Όταν ξεκίνησα να μεταφράζω το Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας για τις Εκδόσεις Καστανιώτη, ένιωσα σαν να είχα μπροστά μου τοίχο. Το κείμενο αντιστεκόταν σε κάθε προσπάθεια διείσδυσης, προβάλλοντας συνεχώς εμπόδια, σκοπέλους, Σκύλλες και Χάρυβδεις, δίνες και χάσματα, με τον κίνδυνο του νοηματικού εκτροχιασμού παρόντα σε κάθε περίοδο, είτε αυτή διαρκούσε μιάμιση αράδα είτε μιάμιση σελίδα. Αυτή ήταν ίσως η αιτία που ο πρώτος χαρακτηρισμός που μου ήρθε στο νου ήταν «αχρείαστα δύσκολο».
Σήμερα, που το βιβλίο είναι στο τυπογραφείο και από τις 22 Νοεμβρίου 2021 θα κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά, πρέπει να πω ότι εκείνη η πρώτη εκτίμηση ήταν λάθος. Το Τούνελ είναι δύσκολο κείμενο, αλλά όχι αχρείαστα δύσκολο. Γιατί ο Γκας δεν είναι απλώς ένας καλός συγγραφέας — τέτοιοι υπάρχουν πολλοί (και πολλές). Ο Γκας είναι ένας πρωτοπόρος της γραφής, που κάνει ότι κάνουν πάντοτε οι σπουδαίοι πρωτοπόροι: στηρίζεται στους ώμους των προηγούμενων για να σπρώξει την τέχνη λίγο ψηλότερα. Κι αυτό το καταφέρνει χάρη στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα.
Η γλώσσα είναι αυτό που κάνει κάποιους αναγνώστες να κλείνουν ένα βιβλίο και να το ξαναβάζουν στο ράφι (ή, σε μερικές περιπτώσεις, να το πετάνε με θυμό στον τοίχο). Η γλώσσα είναι επίσης αυτό που κάνει κάποιους άλλους να λατρεύουν το ίδιο βιβλίο και να το διαβάζουν ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας κάθε φορά κάτι καινούργιο, όχι μόνο γιατί μπορεί να το έχασαν πριν, αλλά και γιατί οι ίδιοι έχουν αλλάξει: έχουν ταυτιστεί τόσο με το κείμενο, που κάθε ανάγνωση τους μεταμορφώνει σε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα «δύσκολα» βιβλία όπως το Τούνελ.
Γιατί, όμως, είναι δύσκολο το Τούνελ, ιδίως στην αρχή; Μια απάντηση είναι εκείνη η παιγνιώδης που είχε δώσει (αν και όχι με τα ίδια λόγια) ο ίδιος ο Γκας: Για να το διαβάσουν μέχρι τέλους μόνο όσοι είναι αποφασισμένοι να παραδοθούν σ’ αυτό. Μια δεύτερη απάντηση είναι οι μεγάλες και κατακερματισμένες προτάσεις, που μερικές φορές αιωρούνται στο κενό, χωρίς να καταλήγουν κάπου. Μια τρίτη είναι ο ατέλειωτος εσωτερικός μονόλογος, που πολλές φορές σε αναγκάζει να έρθεις σε διάλογο με τον εαυτό σου, πράγμα πάντοτε δύσκολο, γιατί καλείσαι να αμφισβητήσεις τις ίδιες σου τις βεβαιότητες και να αναρωτηθείς μήπως, τελικά, δεν είσαι τόσο αγνός κι αθώος όσο νόμιζες. Μια τέταρτη είναι οι αναφορές σε παλιότερα κείμενα, αναφορές πολλές φορές κρυμμένες (γι’ αυτό και υπάρχουν τόσο πολλές δικές μου σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου). Μια πέμπτη είναι οι σκέψεις κι οι εικόνες που σου γεννά συνεχώς, μια ατέρμονη σειρά συνδέσεων που μπορούν να σε οδηγήσουν πολύ μακριά από την αρχική φράση που τις πυροδότησε.
Το Τούνελ είναι μια ματιά στο παρελθόν. Στο ιστορικό, λογοτεχνικό και προσωπικό παρελθόν. Παράλληλα, είναι μια βουτιά στον κρυφό, σκοτεινό εσωτερικό κόσμο, όπου δεν φτάνει το φως της καθημερινότητας — και ευτυχώς που δεν φτάνει, γιατί εκεί μέσα κατοικούν και τέρατα αντάξια ενός Λάβκραφτ. Είναι ένα έργο τέχνης, και εδώ αξίζει να δούμε τι σημαίνει για τον Γκας αυτή η φράση, «έργο τέχνης». Όπως έχει πει ο ίδιος, το έργο τέχνης δεν είναι μια αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά μια προσθήκη στην πραγματικότητα, και μάλιστα μια προσθήκη η οποία εμπεριέχει ανθρώπινη συνείδηση, πράγμα που την καθιστά απόλυτα πραγματική. Έτσι, λοιπόν, αν ακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Γκας, η μυθοπλασία μπορεί όντως να γίνει πραγματικότητα. Κι αυτό γίνεται μέσω της γλώσσας, η οποία γλώσσα μεταμορφώνεται σε εμπειρία.
