Με την ευκαιρία της επικείμενης κυκλοφορίας του Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας, το οποίο είχα την τιμή να μεταφράσω για λογαριασμό των Εκδόσεων Καστανιώτη, προσπαθώ να βάλω σε τάξη κάποιες σκέψεις που είχα, από το ξεκίνημα της διαδικασίας της μετάφρασης, για τη σχέση της γραφής του Γκας με την γραφή του Πίντσον.
Στην αρχή είχα εστιάσει, μέσα στο νου μου, στις διαφορές, μετά στις ομοιότητες, και τελικά μάλλον οι διαφορές είναι περισσότερες. Το ύφος του Πίντσον είναι ξεκάθαρα μεταμοντέρνο, ενώ του Γκας είναι μεταμοντέρνο ΚΑΙ μοντέρνο παράλληλα. Ο Πίντσον αφήνει τη φαντασία του να οργιάζει, ενώ ο Γκας (στο Τούνελ, τουλάχιστον) είναι, συγκριτικά, πιο εσωτερικός. Ο Πίντσον χρησιμοποιεί εκατοντάδες χαρακτήρες, ενώ ο Γκας αρκείται σε λιγότερους από 20. Ο Πίντσον χρησιμοποιεί συχνά τον διάλογο, ενώ ο Γκας όχι, και, όποτε το κάνει, τον κρύβει μέσα σε τεράστιες, «μονομπλόκ» παραγράφους που πολλές φορές εκτείνονται σε αρκετές σελίδες. Ο Πίντσον χρησιμοποιεί πολύ το χιούμορ, ενώ ο Γκας το κάνει πιο περιορισμένα, συγκριτικά. Επίσης, ο Πίντσον κάνει συνεχώς αναφορές στην ποπ ή τη λαϊκή κουλτούρα, ενώ οι αναφορές του Γκας είναι κατά κύριο λόγο στην «υψηλή» κουλτούρα.
Αλλά η μεγαλύτερη διαφορά στο ύφος των δύο συγγραφέων είναι, πιστεύω, η χρήση του λυρισμού. Ο Πίντσον γίνεται λυρικός με μέτρο, και σε προσεκτικά επιλεγμένα σημεία (συνήθως στο τέλος των ενοτήτων), με τρόπο ώστε να «λύνει» τον αναγνώστη μετά από ένα «βαρύ» ή υπερβολικά «ελαφρύ» σημείο της αφήγησης. Ο Γκας, από την άλλη, είναι έντονα λυρικός, και σχεδόν συνέχεια. Υπάρχουν πολλά κομμάτια στο Τούνελ που διαβάζονται περισσότερο σαν πεζό ποίημα, και λιγότερο σαν μυθιστορηματική αφήγηση.
Από την άλλη, η βασική τους ομοιότητα είναι στην «ενδιαφέρουσα» (δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω αλλιώς) χρήση της γλώσσας. Με τον Γκας έπαθα αυτό που έπαθα και με τον Πίντσον: η γλώσσα δεν με άφηνε να φύγω από το κείμενο — με κρατούσε εκεί, με όλη την προσοχή μου καρφωμένη. Ποτέ δεν με έκανε να βαρεθώ, και πάντα με οδηγούσε κάπου που ήθελα να πάω — άλλο αν δεν το ήξερα. Η περίπλοκη σύνταξη, ο μακροπερίοδος λόγος, οι ατέλειωτες παράγραφοι, που τόσο λάτρεψα στον Πίντσον, υπάρχουν κι εδώ, και σε ακόμα μεγαλύτερες δόσεις.
Οι διαφορές, όμως, ξαναλέω, τελικά είναι μεγαλύτερες. Ο Γκας σαφώς έχει μεγαλύτερη σχέση με τους μεγάλους μοντερνιστές του παρελθόντος, και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι, σε παλιότερη συνέντευξή του (έχει πεθάνει, άλλωστε), ο ίδιος είπε για τον Πίντσον ότι τον θεωρούσε σημαντικό, αλλά δεν μπορούσε να τον διαβάσει — και φρόντισε να συμπληρώσει πως αυτό βέβαια δεν σήμαινε τίποτε, καθώς ούτε και τον Γουίτμαν μπορούσε να διαβάσει.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο και πρόχειρο σημείωμα, θέλω να πω ότι το Τούνελ είναι το πιο δύσκολο κείμενο που έχω μεταφράσει μέχρι σήμερα, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να σας αποτρέψει από το να επιχειρήσετε να το διαβάσετε. Πολλοί θα το βρείτε πιο βατό σε σχέση με τα ογκώδη, τουλάχιστον, βιβλία του Πίντσον, με την έννοια ότι είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς την «εξέλιξη» των πραγμάτων — τα εισαγωγικά τα βάζω γιατί ουσιαστικά πρόκειται για εσωτερικό μονόλογο, οπότε η λέξη «εξέλιξη» δεν έχει την έννοια που θα είχε αν αναφερόμουν σε κάποιο πιο συμβατικό μυθιστόρημα. Και, τέλος πάντων, σας θυμίζω την πάγια άποψή μου: κανένα βιβλίο (μηδενός εξαιρουμένου) δεν είναι για όλους· όλα στοχεύουν σε μέρος του κοινού, άλλοτε μικρότερο, άλλοτε μεγαλύτερο. Αν πιστεύετε ότι το Τούνελ είναι για σας, βουτήξτε μέσα του. Δεν θα το μετανιώσετε.
[Λεπτομέρειες για την έκδοση, καθώς και τις ευχαριστίες μου, θα αναρτήσω μετά την επίσημη κυκλοφορία.]
[Η φωτογραφία είναι από το περιοδικό του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον και απεικονίζει τον Γουίλιαμ Γκας να διδάσκει εκεί το 1974.]
Leave a Reply