Κίμων Φράιερ: Οι Έλληνες ποιητές κι εγώ

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ρεύματα, τ. 15, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1993.]

Οι Έλληνες ποιητές κι εγώ

του Kimon Friar

Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής

Θυμάμαι έντονα το πρώτο ποίημα που προσπάθησα ποτέ να μεταφράσω από τα ελληνικά. Ήταν ένα απόκομμα κάποιας ελληνοαμερικάνικης εφημερίδας που είχε κόψει ο πατέρας μου, ο οποίος το είχε βρει πολύ αστείο και το διάβαζε σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Ήταν η προσευχή ενός άντρα που παρακαλούσε το Θεό να βάλει την ψυχή του, μετά το θάνατό του, σε οποιοδήποτε σιχαμερό πλάσμα, αρουραίο, κατσαρίδα, ψείρα ή γάιδαρο, αλλά προς Θεού, ποτέ και με κανέναν τρόπο σε γυναίκα! Εκείνη την εποχή δεν γνώριζα και πολλά ελληνικά, αλλά στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν μελέτησα αρχαία ελληνικά, και με την τόλμη των είκοσι χρόνων μου όχι μόνο μετέφρασα τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, αλλά και σχεδίασα τα σκηνικά και τα κοστούμια. Έπειτα, σκηνοθέτησα και ανέβασα την παράσταση. Αυτή ήταν όλη κι όλη η σχέση μου με τη μετάφραση όταν, το 1945, σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων, ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Στο πλοίο γνώρισα την κα Ιφιγένεια Διαμαντοπούλου, αδελφή του τότε πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον Κίμωνα Διαμαντόπουλου, η οποία μου πρόσφερε ευγενικά ένα δωμάτιο στην πανσιόν που είχε στο Κολωνάκι.

Πριν επισκεφτώ την Ελλάδα, ήμουν διευθυντής του Κέντρου Ποίησης στη Νέα Υόρκη. Είχα προσκαλέσει τους περισσότερους από τους γνωστούς ποιητές της Αμερικής, καθώς και ποιητές από το εξωτερικό, για να διαβάσουν ποιήματά τους. Πολλοί απ’ αυτούς τους ποιητές έγιναν φίλοι μου. Στην Ελλάδα, ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω ανθρώπους των γραμμάτων, και από τους πρώτους που συνάντησα —δεν θυμάμαι πώς— ήταν ο Σεφέρης, ο Κατσίμπαλης και ο Ντάρελ, που με πήγαν ένα καλοκαιρινό βραδάκι για φαγητό στον Πλάτωνα, στην Πλάκα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, την οποία έχω από τότε συνδυάσει στο νου μου με τη ρετσίνα, το χταποδάκι και τη γραφική Πλάκα εκείνου του παλιού καλού καιρού. Ζαλιστήκαμε λίγο πολύ όλοι μας, και αρχίσαμε να απαγγέλλουμε ποίηση, ο ένας πιο φωναχτά από τον άλλο.

Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας μου με τον Σεφέρη και τη γυναίκα του τη Μαρώ, που από τότε τους επισκεπτόμουν συχνά στο σπίτι τους στην οδό Κυδαθηναίων, στην άκρη της Πλάκας. Ο Σεφέρης πρώτος μου πρότεινε να δοκιμάσω να μεταφράσω κάποια ποιήματά του, κι έτσι έγινε αιτία να ασχοληθώ σε όλη μου τη ζωή με αυτό το αντικείμενο. Τα ελληνικά μου τότε ήταν εξαιρετικά ανεπαρκή, καθώς δεν είχα πουθενά μελετήσει συστηματικά τα νέα ελληνικά. Τα λίγα που ήξερα τα είχα μάθει από το σπίτι μου, και τα είχα μισοξεχάσει στην προσπάθειά μου να γίνω ένας ολοκληρωμένος Αμερικανός πολίτης και να μάθω άπταιστα την αγγλική γλώσσα, ιδίως τον απέραντο θησαυρό της ποίησής της. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, έκανα τις τελευταίες μικροδιορθώσεις σε μια ανθολογία αγγλικής και αμερικανικής ποίησης μαζί με τον Τζον Μάλκολμ Μπρίνιν, η οποία περιείχε 140 σελίδες εισαγωγής γραμμένες από μένα. Αυτή η ανθολογία ήταν το πρότυπό μου όταν, πολλά χρόνια αργότερα, έκανα τη συλλογή Νέα Ελληνική Ποίηση [Modern Greek Poetry]. Μόνο η αναφορά μου στον Έλιοτ ξεπερνούσε τις σαράντα σελίδες, και όταν διάβασα και θαύμασα τη μετάφραση που έκανε ο Σεφέρης στην «Έρημη Χώρα», του έδωσα ολόκληρο το κομμάτι, που ήταν ακόμη σε χειρόγραφο, ώστε να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει στην προετοιμασία της δεύτερης, αναθεωρημένης, έκδοσης. Διόρθωσα επίσης και δεκαπέντε περίπου σφάλματα που βρήκα στη μετάφρασή του. Τα λάθη αυτά δεν επηρέασαν καθόλου το θαυμασμό μου γι’ αυτήν τη μετάφραση, καθώς, ακόμη και με τα ελάχιστα ελληνικά μου, μπορούσα να καταλάβω ότι χρησιμοποιούσε εξαίσια τη δημοτική γλώσσα σε ένα τόσο δύσκολο ποίημα. Οποιοσδήποτε δίγλωσσος ακαδημαϊκός θα μπορούσε να κάνει μια «σωστή» κατά λέξη μετάφραση, αλλά μόνο ένας πολύ καλός ποιητής, ένας άνθρωπος με πλήρη αίσθηση των μορφών που απαντούν στην ποιητική παράδοση της δικής του γλώσσας, θα μπορούσε να μετατρέψει άψυχο υλικό σε ποίηση που σφύζει από ζωή.

Η φιλία μου με τον Σεφέρη εξελίχθηκε σε πλήρη συνεργασία όταν πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στον Πόρο, όπου έμενα τότε. Με σύστησε σε αρκετούς ανθρώπους, κι έτσι γνώρισα και μετέφρασα αρκετούς από τους φίλους του ποιητές με τους οποίους είχε σχέσεις: τον Σικελιανό, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Εμπειρίκο, τον Παπατσώνη και τον Εγγονόπουλο. Την ίδια περίπου εποχή γνώρισα τον Μάτσα, τον Βρεττάκο και τον Δεκαβάλλε. Είναι περίεργο, αλλά κανείς απ’ όλους αυτούς τους ποιητές δεν μου ανέφερε ποτέ το όνομα του Καζαντζάκη ή του Ρίτσου. Αργότερα, βέβαια, έκανα το χρέος μου απέναντι στον Ρίτσο, όταν τον συμπεριέλαβα στη Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση δίνοντάς του θέση ίδια με αυτή των ομοίων του, και όταν εξέδωσα τα ποιήματά του, τα Ερωτικά, μια δίγλωσση έκδοση με 122 νέα ποιήματα, τη Γραφή τυφλού, και όταν έκανα την επιμέλεια μιας ογκώδους συλλογής μεταφρασμένης ποίησης, τους δύο τελευταίους τόμους της οποίας δούλεψα σε συνεργασία με τον καθηγητή Κώστα Μυρσιάδη.

Δεν ήταν όμως άνθρωπος των γραμμάτων αυτός που μου πρωτομίλησε για τον Καζαντζάκη, αλλά ένας ζωγράφος, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μου έδειξε μια σειρά σκίτσων από σινική μελάνη για την Οδύσσεια, τριάντα πέντε από τα οποία με μεγάλη μου χαρά χρησιμοποίησα αργότερα ως εικονογράφηση στη μετάφρασή μου αυτού του επικού ποιήματος. Τώρα ανήκουν στη συλλογή της Γενναδίου Βιβλιοθήκης. Στην αρχαία βίλα του Γκίκα, στην Ύδρα, πρωτάρχισα τη μετάφραση των σαράντα μικρών αποσπασμάτων που είχε επιλέξει να εικονογραφήσει, μαζί με μια σύνοψη του ποιήματος γραμμένη από τον Καζαντζάκη.

