειτουργούν, αλλά ο Ανρίκ θυμάται πού έχει αφήσει τη μηχανή του, κι έτσι περπατά μέσα στο σκοτεινό γκαράζ σαν μέσα στην κοιλιά κάποιου κήτους, χωρίς κανενός είδους φόβο, ώσπου στα μισά της διαδρομής ακούει έναν ασυνήθιστο θόρυβο (δηλαδή όχι κάποιο χτύπημα στις σωλήνες, ούτε κάποια πόρτα αυτοκινήτου που ανοίγει ή κλείνει), και σταματά, χωρίς στ’ αλήθεια να καταλαβαίνει γιατί, και στήνει αυτί, αλλά ο θόρυβος δεν επαναλαμβάνεται, και τώρα η σιωπή είναι απόλυτη.
Και μετά η νύχτα τελειώνει (ή τουλάχιστον ένα μικρό, διαχειρίσιμο τμήμα της) και το φως τυλίγει τη φωτογραφία σαν φλεγόμενος επίδεσμος, και να τος πάλι, ο Πιερ Γκιγιοτά, σχεδόν οικεία παρουσία τώρα πια, με το ισχυρό, γυαλιστερό φαλακρό κεφάλι του και το δερμάτινο σακάκι του, το σακάκι ενός αναρχικού ή κομισάριου από τον ισπανικό εμφύλιο, και το πλάγιο βλέμμα του που φεύγει προς τα δεξιά, σαν να κοιτάζει το χώρο πίσω από τον φωτογράφο, λες και εστιάζει σε κάποιον στη μπάρα ή εκεί κοντά, ίσως, όρθιο ή καθισμένο σε σκαμνί, κάποιον με την πλάτη γυρισμένη στον Γκιγιοτά ο οποίος δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του εκτός κι αν, πράγμα αρκετά πιθανό, υπάρχει καθρέφτης πίσω από την μπάρα. Μπορεί να είναι γυναίκα. Μια νεαρή γυναίκα, ίσως. Ο Γκιγιοτά κοιτάζει το είδωλό της στον καθρέφτη και κοιτάζει και το σβέρκο της. Το βλέμμα του, όμως, είναι πολύ λιγότερο έντονο από το βλέμμα αυτής της γυναίκας, το οποίο αφήνει να ξεχύνεται μια άβυσσος. Εδώ μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε ότι, ενώ ο Γκιγιοτά κοιτάζει κάποια άγνωστη, η Μαρί-Τερέζ και η Κάρλα κοιτάζουν κάποιον άντρα τον οποίο γνωρίζουν, αν και, όπως συμβαίνει συνήθως (ή αναπόφευκτα, εδώ που τα λέμε), ο τρόπος με τον οποίο τον βλέπουν είναι εντελώς διαφορετικός.
Ας αποκαλέσουμε αυτά τα δυο πρόσωπα έξω από το κάδρο της φωτογραφίας Χ και Ψ. Χ είναι η γυναίκα στο μπαρ. Ψ είναι ο άντρας που γνωρίζουν η Μαρί-Τερέζ και η Κάρλα. Δεν τον γνωρίζουν και πολύ καλά, βέβαια. Από το βλέμμα της Κάρλας (που δεν είναι μόνο μειλίχιο αλλά και προστατευτικό) μπορούμε να συμπεράνουμε πως είναι νεαρός, αν και από το βλέμμα της Μαρί-Τερέζ μπορούμε επίσης να συμπεράνουμε πως είναι πιθανώς επικίνδυνο άτομο. Ποιος άλλος γνωρίζει τον Ψ; Κανείς, ή τουλάχιστον τίποτε δεν δείχνει ότι η παρουσία του