Το κοράκι κατάλαβε πως ο Θεός το αγαπούσε–
Αλλιώς, νεκρό θα είχε πέσει.
Αυτό ήταν απόδειξη τρανή.
Με δέος, το κοράκι έγειρε πάνω στο καρδιοχτύπι του.
Και κατάλαβε πως ο Θεός μιλούσε κορακίσια—
Το αποκάλυπτε και μόνο η ύπαρξή του.
Αλλά τι
Αγαπούσε τις πέτρες και μιλούσε πέτρινα;
Κι αυτές υπήρχαν, άλλωστε.
Και τι μιλούσε μ’ εκείνη την παράξενη σιωπή
Σαν έσβηνε ο απόηχος απ’ τις κραυγές του;
Και τι αγαπούσε τα σκάγια που στάλαζαν
Από κείνα τ’ αρμαθιασμένα κουφάρια κορακιών;
Τι μιλούσε με τη σιωπή τη μολυβένια;
Το κοράκι κατάλαβε πως υπήρχαν δυο Θεοί—
Ο ένας, πιο μεγάλος απ’ τον άλλο,
Αγαπούσε τους εχθρούς του,
Κι είχε δικά του όλα τα όπλα.
Leave a Reply