Το 1951, στο Σικάγο, το περιοδικό Poetry αφιέρωσε ολόκληρο το τεύχος του Ιουνίου στι μεταφράσεις που έκανα στα ποιήματα όλων αυτών των ποιητών. Μετά απ’ αυτό, θα μπορούσα εύκολα να έχω εκδώσει μια ανθολογία του έργου τους, ως τότε όμως είχα συνειδητοποιήσει τον απίστευτο πλούτο και την ποικιλία της ελληνικής ποίησης, και κατάλαβα πως από αμέλεια είχα ασχοληθεί υπερβολικά με μια συγκεκριμένη ποιητική «σχολή» που αντιπροσώπευε μόνο μία από τις πολλές τάσεις που υπήρχαν στην ελληνική ποίηση, και πως θα έπρεπε να επεκτείνω τους ορίζοντές μου πριν μπορέσω να εκδώσω μια ανθολογία πραγματικά αντιπροσωπευτική όλων των σημαντικών τάσεων της νεοελληνικής ποίησης. Μετά από χρόνια δουλειάς, και αφού διάβασα και ποίηση άλλων χωρών, έχω τη γνώμη πως η Ελλάδα έχει μεγάλο ποιητικό θησαυρό, τουλάχιστον όσο και άλλα, πολύ μεγαλύτερά της έθνη.

Έτσι, ζήτησα από ποιητές και κριτικούς να μου κάνουν μια λίστα ποιητών που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε μια τέτοια ανθολογία, ξέχωρα από «σχολές» και «κλίκες». Όταν μου απάντησαν, προφορικά ή γραπτά (τους είχα πει ότι οι λίστες θα έμεναν μυστικές, και τήρησα την υπόσχεσή μου), ζήτησα από τους νέους ποιητές που συναντούσα να κάνουν το ίδιο. Συγκρίνοντας τις λίστες, μπόρεσα να συγκροτήσω έναν «πυρήνα» ποιητών για τους οποίους όλοι συμφωνούσαν πως θα έπρεπε να συμπεριληφθούν σε μια ανθολογία. Αν είχα ακολουθήσει κατά γράμμα τις καθαρά προσωπικές προτιμήσεις τους, θα κατέληγα με μια ανθολογία αρκετών εκατοντάδων ποιητών. Όταν τελειώσω τον τρίτο τόμο των ανθολογιών μου, θα έχω μεταφράσει περίπου εκατό ποιητές. Και γνωρίζω καλά ότι πολλοί απ’ αυτούς που τελικά επέλεξα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από άλλους, ακόμα και μέσα στην ίδια σχολή, τάση ή περίοδο. Τόσο πλούσια είναι η σημερινή ελληνική ποίηση.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά τα πανεπιστήμια προσφέρουν μαθήματα δημιουργικής γραφής, αλλά και οι φοιτητές συναντιούνται στα σπίτια των καθηγητών τους, όπου η διδασκαλία και η συζήτηση παίρνουν ένα διαφορετικό, πιο ζεστό και προσωπικό, χρώμα. Παράλληλα, οι άνθρωποι των γραμμάτων συγκεντρώνονται σε σπίτια και διαβάζουν ο ένας στον άλλο τις τελευταίες δουλειές τους, παίρνοντας τη γνώμη των συναδέλφων τους. Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι στην Ελλάδα δεν συνέβαινε τίποτε παρόμοιο, κι έτσι ξεκίνησα σειρές σποραδικών ποιητικών συγκεντρώσεων στα διάφορα μέρη όπου έμενα. Η πρώτη έγινε το 1946, στην πανσιόν της κας Διαμαντοπούλου, όπου έρχονταν ο Σεφέρης, ο Σικελιανός, ο Γκάτσος και άλλοι, και διάβαζαν ποιήματά τους. Η δεύτερη έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο διαμέρισμά μου στους Αμπελόκηπους, όπου έρχονταν, καθώς θυμάμαι, ο Καρέλλης, η Μελισσάνθη, ο Βρεττάκος, ο Σινόπουλος, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλιέξ, η Καίη Τσιτσέλη και άλλοι. Περνούσαμε τις δύο πρώτες ώρες διαβάζοντας και σχολιάζοντας ο ένας τη δουλειά του άλλου, κι έπειτα χαλαρώναμε παίζοντας παλαβά παιχνίδια όπως «20 ερωτήσεις» και «Θάρρος ή αλήθεια».