ενδιαφέρει κανέναν από τους υπόλοιπους. Μπορεί να είναι κάποιος νέος συγγραφέας που κάποια στιγμή προσπάθησε να δημοσιεύσει κάποιο έργο του στο Tel Quel· μπορεί να είναι κάποιος νέος δημοσιογράφος από τη Νότια Αμερική, όχι, από την Κεντρική Αμερική, που κάποια στιγμή προσπάθησε να γράψει ένα κείμενο για την ομάδα. Μπορεί κάλλιστα να είναι ένας φιλόδοξος νεαρός. Αν πρόκειται για κάποιον Κεντροαμερικανό στο Παρίσι, τότε, εκτός από φιλόδοξος, μπορεί να είναι και πικρόχολος. Από τους ανθρώπους που κάθονται γύρω από το τραπέζι, γνωρίζει μόνο την Μαρί-Τερέζ, την Κάρλα, τον Σολέρς και τον Μαρκ Ντεβάντ. Ας πούμε ότι κάποτε επισκέφτηκε το γραφείο του Tel Quel και γνώρισε αυτούς τους τέσσερις. (Επίσης κάποτε αντάλλαξε χειραψία με τον Μαρσελέν Πλενέ, αλλά ο Πλενέ δεν είναι στη φωτογραφία.) Τους άλλους τους βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του, ή ίσως (στην περίπτωση του Γκιγιοτά και του Ζακ Ανρίκ) τους έχει δει μόνο σε φωτογραφία στα βιβλία τους. Μπορούμε να φανταστούμε τον νεαρό Κεντροαμερικανό, πεινασμένο και πικρόχολο, στο γραφείο του Tel Quel, και μπορούμε να φανταστούμε τον Φιλίπ Σολέρς και τον Μαρκ Ντεβάντ να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην απορία και την αδιαφορία καθώς τον ακούν, και μπορούμε επίσης να φανταστούμε ότι εντελώς τυχαία βρίσκεται εκεί και η Κάρλα Ντεβάντ· έχει έρθει να δει τον σύζυγό της, έχει φέρει κάποια χαρτιά που ο Μαρκ τα ξέχασε στο γραφείο του στο σπίτι, βρίσκεται εκεί γιατί δεν άντεχε άλλο να είναι μόνη στο διαμέρισμα, κ.λπ. Αυτό που δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να φανταστούμε (ούτε να δικαιολογήσουμε) είναι η παρουσία της Μαρί-Τερέζ στο γραφείο. Είναι η σύντροφος του Γκιγιοτά, δεν δουλεύει για το Tel Quel, και δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται εκεί. Κι όμως, βρίσκεται, και εκεί γνωρίζει τον νεαρό Κεντροαμερικανό. Βρίσκεται άραγε εκεί αυτή τη μέρα χάρη στην Κάρλα Ντεβάντ; Έχει άραγε κανονίσει η Κάρλα να συναντηθεί με την Μαρί-Τερέζ στο γραφείο γιατί ξέρει ότι ο Μαρκ δεν θα γυρίσει μαζί της στο σπίτι; Ή μήπως η Μαρί-Τερέζ έχει έρθει εκεί για να συναντήσει κάποιον άλλο; Ας επιστρέψουμε διακριτικά σε εκείνο το απόγευμα που ο Κεντροαμερικανός ήρθε στο γραφείο της οδού Ζακόμπ για να υποβάλει τα σέβη του.
