[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Δέντρο, τ. 183-184, Οκτώβριος 2011.]
άκου
αγαπημένη
ονειρεύτηκα
σκέφτηκες λέει να μου
ξεφύγεις κι έγινες ένα μεγάλο
κρίνο γερτό πάνω σε
αυθάδικα
νερά μα εγώ
σε μύρισα κι ήρθα καβάλα σ’ ένα
άλογο από πορφυρίτη μέσα στα
νερά κατέβηκα απ’ το κόκκινο
άλογο ξεφωνίζοντας από τον αφρό που
έσκαγε σ’ άρπαξα σ’ έσφιξα στο
στόμα μου
άκου
αγαπημένη
ονειρεύτηκα στ’ όνειρό μου
ήθελες να μου κρυφτείς κι έγινες
μικρό πουλί και τρύπωσες
σ’ ένα δέντρο από μάρμαρο ψηλό
από μακριά πολύ άκουσα
τραγούδι κι ήρθα
καβάλα σ’ ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα
ποδοπατώντας τη νύχτα εύκολα
απ’ τον κατάπληκτο αδιανόητο
πύργο σ’ άρπαξα
σ’ έστριψα
σε τσάκισα πάνω στο αίμα μου
άκου
αγαπημένη ονειρεύτηκα
νόμισα πως μ’ είχες ξεγελάσει
κι έγινες άστρο στο βασίλειο
τ’ ουρανού
μες απ’ τη μέρα και το διάστημα σε είδα να κλείνεις
τα μάτια κι ήρθα καβάλα
σε χίλια χρόνια πορφυρά και κυρτά απ’ την οδύνη
τράβηξα το χαλινάρι τους μπροστά
στο θρόνο και καθώς εκείνα
σταματούσαν σκιαγμένα απ’ το ρομποτικό φεγγάρι από
τ’ ολόλαμπρο χέρι του ζοφερού θεού
σ’ έκοψα
όπως κόβουν το μήλο οι χωρικοί για τα κορίτσια τους
[εικόνα: George Stubbs, Whistlejacket, c. 1762, National Gallery, London]
Leave a Reply