Στο διαμέρισμα που έχω τώρα στην οδό Καλλιδρομίου, έχω συγκεντρώσει κυρίως τους πολύ νέους ποιητές, πολλοί από τους οποίους έχουν συναντηθεί για πρώτη φορά μεταξύ τους στο σπίτι μου. Σε κάθε συγκέντρωση προσπαθούσαμε να καλούμε και νεότερους ποιητές που οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζαμε αλλά που το έργο τους είχαμε διαβάσει και εκτιμήσει. Το διαμέρισμά μου είναι πολύ μικρό, και όταν μαζευόμασταν δέκα ή δεκαπέντε άτομα, όπως συνέβαινε συνήθως, ήμασταν πολύ στριμωγμένοι, σαν σαρδέλες σε κονσέρβα. Προσπαθήσαμε κάποτε να συναντηθούμε σε κάποιο μεγαλύτερο και περισσότερο πολυτελές σπίτι, νιώσαμε όμως πολύ ψυχρά εξαιτίας του κενού χώρου που υπήρχε μεταξύ μας. Επιστρέψαμε στο διαμέρισμά μου, προτιμώντας να είμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλο, έστω και ασφυκτικά. Μετά από τις αναγνώσεις, πηγαίναμε όλοι μαζί σε μια γειτονική ταβέρνα, όπου περνούσαμε την υπόλοιπη βραδιά μας με κουβέντα και πειράγματα. Συναντιόμασταν, βέβαια, όχι μόνο για την ευχαρίστηση του να διαβάζουμε και να σχολιάζουμε ποίηση, αλλά και για τη χαρά της συντροφιάς, για να ανταλλάξουμε νέα και γνώμες, να έρθουμε σε επαφή με νέες προσωπικότητες και να κουτσομπολέψουμε.

Στην αρχή, πριν αγοράσω δικό μου διαμέρισμα, συναντούσα τους ποιητές στα σπίτια τους, σε καφενεία, ξενοδοχεία ή καφετέριες. Θυμάμαι τότε που επισκέφτηκα τον Εγγονόπουλο στο στούντιό του, σ’ ένα πελώριο γκαράζ κάπου στην οδό Αχαρνών. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι από τους τεράστιους καμβάδες του, σουρεαλιστικούς και φαντασμαγορικούς, ζωγραφισμένους με λάδι. Όταν του ζήτησα ένα ποτήρι νερό, μου το έφερε σ’ ένα ασημένιο κύπελλο, με αρκετή επισημότητα, σαν να ήταν νέκταρ, ζητώντας μου συγγνώμη που δεν είχε ποτήρι του νερού. Με τον Σικελιανό δουλέψαμε στα σπίτια του, δίπλα στο Στάδιο και στην Κηφισιά. Ήταν απόλαυση εκείνες τις μέρες να τον βλέπει κανείς να περπατά καμαρωτά στην Αθήνα με τη μακριά μαύρη κάπα του να ανεμίζει, με τα άσπρα του κυματιστά μαλλιά να λάμπουν με γαλάζιες ανταύγειες, και με τα σανδάλια του, να κραδαίνει στο χέρι του ένα μαύρο μπαστούνι από έβενο και ελεφαντόδοντο, τέλειος εκπρόσωπος της ρομαντικής αντίληψης του τι εμφάνιση θα έπρεπε να έχει ο ιδανικός ποιητής. «Κίμων», μου είπε μια μέρα, «σ’ αγαπώ γιατί κι εσύ αγαπάς το θάνατο»! Ένιωσα τουλάχιστον έκπληξη ακούγοντάς τον, γιατί απέναντι σ’ αυτό το αναπόφευκτο γεγονός της ζωής ένιωθα τουλάχιστον οργή.