Είναι το τέλος της εργάσιμης μέρας. Η γραμματέας έχει ήδη πάει στο σπίτι της, και όταν χτυπάει το κουδούνι, αυτός που ανοίγει την πόρτα και υποδέχεται τον επισκέπτη χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια είναι ο Μαρκ Ντεβάντ. Ο Κεντροαμερικανός περνάει το κατώφλι και ακολουθεί τον Μαρκ Ντεβάντ σε ένα γραφείο στο τέρμα του διαδρόμου. Αφήνει μια γραμμή από σταγόνες πίσω του πάνω στο ξύλινο πάτωμα, παρ’ όλο που έχει σταματήσει να βρέχει εδώ και αρκετή ώρα. Ο Ντεβάντ, βέβαια, αγνοεί αυτήν τη λεπτομέρεια· περπατά μπροστά του, μιλώντας για κάτι άσχετο ―τον καιρό, χρήματα, δουλειές― με μια κομψότητα που φαίνεται πως μόνο ορισμένοι Γάλλοι την διαθέτουν. Στο γραφείο, που είναι ευρύχωρο και περιέχει τραπέζι, αρκετές καρέκλες, δυο πολυθρόνες και ράφια γεμάτα βιβλία και περιοδικά, περιμένει ο Σολέρς, και μόλις γίνονται οι συστάσεις, ο Κεντροαμερικανός τον χαιρετίζει ως ιδιοφυΐα και ως ένα από τα σπουδαιότερα μυαλά του αιώνα, μια φιλοφρόνηση αρκετά συνηθισμένη σε ορισμένες χώρες της τροπικής ζώνης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η οποία όμως, εδώ στο γραφείο του Tel Quel και στα αυτιά του Φιλίπ Σολέρς, φαντάζει σχεδόν εξωφρενική. Μάλιστα, στο άκουσμα αυτής της δήλωσης του Κεντροαμερικανού, το βλέμμα του Σολέρς συναντά το βλέμμα του Ντεβάντ, και αναρωτιούνται κι οι δυο μήπως πρόκειται για κάποιον παράφρονα. Βαθιά μέσα του, όμως, ο Σολέρς συμφωνεί κατά ογδόντα τοις εκατό με τους επαίνους του Κεντροαμερικανού, κι έτσι, μόλις φεύγει από το μυαλό του η ιδέα ότι ο επισκέπτης τους μπορεί να τους ειρωνεύεται, η συζήτηση συνεχίζεται σε φιλικό κλίμα, τουλάχιστον για λίγο. Ο Κεντροαμερικανός μιλά για την Τζούλια Κρίστεβα (κλείνει το μάτι στον Σολέρς όταν αναφέρει το όνομα της διάσημης Βουλγάρας), μιλά για τον Μαρσελέν Πλενέ (τον οποίο έχει ήδη γνωρίσει) και για τον Ντενί Ρος (του οποίο το έργο ισχυρίζεται ότι μεταφράζει). Ο Ντεβάντ τον ακούει με ελαφρά σαρκαστικό χαμόγελο. Ο Σολέρς ακούει, γνέφοντας πότε-πότε, με την ανία του να μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Ξαφνικά, ακούγονται βήματα στο διάδρομο. Ανοίγει η πόρτα. Εμφανίζεται η Κάρλα Ντεβάντ με στενό κοτλέ παντελόνι, ίσια παπούτσια, και με ένα μελαγχολικό χαμόγελο στο όμορφο μεσογειακό πρόσωπό της. Ο Μαρκ Ντεβάντ σηκώνεται από την καρέκλα του· για λίγο, το ζευγάρι ψιθυρίζει ερωταποκρίσεις. Ο Κεντροαμερικανός έχει σωπάσει· ο Σολέρς ξεφυλλίζει μηχανικά ένα εγγλέζικο περιοδικό. Μετά η Κάρλα και ο Μαρκ διασχίζουν το γραφείο (με την Κάρλα να κάνει μικρά, διστακτικά βήματα, κρατώντας το μπράτσο του άντρα της), και ο Κεντροαμερικανός σηκώνεται, συστήνεται και την χαιρετά με δουλοπρέπεια. Η συζήτηση αμέσως συνεχίζεται, αλλά η φλυαρία του Κεντροαμερικανού ξεφεύγει προς νέα κατεύθυνση, δυστυχώς γι’ αυτόν (αλλάζει το θέμα από τη λογοτεχνία στην απαράμιλλη ομορφιά των Γαλλίδων), οπότε ο Σολέρς χάνει εντελώς το ενδιαφέρον του. Λίγο αργότερα, η συνάντηση ολοκληρώνεται: ο Σολέρς κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως είναι αργά· ο Ντεβάντ συνοδεύει τον Κεντροαμερικανό στην πόρτα, του σφίγγει το χέρι, και ο επισκέπτης, αντί να περιμένει το ασανσέρ, κατεβαίνει γρήγορα τη σκάλα. Στον δεύτερο όροφο, πέφτει πάνω στην Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ. Ο Κεντροαμερικανός μονολογεί στα ισπανικά, όχι μουρμουρίζοντας, αλλά δυνατά. Καθώς οι πορείες τους συναντιούνται, η Μαρί-Τερέζ προσέχει το οργισμένο του βλέμμα. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο. Ζητούν και οι δυο συγγνώμη. Κοιτάζονται ξανά (κι αυτό είναι περίεργο, να συναντιούνται ξανά τα βλέμματα μετά από τη συγγνώμη), κι αυτό που βλέπει στο πρόσωπό του, κάτω από τη βολική μάσκα της πικρίας, είναι μια πηγή απ’ όπου αναβλύζει ένας αφόρητος φόβος.