Το βιβλίο, όπως κάθε σπουδαίο βιβλίο, λειτουργεί πολυεπίπεδα. Θα μπορούσα να γράψω σελίδες επί σελίδων για τη σχέση του με τη μουσική (δεν είναι τυχαίο ότι έχει 12 ενότητες, όσες και οι νότες του δυτικού συγκερασμένου μουσικού συστήματος) και με την ποίηση (εννοώ, πέρα από την εμμονή με τον Ρίλκε και τα λίμερικ), αλλά κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα. Άλλοι τα έχουν πει καλύτερα, και εξάλλου σημασία δεν έχει τι μπορώ να πω εγώ για το βιβλίο, αλλά τι θα πει ο αναγνώστης, αυτός δηλαδή στον οποίο απευθύνεται και ο οποίος καλείται να έρθει σε αμφίδρομη επαφή μαζί του. Γιατί αμφίδρομη; Γιατί κάθε «δύσκολη» ανάγνωση είναι αμφίδρομη. Είναι γνωστό ότι στα σπουδαία βιβλία διαβάζεις, μεταξύ άλλων, τον εαυτό σου. Μερικές φορές, τον γράφεις κιόλας.
Να, ορίστε, ξεκίνησα να γράψω ένα κείμενο οργανωμένο, με αρχή, μέση και τέλος, και ανακαλύπτω για άλλη μια φορά ότι δεν μπορώ. Γι’ αυτό μου αρέσουν αυτοί οι συγγραφείς, ο Γκας, ο Πίντσον, ο Γουάλας, ο Απντάικ, ο Μπαρθ και γενικότερα οι αποκαλούμενοι «μεταμοντέρνοι». Γιατί με τον (εσκεμμένα και προγραμματισμένα) χαοτικό τρόπο με τον οποίο συντάσσουν τον λόγο τους, σε αναγκάζουν να βγεις από την ασφάλεια της απλής, γραμμικής αφήγησης που σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει μια όμορφη βόλτα στο μονοπάτι της πλοκής. Τούτοι εδώ σε σπρώχνουν να βγεις απ’ το μονοπάτι και να εξερευνήσεις θάμνους, ποτάμια, βουνά και λαγκάδια, αρχαία ερείπια, παράξενους ντόπιους και άγρια ζώα. Να δεις με τα δικά σου μάτια, να βιώσεις.
Και, μια που ανέφερα αυτή την κακή λέξη, «μεταμοντέρνοι», είναι ευκαιρία να πω ότι ο Γκας δεν θεωρούσε τον εαυτό του μεταμοντέρνο. Γι’ αυτόν, ο όρος είχε νόημα μόνο στην αρχιτεκτονική, και πίστευε πως το έργο του ανήκει σε κάποιου είδους ύστερο μοντερνισμό, ή ίσως στην παρακμή του μοντερνισμού, στο τέρμα, στα λοίσθια. Όλα τα πρότυπα και οι ιδέες που ακολουθεί προέρχονται από τον μοντερνισμό. Παράλληλα, το Τούνελ αποδείχτηκε και προφητικό (θυμίζω ότι το πρωτότυπο εκδόθηκε το 1995), καθώς επιμένει ότι η φασιστική συμπεριφορά έχει να κάνει περισσότερο με την απογοήτευση και την πικρία, παρά με οτιδήποτε άλλο. Δεν χρησιμοποιεί τυχαία τη φράση «ο φασισμός της καρδιάς». Η φασιστική νοοτροπία μπορεί να ριζώσει παντού, ακόμη και σε ανθρώπους που κανονικά δεν θα είχαν καμία σχέση με όλο αυτό το πράγμα, δεν ασπάζονται ουσιαστικά αυτή την ιδεολογία αλλά είναι πρόθυμοι να συνταχθούν μαζί της αν υπάρξουν οι συνθήκες που θα ευνοήσουν κάτι τέτοιο. Το είδαμε μετά το 2001 στην Αμερική (έχει γράψει και ο Πίντσον σχετικά, στην εισαγωγή του στο 1984 του Όργουελ), το είδαμε στην Ευρώπη με την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, το βλέπουμε εδώ και μερικά χρόνια και στην Ελλάδα της συνεχούς οικονομικής κρίσης, και βέβαια το βλέπουμε ακόμα στην (ουσιαστικά διαιρεμένη) μετατραμπική Αμερική.
Το τούνελ, λοιπόν, που σκάβει ο πρωταγωνιστής, είναι μια απεγνωσμένη (και καταδικασμένη να αποτύχει, φυσικά) προσπάθεια διαφυγής — από τον κόσμο, αλλά και από τον εαυτό· από ένα οδυνηρό παρελθόν, ένα άσχημο παρόν και ένα άδηλο μέλλον· από τις μάταιες προσδοκίες και την πικρή, πικρότατη αλήθεια που ανατέλλει αμείλικτα καθημερινά μαζί με τον ήλιο: «Δεν έχουμε ζήσει τη σωστή ζωή» και παραμένουμε «εξόριστοι στα όρη της καρδιάς».
Leave a Reply