Με τον Ελύτη άρχισα να δουλεύω στο λόμπι του ξενοδοχείου Κινγκ Τζορτζ, και αργότερα στο μικρό του διαμέρισμα στην οδό Σκουφά και σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αίγινα. Με απέραντη ευγένεια με βοηθούσε στη μελέτη που έκανα στα ποιήματά του για είκοσι πέντε χρόνια, και το μόνο του παράπονο ήταν ότι μέχρι να μπορέσω να τα εκδώσω, εκείνος θα είχε μάλλον πεθάνει. Τελικά, όμως, το βιβλίο The Sovereign Sun, μια συλλογή ποιημάτων από όλα τα βιβλία του εκτός από το Μαρία Νεφέλη, συμπεριλαμβανομένων και αποσπασμάτων του Άξιον εστί, εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν τον προτείνουν για βραβείο Νόμπελ. Έμαθα πως στη Σουηδική Ακαδημία διάβασαν το τεύχος του Φθινοπώρου 1975 του αμερικανικού περιοδικού Books Abroad, στο οποίο ήμουν ο υπεύθυνος για τα ελληνικά βιβλία, και βλέποντας την ολοσέλιδη διαφήμιση του βιβλίου μου, ζήτησαν αμέσως να το δουν. Απ’ ό,τι γνωρίζω, αυτή ήταν τότε η μοναδική πλήρης συλλογή έργων του σε οποιαδήποτε γλώσσα.

Στο ελληνικό περιοδικό Τομές, στο τεύχος Μαρτίου 1980, που ήταν «αφιερωμένο στον Κίμωνα Φράιερ και τη συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα», ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε: «Ίσως να νιώσεις κάποιαν ικανοποίηση, αγαπητέ μου Κίμωνα, όταν σου πω ότι η έκδοση που έκανες στο Sovereign Sun, με τις μεταφράσεις και την εκτενή εισαγωγή, βοήθησε τη Σουηδική Ακαδημία να κατανοήσει καλύτερα και να μπορέσει να κάνει μιαν ορθότερη αξιολόγηση της ποίησής μου. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω σε μερικά από τα μέλη της Ακαδημίας, και διαπίστωσα πως είχαν όλοι αποστηθίσει στίχους από τη μετάφρασή σου. Επιπλέον, ο κ. Γκιέροφ, που μίλησε για μένα την ημέρα της απονομής, αναφέρθηκε σε αποσπάσματα και αναλύσεις ποιημάτων μου (για παράδειγμα, την αρχιτεκτονική δομή στο Μονόγραμμα) που είχε πάρει από το βιβλίο σου. Όλα αυτά, πιστεύω πως θα σε αποζημιώσουν σε κάποιο βαθμό για το μεγάλο έργο που ανέλαβες όταν επιχείρησες να καταπιαστείς με την ποίησή μου, που είναι τόσο δύσκολο να μεταφραστεί, και γενικότερα, όταν κατάφερες να επεκτείνεις τους ορίζοντες της νέας ελληνικής ποίησης που συνεχίζεις να μεταφράζεις τόσο ακούραστα και με πίστη, θα έλεγα, ιεραποστόλου. Να ’σαι καλά».

Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι στις ηλιόλουστες παραλίες της Μυκόνου με τον Αλέξανδρο Μάτσα, ο οποίος αργότερα με υποδέχθηκε με βασιλικές τιμές στην Ουάσινγκτον όταν πήρε τη θέση του πρεσβευτή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα αρκετά ταξίδια που έκανα στη Θεσσαλονίκη, δούλεψα με τους εκεί ποιητές στα σπίτια τους και σκάλισα αρκετές φορές τα βιβλία στο συνωστισμένο βιβλιοπωλείο της Νόρας Αναγνωστάκη, ακούγοντας κάποιους αδημοσίευτους στίχους που είχε γράψει με πολύ σκωπτική διάθεση ο Μανώλης Αναγνωστάκης για τους συναδέλφους του ποιητές. Πολλοί ποιητές μού ανταπέδωσαν τις επισκέψεις μου ερχόμενοι στο σπίτι μου στον Πόρο. Ο Αντώνης Δεκαβάλλες ερχόταν συχνά κι έμενε μαζί μου στον Πόρο, και με βοηθούσε όχι μόνο με τη δική μου ποίηση αλλά και με την ποίηση πολλών άλλων, ιδιαίτερα του Ελύτη, για τον οποίο έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο. Τη βοήθειά του θα την ανταπέδιδα βοηθώντας τον με τη μετάφραση των Τεσσάρων κουαρτέτων του Έλιοτ, την πρώτη στα ελληνικά. Αργότερα, έγινε βοηθός μου στο περιοδικό The Charioteer.