Ο Κεντροαμερικανός, λοιπόν, ο Ψ, βρίσκεται στο καφέ όταν τραβιέται αυτή η φωτογραφία, και η Κάρλα με την Μαρί-Τερέζ τον έχουν αναγνωρίσει, τον θυμούνται· ίσως να έχει μόλις φτάσει, ίσως να πέρασε κοντά από το τραπέζι όπου καθόταν η ομάδα και να τους χαιρέτησε, αλλά, εκτός από τις δυο γυναίκες, οι άλλοι να μην είχαν ιδέα ποιος ήταν· αυτό συμβαίνει συχνά, βέβαια, αλλά είναι κάτι που ο Κεντροαμερικανός δεν μπορεί να το αποδεχτεί με ηρεμία. Βρίσκεται στα αριστερά της ομάδας, με κάποιους Κεντροαμερικανούς φίλους του, ή ίσως περιμένοντας να έρθουν, και βαθιά μέσα του κοχλάζει η οργή, η οποία τροφοδοτείται από προσβολές και μνησικακίες, και επιδεινώνεται από την πικρία και το ψύχος της Πόλης του Φωτός. Η εμφάνισή του, όμως, είναι διφορούμενη: κάνει την Κάρλα Ντεβάντ να νιώθει σαν προστατευτική μεγαλύτερη αδελφή, ή καλόγρια σε ιεραποστολή στην Αφρική, αλλά επιδρά στην Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ σαν μαγνήτης και της προκαλεί έναν αόριστο ερωτικό πόθο.
Και μετά η νύχτα πέφτει ξανά και η φωτογραφία αδειάζει ή χάνεται κάτω από μια μουντζούρα γραμμών που χαράζει ο μηχανισμός της νύχτας, και ο Σολέρς γράφει στο γραφείο του, και η Κρίστεβα γράφει στο δικό της γραφείο ακριβώς δίπλα ―ηχομονωμένα γραφεία, έτσι ώστε να μην ακούει ο ένας τον άλλο να γράφει στη γραφομηχανή του, για παράδειγμα, ή να σηκώνεται για να συμβουλευτεί ένα βιβλίο, ή να βήχει, ή να μονολογεί― και η Κάρλα και ο Μαρκ Ντεβάντ φεύγουν από έναν κινηματογράφο (έχοντας δει μια ταινία του Ριβέτ) και δεν μιλιούνται, αν και δυο-τρεις φορές ο Μαρκ, και μετά η Κάρλα, που μοιάζει πιο αφηρημένη, χαιρετούν κάποιους γνωστούς τους, και ο Ζ.-Ζ. Γκου ετοιμάζει το δείπνο του, ένα λιτό δείπνο που περιλαμβάνει ψωμί, πατέ, τυρί κι ένα ποτήρι κρασί, και ο Γκιγιοτά γδύνει την Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ και την ρίχνει στον καναπέ με μια βίαιη σπρωξιά την οποία η Μαρί-Τερέζ πιάνει στον αέρα σαν να έπιανε μια πεταλούδα διαύγειας με ένα δίχτυ διαύγειας, και ο Ανρίκ φεύγει από το διαμέρισμά του, κατεβαίνει στο γκαράζ και σταματά και πάλι καθώς τα φώτα σβήνουν, πρώτα εκείνα που βρίσκονται κοντά στην μεταλλική συρόμενη πόρτα που οδηγεί στο δρόμο, και μετά τα υπόλοιπα, ώσπου μένει μοναχά το φως στην άλλη άκρη να φωτίζει την πολύχρωμη Χόντα του τρεμοσβήνοντας ανήμπορο, και μετά σβήνει κι αυτό. Και ο Ανρίκ φαντάζεται ότι η μοτοσικλέτα του μοιάζει με Ασσύριο θεό, αλλά προς το παρόν τα πόδια του αρνούνται να περπατήσουν μέσα στο σκοτάδι, και η Μαρί-Τερέζ κλείνει τα μάτια και ανοίγει τα πόδια της, το ένα πέλμα στον καναπέ, το άλλο στο πάτωμα, ενώ ο Γκιγιοτά μπαίνει μέσα της, το σλιπάκι της είναι κατεβασμένο στα μπούτια της, κι εκείνος την αποκαλεί πουτανάκι του και τη ρωτάει τι έκανε κατά τη διάρκεια της μέρας, τι της συνέβη, σε ποιους δρόμους τριγύριζε, και ο Ζ.