Περικυκλωμένος από πίνακες του Τσαρούχη, του Θεόφιλου και του Τανγκί, ο Εμπειρίκος ήταν πάντοτε εξαιρετικά φιλόξενος στο σπίτι του στο Κολωνάκι, και πολύ ενθουσιώδης στους επαίνους του. Ποιος από εκείνους που ήταν παρόντες στις συγκεντρώσεις του θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει τις αναγνώσεις του από το ανέκδοτο ακόμη μυθιστόρημά του Ο Μεγάλος Ανατολικός; Ο Πρεβελάκης ήταν πάντα ο πιο ευγενικός οικοδεσπότης, είτε στο διαμέρισμά του στην Πλάκα είτε στη βίλα του στην Εκάλη. Μας συνέδεε η κοινή μας φιλία με τον Καζαντζάκη, και οι συμβουλές του και η βοήθειά του ήταν ανεκτίμητες στη μετάφραση όχι μόνο των ποιημάτων του αλλά και της Ασκητικής. Τον Σαχτούρη έπρεπε να τον ξετρυπώσει κανείς στο κρησφύγετό του ή σε κάποια από τα καφενεία κατά μήκος της οδού Φωκίωνος Νέγρη. Ο Παπαδίτσας ήταν από τους πρώτους ποιητές που συνάντησα και μετέφρασα. Με επισκέφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στο ξενοδοχείο Κοσμοπόλιταν στην πλατεία Ομονοίας, όπου έμενε κάποτε ο Καβάφης, απέναντι από τον Μάριο, ένα στέκι με μπουζούκια που κρατούσε ακόμη τη χαμένη τώρα πια παράδοση. Με τον Δικταίο πηγαίναμε συχνά σε τέτοιες ταβέρνες, όπου ξεφαντώναμε, χορεύαμε αυτοσχεδιάζοντας και σπάζαμε πιάτα και ποτήρια. Μια φορά, στο διαμέρισμά μου, ο Καρούζος περηφανευόταν πως έγραφε ποίηση με μεγάλη ευκολία, αν και πετούσε μεγάλο μέρος από αυτά που έγραφε, και πως θα μπορούσε να γράψει για μένα ένα ποίημα κατά παραγγελία πάνω σε κάποιο θέμα που θα διάλεγα εγώ. Του έδωσα ένα θέμα, κι αυτός έγραψε μέσα σε λίγα λεπτά ένα πολύ καλό ποίημα, μου το αφιέρωσε με επισημότητα και μου το έδωσε. Από τον Δούκαρη έχω πολύ ευχάριστες αναμνήσεις. Μαζί επισκεφτήκαμε το χωριό όπου γεννήθηκε ο Ησίοδος για να διαβάσουμε και να δώσουμε διαλέξεις σε κάποιους Γερμανούς φοιτητές και στους ντόπιους. Οργάνωσε μια εξαιρετική δεξίωση για τον Βρεττάκο πάνω σ’ ένα πλοίο που μας πήγε ως το Σούνιο και μας ξανάφερε πίσω. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, μας σαγήνευσε με τις ιστορίες του για τις περιπέτειες που είχε στην Αφρική, πολλές από τις οποίες ενσωμάτωσε στα ποιήματά του. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο της Βακαλό, της Μελισσάνθης και της Καρέλλη, αμέσως μου ήρθαν στο νου συγκεκριμένοι Αμερικανοί ποιητές, και τις ώθησα να μεταφράσουν εκείνους που πίστευα ότι τους ταίριαζαν περισσότερο. Η Βακαλό μετέφρασε και διατηρούσε αλληλογραφία με την Μάριαν Μουρ, η Μελισσάνθη μετέφρασε Ρόμπερτ Φροστ και Έμιλι Ντίκινσον, και η Καρέλλη μετέφρασε Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς και αποσπάσματα από το «Nightwood» της Ντούνα Μπαρνς, που έμελλε να επηρεάσει τον Σινόπουλο στο έξοχο ποίημά του «Το Βάσανο της Νύχτας». Πολλές από αυτές τις μεταφράσεις εκδόθηκαν αργότερα στο περιοδικό Καινούργιες Εποχές.

Συναντούσα τον Γκάτσο στο πατάρι του Πικαντίλι, κι έπειτα στου Φλόκα στην οδό Πανεπιστημίου, όπου μιλούσε διαρκώς, περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος θαυμαστών, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ. Μπορούσα πάντα να βασίζομαι στην ειλικρίνεια και την αμεροληψία του: συχνά μου έλεγε πως δεν μπορούσε να καταλάβει κάποια φράση σε κάποιο ποίημα, και πως μόνο ο ποιητής που το έγραψε θα μπορούσε να μου πει τι εννοούσε. Οι Έλληνες ποιητές έχουν τρομερή πίστη στην ικανότητά τους να ερμηνεύουν την ποίηση των συναδέλφων τους. Μένω πάντοτε έκπληκτος απέναντι στο πάθος και την υπερβολική αυτοπεποίθησή τους όταν υπερασπίζονται τις απόψεις τους. Ο Γκάτσος, όμως, όταν τον ρωτούσα, είτε δεν θα ήταν σίγουρος τι ακριβώς να πει είτε θα είχε γράψει κάποια φράση με τέτοιον τρόπο που να επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ασάφεια, μπορεί όμως να αποτελέσει πλούσια πηγή κρυφών νοημάτων.

Δυστυχώς, ο μεταφραστής, δουλεύοντας σε μιαν άλλη γλώσσα, οι λέξεις της οποίας είναι φορτισμένες με άλλες παραδόσεις και συνεκδοχές, συχνά είναι αναγκασμένος να επιλέξει μόνο μια από τις πολλές πιθανές ερμηνείες. Οι σύγχρονοι ποιητές κάνουν αυτό το πρόβλημα ακόμη εντονότερο με το να παραλείπουν χωρίς συνέπεια διάφορα σημεία στίξης, μια σαδιστική συνήθεια η οποία, πιστεύω, συσκοτίζει μάλλον παρά δημιουργεί πολλαπλά νοήματα, και τελικά οδηγεί σε μια κακώς εννοούμενη αμφισημία, κατά την οποία χρησιμοποιείται ως συνεπές στοιχείο προσωπικού ύφους, όπως συμβαίνει στην ώριμη ποίηση του Τάκη Σινόπουλου.

Το 1961, απέκτησα τελικά το δικό μου διαμέρισμα στην οδό Καλλιδρομίου. Σχεδόν όλοι οι ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκα μου έχουν κάνει την τιμή να με επισκεφτούν εκεί, όπου δουλέψαμε μαζί, περικυκλωμένοι από βιβλία και χειρόγραφα. Παρ’ όλο που μελετούσα το έργο των ποιητών κι έκανα τις δικές μου επιλογές, τους ζητούσα να επιλέξουν οι ίδιοι τριάντα περίπου από τα ποιήματά τους, αυτά που πίστευαν ότι τους αντιπροσώπευαν περισσότερο. Έπειτα, έκανα μια πρόχειρη κατά λέξη μετάφραση των ποιημάτων, απέρριπτα εκείνα που έβλεπα αμέσως ότι δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στα αγγλικά, σημείωνα στα υπόλοιπα τα σημεία που δεν κατανοούσα πλήρως, κι έπειτα καλούσα πάλι τον ποιητή γι περαιτέρω συνεργασία. Καθόμασταν μαζί στο γραφείο μου. Ο ποιητής διάβαζε από το πρωτότυπο κι εγώ παρακολουθούσα τη μετάφρασή μου στα αγγλικά, διακόπτοντας όποτε ήθελα να διευκρινίσω κάποια λέξη ή φράση. Ποτέ δεν έπαψα να θαυμάζω τους ποιητές για τη μεγάλη υπομονή και κατανόηση που μου έδειχναν. Συχνά, τους έκανα ανελέητη ανάκριση, σχεδόν σαν να ήμουν ιεροεξεταστής (όπως μου έγραψε κάποτε ο Παπατσώνης). Έπειτα, ζητούσα από τον ποιητή να απαγγείλει τα ποιήματά του, τα οποία εγώ κατέγραφα με το κασετόφωνό μου, κι έτσι μάλλον έχω τις καλύτερες ηχογραφήσεις σύγχρονης ποίησης που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα. Αυτές οι ηχογραφήσεις αποδείχτηκαν πολύτιμες όταν ήθελα να επαληθεύσω τις παύσεις, τους τόνους, τους ρυθμούς ενός ποιητή. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσα να προσπαθήσω να πιάσω την πνοή, το πνεύμα του. Γιατί η ουσία της μετάφρασης είναι, ακριβώς, να επιχειρήσουμε να πιάσουμε το ρυθμό της εισπνοής και εκπνοής που κάνει τον ένα ποιητή να ξεχωρίζει από τον άλλο. Μπορούσα να ακούω και να πιάνω τις ηχητικές αξίες που ήθελε ο ποιητής να τονίσει, και την ενορχήστρωση που ήθελε να κάνει σε κάθε στίχο, και το πάρα-δώσε που επιδίωκε ανάμεσα σε φωνήεντα και σύμφωνα.