-Ζ. Γκου κάθεται στο τραπέζι και απλώνει πατέ σε ένα κομμάτι ψωμί και το φέρνει στο στόμα και μασάει, πρώτα από τη δεξιά μεριά, μετά από την αριστερή, αβίαστα, με ένα βιβλίο του Ρομπέρ Πινζέ δίπλα του ανοιγμένο στη δεύτερη σελίδα και με την τηλεόραση κλειστή αλλά με την οθόνη της να καθρεφτίζει τη σκηνή, έναν άντρα μόνο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα να μοιάζει σκεφτικός και αφηρημένος, και η Κάρλα Ντεβάντ και ο Μαρκ Ντεβάντ κάνουν έρωτα, με την Κάρλα από πάνω, φωτισμένη μόνο από το φως του διαδρόμου, ένα φως που συνήθως το αφήνουν ανοιχτό, και η Κάρλα βογκά και προσπαθεί να μην κοιτάζει το πρόσωπο του άντρα της, τα ξανθά μαλλιά του που τώρα είναι ανακατωμένα, τα ανοιχτόχρωμα μάτια του, το πλατύ και ατάραχο πρόσωπό του, τα λεπτεπίλεπτα, κομψά του χέρια, που δεν διαθέτουν τη φωτιά που ποθεί εκείνη, να την πιάνουν αναποτελεσματικά από τους γοφούς, σαν να προσπαθούσε να την κρατήσει εκεί μαζί του, αλλά χωρίς να έχει ιδέα από τι προσπαθούσε εκείνη να ξεφύγει ή τι θα σήμαινε η φυγή της, μια φυγή που συνεχίζεται αιώνια σαν βασανιστήριο, και η Κρίστεβα με τον Σολέρς πέφτουν για ύπνο, πρώτη εκείνη, έχει να δώσει διάλεξη νωρίς το πρωί, και μετά εκείνος, και οι δυο παίρνουν μαζί τους βιβλία τα οποία θα αφήσουν στα κομοδίνα όταν έρθει ο ύπνος να τους κλείσει τα μάτια, και ο Φιλίπ Σολέρς θα ονειρευτεί ότι περπατάει σε μια παραλία στη Βρετάνη μαζί με έναν επιστήμονα που έχει ανακαλύψει τον τρόπο να καταστρέψει τον κόσμο· θα περπατούν προς τα δυτικά κατά μήκος αυτής της ατέλειωτης έρημης παραλίας που οριοθετείται από βράχια και μαύρους γκρεμούς, και ξαφνικά ο Σολέρς θα συνειδητοποιήσει ότι ο επιστήμονας (ο οποίος μιλά και εξηγεί) είναι ο εαυτός του, και ότι ο άνθρωπος που περπατά δίπλα του είναι φονιάς· αυτό θα το καταλάβει όταν θα στρέψει το βλέμμα κάτω στην υγρή άμμο (η οποία έχει υφή σούπας) και στα καβούρια που τρέχουν να κρυφτούν και στα χνάρια που αφήνουν οι δυο τους στην παραλία (υπάρχει μια κάποια λογική σ’ αυτό: να ταυτοποιείς το δολοφόνο από τις πατημασιές του), και η Τζούλια Κρίστεβα θα ονειρευτεί ένα χωριουδάκι στη Γερμανία όπου πριν από χρόνια συμμετείχε σε ένα σεμινάριο, και θα δει τους δρόμους του χωριού, καθαρούς και άδειους, και θα καθίσει σε μια πλατεία πολύ μικρή αλλά γεμάτη φυτά και δέντρα, και θα κλείσει τα μάτια και θα ακούσει το μακρινό τιτίβισμα ενός μοναχικού πουλιού και θα αναρωτηθεί αν το πουλί είναι σε κλουβί ή ελεύθερο, και θα νιώσει ένα αεράκι στο λαιμό και το πρόσωπό της, ούτε ψυχρό ούτε ζεστό, ένα τέλειο αεράκι, αρωματισμένο από λεβάντα και πορτοκαλανθούς, και τότε θα θυμηθεί το σεμινάριό της και θα κοιτάξει το ρολόι της, αλλά θα είναι σταματημένο.
Ο Κεντροαμερικανός, λοιπόν, είναι έξω από το κάδρο της φωτογραφίας, όπου μοιράζεται εκείνη την παρθένα και απατηλή περιοχή με το αντικείμενο του βλέμματος του Γκιγιοτά: μια άγνωστη γυναίκα οπλισμένη, προς το παρόν, μόνο με την ομορφιά της. Τα βλέμματά τους δεν θα συναντηθούν. Θα προσπεράσουν ο ένας τον άλλο σαν σκιές, κατοικώντας για λίγο στο ίδιο επισφαλές πεδίο: το περιοδεύον θέατρο του Παρισιού. Ο Κεντροαμερικανός θα μπορούσε εύκολα να γίνει δολοφόνος. Ίσως, πίσω στην πατρίδα του, να γίνει, αλλά όχι εδώ, όπου το μόνο αίμα που θα μπορούσε ποτέ να χυθεί θα ήταν το δικό του. Αυτός ο Πολ Ποτ δεν θα σκοτώσει κανέναν στο Παρίσι. Και πιθανώς, όταν γυρίσει στην Τεγουσιγάλπα ή στο Σαν Σαλβαδόρ, να καταλήξει να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Όσο για την άγνωστη γυναίκα, δεν θα πιαστεί στα δίχτυα από αμίαντο του Γκιγιοτά. Είναι στην μπάρα και περιμένει τον εραστή που θα παντρευτεί σε λίγο καιρό (αυτόν ή τον επόμενο), και ο γάμος τους θα είναι καταστροφή, αλλά θα έχει και απολαυστικές στιγμές. Η λογοτεχνία περνάει δίπλα απ’ αυτά τα λογοτεχνικά πλάσματα και τα φιλά στα χείλη, αλλά εκείνα δεν παίρνουν είδηση.
Το μέρος του καφέ ή του εστιατορίου που περιέχει αυτή τη φωλιά καπνού της φωτογραφίας συνεχίζει την αδιατάρακτη πορεία του μέσα στο τίποτε. Πίσω από τον Σολέρς, για παράδειγμα, διακρίνουμε τις αποσπασματικές μορφές τριών αντρών. Τα πρόσωπά τους δεν φαίνονται ολόκληρα. Από τον άντρα στα αριστερά φαίνονται από τα πλάγια το μέτωπο, ένα φρύδι, το πίσω μέρος του αυτιού, η κορυφή του κεφαλιού του. Από τον άντρα στα δεξιά, ένα μικρό μέρος του μετώπου του, το ζυγωματικό, τούφες μαύρα μαλλιά. Από τον άντρα στη μέση, που μοιάζει να έχει τον πρώτο ρόλο, το μεγαλύτερο μέρος του μετώπου του, όπου δεσπόζουν δυο εμφανείς ρυτίδες, τα φρύδια του, η γέφυρα της μύτης του, και μια διακριτική φράντζα. Πίσω τους υπάρχει μια τζαμαρία, και πίσω από το τζάμι πολλοί άνθρωποι που περιφέρονται γεμάτοι περιέργεια ανάμεσα σε περίπτερα έκθεσης ή πάγκους, με βιβλία ίσως, κοιτάζοντας αλλού και όχι τους χαρακτήρες μας (οι οποίοι, με τη σειρά τους, έχουν στραμμένη την πλάτη τους σ’ εκείνους), εκτός από ένα παιδί με στρογγυλό πρόσωπο και ίσιες αφέλειες που φορά ένα πουλόβερ μικρότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε και που κοιτάζει με πλάγιο βλέμμα προς το καφέ, λες και μπορούσε να παρατηρήσει από τόσο μακριά ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα, πράγμα το οποίο, όμως, φαντάζει μάλλον απίθανο.
Και σε μια γωνία, στα δεξιά, ο άντρας που περιμένει, ο άντρας που ακούει. Το πρόσωπό του φαίνεται λίγο πάνω από τα ξανθά μαλλιά του Μαρκ Ντεβάντ. Τα μαλλιά του είναι σκούρα και πλούσια, και τα φρύδια του παχιά, ενώ ο ίδιος είναι λεπτός. Στο ένα χέρι (το χέρι που ακουμπά χαλαρά στον δεξί του κρόταφο) κρατάει τσιγάρο. Μια ελικοειδής στήλη καπνού υψώνεται από το τσιγάρο προς το ταβάνι, και η φωτογραφική μηχανή την έχει αιχμαλωτίσει σαν να ήταν η εικόνα κάποιου φαντάσματος. Τηλεκίνηση. Ένας ειδικός θα μπορούσε να αναγνωρίσει σε μισό δευτερόλεπτο τη μάρκα του τσιγάρου που καπνίζει μόνο και μόνο από την ακινητοποιημένη όψη αυτού του καπνού. Γκολουάζ, σίγουρα. Κοιτάζει προς τα δεξιά της φωτογραφίας ― με άλλα λόγια, προσποιείται πως δεν έχει προσέξει ότι εκείνη τη στιγμή τραβιέται μια φωτογραφία, αλλά κατά κάποιον τρόπο κι ο ίδιος ποζάρει.
Κι όμως, υπάρχει άλλο ένα πρόσωπο: μια πιο προσεκτική εξέταση αποδεικνύει κάτι που προεξέχει από το σβέρκο του Γκιγιοτά σαν καρκινικός όγκος, ο οποίος τελικά αποτελείται από μια μύτη, ένα ζαρωμένο μέτωπο, το περίγραμμα ενός άνω χείλους, το προφίλ ενός άντρα ο οποίος κοιτάζει, με μια κάποια σοβαρότητα, προς την ίδια κατεύθυνση που κοιτάζει ο άντρας με το τσιγάρο, αν και τα βλέμματά τους είναι εντελώς διαφορετικά.
Και μετά η φωτογραφία κλείνει, και το μόνο που απομένει είναι ο καπνός ενός Γκολουάζ να αιωρείται, λες και το σκόπευτρο της φωτογραφικής μηχανής ξαφνικά στράφηκε προς τα δεξιά, προς τη μαύρη τρύπα της τύχης, και ο Σολέρς σταματά απότομα στο δρόμο, ένα δρόμο κοντά στην πλατεία Βάγκραμ και ψαχουλεύει τις τσέπες του, σαν να είχε χάσει ή ξεχάσει την ατζέντα του, και η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ οδηγεί στη λεωφόρο Μαλζέρμπ, κοντά στην πλατεία Βάγκραμ, και ο Ζ.-Ζ. Γκου μιλά στον τηλέφωνο με τον Μαρκ Ντεβάντ (η φωνή του Ζ.-Ζ. τρέμει, ο Ντεβάντ δεν λέει ούτε λέξη), και ο Γκιγιοτά με τον Ανρίκ περπατούν στην οδό Σεντ Αντρέ ντεζ Αρ με κατεύθυνση την οδό Ντοφίν, και εντελώς τυχαία συναντούν την Κάρλα Ντεβάντ, η οποία τους χαιρετά και περπατά μαζί τους, και η Τζούλια Κρίστεβα βγαίνει από την τάξη της περιστοιχισμένη από μια ομάδα φοιτητών, αρκετοί από τους οποίους είναι ξένοι (δυο Ισπανοί, ένας Μεξικανός, ένας Ιταλός, δυο Γερμανοί) και για άλλη μια φορά η φωτογραφία χάνεται στο κενό.
Βόρειο σέλας. Φριχτή αυγή. Καθώς ανοίγουν τα μάτια, είναι σχεδόν διάφανοι. Ο Μαρκ Ντεβάντ, μόνος στο κρεβάτι, ζεστός μέσα στις γκρίζες πιτζάμες του, ονειρεύεται το Βραβείο Γκονκούρ. Ο Ζ.-Ζ. Γκου στο παράθυρό του παρατηρεί τα σύννεφα που αιωρούνται στον ουρανό πάνω από το Παρίσι και τα συγκρίνει, βρίσκοντάς τα χειρότερα, με ορισμένα σύννεφα σε πίνακες του Πισαρό, ή με τα σύννεφα του εφιάλτη του. Η Τζούλια Κρίστεβα κοιμάται και το ήρεμο πρόσωπό της μοιάζει με ασσυριακή μάσκα, ώσπου, με έναν πολύ ελαφρό μορφασμό δυσφορίας, ξυπνά. Ο Φιλίπ Σολέρς είναι στην κουζίνα και ακουμπά στην άκρη του νεροχύτη, με αίμα να στάζει από τον δεξιό του δείκτη. Η Κάρλα Ντεβάντ ανεβαίνει τη σκάλα προς το διαμέρισμά της έχοντας περάσει τη νύχτα με τον Γκιγιοτά. Η Μαρί-Τερέζ Ρεβεγιέ φτιάχνει καφέ και διαβάζει ένα βιβλίο. Ο Ζακ Ανρίκ περπατά μέσα σε ένα σκοτεινό γκαράζ, το οποίο αντηχεί το θόρυβο που κάνουν οι μπότες του πάνω στο τσιμέντο.
Ένας κόσμος γεμάτος μορφές ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, ένας κόσμος γεμάτος μακρινούς ήχους. Η πιθανότητα του φόβου πλησιάζει σαν τον άνεμο που πλησιάζει μια επαρχιακή πρωτεύουσα. Ο Ανρίκ σταματά, η καρδιά του επιταχύνει, προσπαθεί να προσανατολιστεί. Πριν, μπορούσε τουλάχιστον να διακρίνει σκιές και σιλουέτες στην άλλη άκρη του γκαράζ· τώρα όλα του φαίνονται ερμητικά μαύρα, σαν το σκοτάδι μέσα σε ένα άδειο φέρετρο, ή στα βάθη μιας κρύπτης. Έτσι, αποφασίζει να μείνει ακίνητος. Σε αυτή την ακινησία, ο χτύπος της καρδιά του σταδιακά επιβραδύνει και η μνήμη τού φέρνει ξανά στο νου εικόνες της μέρας. Θυμάται τον Γκιγιοτά, τον οποίο θαυμάζει κρυφά, να φλερτάρει ανοιχτά με τη μικρή Κάρλα. Τους βλέπει και πάλι να χαμογελούν και μετά τους βλέπει να απομακρύνονται σε ένα δρόμο όπου κίτρινα φώτα σκορπίζουν και ανασυντάσσονται σποραδικά, χωρίς κάποια προφανή διάταξη, αν και ο Ανρίκ γνωρίζει βαθιά μέσα του ότι τα πάντα είναι καθορισμένα με κάποιον τρόπο, το καθετί συνδέεται με κάτι άλλο μέσω κάποιας αιτιώδους σχέσης, και η ανθρώπινη φύση αφήνει πολύ μικρά περιθώρια για το πραγματικά αναίτιο. Πιάνει τον καβάλο του. Ξαφνιάζεται από αυτή την κίνηση, που έχει πολύ καιρό να την κάνει. Έχει στύση, κι όμως δεν νιώθει κανενός είδους ερωτική διέγερση.
[Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος Κυριαζής]
Leave a Reply