Μερικοί μεταφραστές, στη μακαριότητά τους, έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να ερμηνεύουν. Εγώ, παρά το γεγονός ότι μια ζωή γράφω, διαβάζω, μελετώ, διδάσκω και μεταφράζω ποίηση, και επομένως έχω επισωρεύσει πάμπολλες τεχνικές ερμηνείας και έχω ακονίσει τις ευαισθησίες μου εξασκούμενος σε μεγάλη υφολογική ποικιλία, ακόμη δεν μπορώ να ισχυριστώ με πεποίθηση πως μπορώ πραγματικά να διεισδύσω στον πυρήνα κάποιων ποιημάτων. Η στάση μου είναι σωκρατική: διαβάζω το ποίημα με απόλυτη συγκέντρωση, κι έπειτα προσποιούμαι πως δεν γνωρίζω τίποτε, και κάνω τις πιο απλές και θεμελιώδεις ερωτήσεις σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να με βοηθήσει. Γι’ αυτόν το λόγο, οι πιο ανεκτίμητοι συνεργάτες μου ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες ποιητές, και ποτέ δεν θα μπορούσα να έχω μεταφράσει τόσο πολλά από τα ποιήματά τους χωρίς τη βοήθεια και την υπομονή τους. Οι αφιερώσεις στα βιβλία μου «Νέα Ελληνική Ποίηση» [“Modern Greek Poetry”] και Σύγχρονη ελληνική ποίηση [Contemporary Greek Poetry] είναι: «Στους συνεργάτες μου, τους Έλληνες ποιητές».

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑

CAST

your eye over the world

The Louder Mind

Inspiration . Good Vibes . Musings

My Spirals

• Hugs and Infinities

Oscar Hokeah

Novelist of Literary Fiction

(CALIATH)

An Empyrean Cycle

LIBROFILO, a books' aficionado

Γιώργος Κυριαζής

NO14ME

Γιώργος Κυριαζής

Rodia Mixer

Γιώργος Κυριαζής

Ψιλικατζού

Γιώργος Κυριαζής

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

Γιώργος Κυριαζής

ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ

Ένα ιστολόγιο για τα βιβλία

Αόρατη Μελάνη

Γιώργος Κυριαζής

Ασκήσεις Ύφους

Γιώργος Κυριαζής

Swimming Around

Γιώργος Κυριαζής

Recycle_bin 2

Γιώργος Κυριαζής

ou ming

Γιώργος Κυριαζής

"Μπαμπάκης" - όπως ακριβώς με φωνάζει ο γιός μου

...όπως ακριβώς με φωνάζει ο γιός μου

Jolly Roger

Γιώργος Κυριαζής

grep Alt

σε λάθος εποχή, συλλέκτης

Ficciones

"All reading is (re)writing"

ιγ' ι'

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ

Γιώργος Κυριαζής

Το Ιστολόγιο του Ρογήρου

για την ιστορία του Μεσαίωνα και όχι μόνο

To blog της Σοφίας

Γιώργος Κυριαζής

ο δύτης των νιπτήρων

καταδύσεις ποικίλης ύλης

Μεσα στη Νυχτα

Όταν η ματαιοδοξία συνάντησε την αυτοψυχανάλυση

Γιάννης Η. Χάρης

Γιώργος Κυριαζής

ΑΕΙ ΣΙΧΤΙΡ

Γιώργος Κυριαζής

Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και... όλα τα άλλα

marouthki

Η ζωή είναι χαρμολύπη

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

%d bloggers like this: