Το κείμενο που ακολουθεί είναι η σύντομη ομιλία που εκφώνησα στο πλαίσιο της Διεθνούς Εβδομάδας Πίντσον τον Ιούνιο του 2015 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Νόμιζα πως την είχα χάσει, αλλά προχτές ανακάλυψα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου ένα pdf του οποίου το όνομα δεν μου έλεγε τίποτε. Το άνοιξα, και ιδού. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά τον Γιώργο Μαραγκό για την πρόσκληση.
Καλησπέρα σας
Λέγομαι Γιώργος Κυριαζής, και είχα την ευχαρίστηση να μεταφράσω στα ελληνικά πέντε από τα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον: το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, το Μέισον και Ντίξον, το Ενάντια στη μέρα, το Έμφυτο ελάττωμα και την Υπεραιχμή.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω αυτή τη σύντομη ομιλία με μια κοινότοπη παρατήρηση.
Η μετάφραση είναι μια απόπειρα αναδιατύπωσης, ανασύνθεσης, αναδημιουργίας, ουσιαστικά, ενός κειμένου σε μια γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε αρχικά. Είναι μια πολύ σημαντική δραστηριότητα γιατί είναι ένα μέσο μετάδοσης περιεχομένου, εξάπλωσης, εισαγωγής ή εξαγωγής ιδεών. Είναι ένα εργαλείο διαλόγου μεταξύ πολιτισμών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όταν πρωτοδιάβασα το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, για ένα σεμινάριο πάνω στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Γιάννη Τσιώλη, αμέσως σκέφτηκα: «Αυτό το βιβλίο πρέπει να μεταφραστεί, έτσι ώστε να μπορέσουν να νιώσουν κι άλλοι αυτό που ένιωσα εγώ όταν το διάβασα».
Περιττό να πω ότι αυτό το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι εκείνη την εποχή δεν είχα σύνδεση στο ίντερνετ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσα να εκμεταλλευτώ πολύτιμες διαδικτυακές πηγές όπως το PynchonWiki. Το μόνο που είχα στη διάθεσή μου ήταν ο οδηγός για το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (A Gravity’s Rainbow Companion) του Steven Weisenburger, μαζί με μια στοίβα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Αλλά η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το ίδιο το κείμενο. Σχεδόν καθημερινά φώναζα στην οθόνη του υπολογιστή μου, ρίχνοντας κατάρες στον Πίντσον και στην εφευρετικότητά του, καθώς ένιωθα το κεφάλι μου να βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης.
Σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου άλλη μια κοινότοπη παρατήρηση: Ο Τόμας Πίντσον είναι δύσκολος συγγραφέας. Οι πλοκές του είναι αρκετά εκτεταμένες, συνήθως επιστρατεύει έναν τεράστιο θίασο χαρακτήρων, πράγμα που οδηγεί σε αναρίθμητες δευτερεύουσες πλοκές, κάνει αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, μέρη και γεγονότα, αναμειγνύοντάς τα με άλλα, φανταστικά, χρησιμοποιεί επιστημονικούς όρους και μεταφορές, αναπτύσσει ιδέες και έννοιες, και ρίχνει στο μείγμα μπόλικα στοιχεία από διάφορες κουλτούρες και υποκουλτούρες, φαγητά, λέξεις από ξένες γλώσσες, αναφορές σε τραγούδια, καλλιτέχνες, συγγραφείς, κόμιξ, κινούμενα σχέδια, τηλεοπτικούς χαρακτήρες, κινηματογραφικές ταινίες, και συχνά αυτές οι αναφορές είναι συγκαλυμμένες, πράγμα που σημαίνει ότι μερικές φορές πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά, να διαβάσεις όχι μόνο ανάμεσα στις γραμμές, αλλά πίσω από τις λέξεις και κάτω από το κείμενο.
Αυτές είναι κάποιες από τις δυσκολίες που συναντά κανείς όταν διαβάζει Πίντσον. Τι γίνεται όμως όταν καλείται να τον μεταφράσει;
Η αλήθεια είναι (και εδώ έρχεται μια ακόμη, η τρίτη, και ελπίζω η τελευταία, κοινότοπη παρατήρηση) ότι η μετάφραση είναι ουσιαστικά μια μορφή πολύ προσεκτικής ανάγνωσης. Μόνο που είναι πολύ πιο απαιτητική. Βλέπετε, ως αναγνώστης, έχει κανείς την πολυτέλεια να μη γνωρίζει και να μην κατανοεί τα πάντα σε ένα κείμενο. Ως μεταφραστής (δηλαδή, ως πολύ προσεκτικός αναγνώστης) είναι απόλυτα αναγκαίο να γνωρίζεις και να κατανοείς τα πάντα σε ένα κείμενο, έτσι ώστε να μπορείς να τα προσφέρεις ως ανάγνωσμα σε μια άλλη γλώσσα. Αυτό, σε συνδυασμό με την (θρυλούμενη) περίπλοκη σύνταξη του Πίντσον, μπορεί όντως να προκαλέσει ίλιγγο σε κάποιους ανθρώπους, ή, στη δική μου περίπτωση, επίμονο πονοκέφαλο. Μια τυπική αντίδραση είναι η παραίτηση. Κάποια συμφοιτήτριά μου στο Πανεπιστήμιο (εκείνη τη μακρινή εποχή) παράτησε το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας γύρω στην πεντηκοστή σελίδα. Όταν ο καθηγητής την ρώτησε γιατί, η απάντησή της ήταν: «Δεν μου άρεσε αυτό που έκανε στο μυαλό μου». Πέρα από την αναζωογονητική ειλικρίνεια της φοιτήτριας, υπάρχει όντως ένας σπόρος αλήθειας στην απάντησή της, και αυτός έχει να κάνει με το γλωσσικό ύφος του Πίντσον (που σημαίνει ότι προφανώς το κάνει εκ προθέσεως: αυτή είναι η μεθοδολογία του, και παράλληλα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που με τράβηξαν αμέσως στη γραφή του), αλλά έχει επίσης να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε. Πιστεύω ότι έχουμε καλομάθει, έχουμε συνηθίσει να μπορούμε να ακολουθούμε με άνεση μια πλοκή, αράδα την αράδα, σελίδα τη σελίδα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Λίγη αφήγηση, λίγη περιγραφή, λίγος διάλογος, ένας χαρακτήρας εδώ, ένας χαρακτήρας εκεί, ένα απόσπασμα γεμάτο όμορφο λυρισμό… Κάθε συγγραφέας, καλός ή όχι και τόσο καλός, τα διαθέτει όλα αυτά. Τι συμβαίνει όμως όταν βρίσκεις μπροστά σου ένα πιο απαιτητικό ύφος γραφής; Τότε, έχεις πρόβλημα. Η γραφή του Πίντσον, η αφήγησή του, το ύφος του, η σύνταξή του, είναι περίπλοκα, ναι, αλλά όχι και τόσο, αν επενδύσεις λίγο χρόνο για να τα αναλύσεις. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα (δεν μπορώ να ξέρω πόσοι ακριβώς) δεν διαβάζουν, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά απλώς διατρέχουν με το βλέμμα το κείμενο με σκοπό να πιάσουν κάποιες λέξεις εδώ κι εκεί που θα τους βοηθήσουν να πάρουν μια ιδέα για την πρόοδο της πλοκής και την αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτήρων.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω δύο παραδείγματα.
Το πρώτο είναι από μια μάλλον θετική κριτική για το Μέισον και Ντίξον:
«Η αναγνωστική μέθοδος που συνήθως ακολουθώ δεν λειτούργησε με το Μέισον και Ντίξον. Δεν μπορούσα δηλαδή να διατρέχω με το βλέμμα τις σελίδες πηδώντας αράδες για να δώσω στο μυαλό μου ό,τι χρειαζόταν έτσι ώστε να καταφέρνει να παρακολουθεί την πλοκή, να φαντάζεται το εκάστοτε σκηνικό, να κατανοεί τους χαρακτήρες και να αφομοιώνει έννοιες».
Είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο δεν μπορείς να διαβάσεις λογοτεχνία, πόσο μάλλον Πίντσον. Αυτή την αντίληψη περί ανάγνωσης τη θεωρώ τεράστιο πρόβλημα, και φοβάμαι πως αν κυριαρχήσει, πιθανώς να καταστήσει τη λογοτεχνία ανούσια, άχρηστη και αδιάφορη.
Ας παραθέσω εδώ άλλον ένα κριτικό:
«Διάβασα ολόκληρο το βιβλίο μέσα σε περίπου έξι ώρες, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί πολλές φορές γυρνούσα πίσω για να ξαναδιαβάσω κάποια σημεία».
Μπορείτε να φανταστείτε σε ποιο βιβλίο αναφέρεται ο κριτικός μας; Στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας. Αυτός ο άνθρωπος περιμένει από εσάς να πιστέψετε ότι διάβασε (που σημαίνει κατάλαβε, κατανόησε, αφομοίωσε, ένιωσε) ένα χειμαρρώδες κείμενο επτακοσίων εξήντα σελίδων (στα αγγλικά, γιατί στα ελληνικά φτάνει τις χίλιες) μέσα σε έξι ώρες. Εγώ τουλάχιστον δεν πιστεύω λέξη από τη δήλωσή του. Αυτός ο τύπος προφανώς προσπερνούσε ολόκληρες παραγράφους.
Γιατί μιλάω τόση ώρα για ανάγνωση; Διότι μερικές φορές με πλησιάζουν άνθρωποι και με ρωτάνε: «Μα πώς τα κατάφερες και μετέφρασες Πίντσον; Τα βιβλία του είναι αδύνατον να μεταφραστούν». Κι εγώ πάντοτε απαντώ: Όχι. Η αγρύπνια των Φίνεγκαν είναι αδύνατον να μεταφραστεί (τουλάχιστον με την κλασική έννοια του όρου). Τα μυθιστορήματα του Πίντσον, αντίθετα, μεταφράζονται μια χαρά, και μάλιστα η διαδικασία είναι απολαυστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δύσκολο να μεταφραστούν — είναι και παραείναι, και για μένα τουλάχιστον αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήταν τόσο απολαυστική αυτή η διαδικασία.
Παρά τα όσα είπα ως τώρα, οι μεταφραστές που μεταφράζουν τα βιβλία του Πίντσον σε γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο είναι πολύ τυχεροί. Όποτε συναντούν αλλόκοτα πιντσονικά ονόματα ανθρώπων ή τόπων, είτε πραγματικών είτε φανταστικών, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να τα αντιγράψουν. Εμείς οι ταλαίπωροι, από την άλλη, που μεταφράζουμε από τα αγγλικά σε γλώσσες που χρησιμοποιούν διαφορετικό αλφάβητο, όπως τα ρώσικα, τα σέρβικα (εφόσον τα γράφει κανείς στο κυριλλικό αλφάβητο), τα κινέζικα, τα κορεάτικα, τα γιαπωνέζικα, τα αραβικά ή, στη δική μου περίπτωση, τα ελληνικά, πρέπει πρώτα να ψάξουν να βρουν πώς προφέρονται. Και αυτό προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο δυσκολίας. Για παράδειγμα, πώς ακριβώς προφέρεται η λέξη aqyn, που εκεί γύρω στην κεντρική Ασία σημαίνει τον τροβαδούρο; Και ποια παραλλαγή (γιατί εννοείται ότι υπάρχουν παραλλαγές) πρέπει να υιοθετήσει ο μεταφραστής; Ή τι πρέπει να γίνει με τα αμερικανικά τοπωνύμια ινδιάνικης προέλευσης; Ή με τα γερμανικά ονόματα; Ή τα ισπανικά; Ή τα ρωσικά όπως αυτά εμφανίζονται μεταγραμμένα στα αγγλικά; Σήμερα, με την πληθώρα διαδικτυακών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να βρούμε τα περισσότερα από αυτά με σχετική ευκολία, αλλά και πάλι, αυτό απαιτεί χρόνο, και πάντοτε υπάρχουν περιπτώσεις όπου ακόμη και το διαδίκτυο δεν βοηθά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Mickey Wolfmann, τον μεγιστάνα των ακινήτων ο οποίος πέφτει θύμα απαγωγής στο Έμφυτο ελάττωμα. Ο Πίντσον γράφει ότι ο Wolfmann ήθελε το όνομά του να γράφεται με δύο n στο τέλος, για να τονίσει τη γερμανική καταγωγή του. Αυτό δεν θα έβγαζε νόημα στη μετάφραση, γιατί το όνομα έπρεπε να μεταγραφεί, και στα ελληνικά δεν μπορείς να τελειώσεις μια λέξη με δύο ν. Έτσι, έπρεπε να επινοήσω κάτι άλλο. Στα αγγλικά, ιδίως στις ΗΠΑ, υπάρχουν πολλά ονόματα γερμανικής, γερμανοεβραϊκής ή πολωνικής προέλευσης. Οι Αμερικανοί έχουν εξαγγλίσει την προφορά αυτών των ονομάτων. Στην Ελλάδα όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, έχουμε την τάση να χρησιμοποιούμε τη γερμανική προφορά τους. Π.χ. οι Αμερικανοί λένε Κίσιντζερ και Λιουίνσκι, ενώ εμείς λέμε Κίσινγκερ και Λεβίνσκι, αντίστοιχα. Έτσι, για να μπορέσω να ακολουθήσω τις εντός του κειμένου οδηγίες του Πίντσον, επέλεξα τη γερμανική προφορά του ονόματος, και ο Γούλφμαν έγινε Βόλφμαν.
Όλα αυτά τα είπα μόνο και μόνο για να υπενθυμίσω ότι ο ρόλος του μεταφραστή δεν θα πρέπει να παραβλέπεται σε μια πραγματικά παγκόσμια κουλτούρα. Μερικές φορές τείνουμε να παίρνουμε κάποια πράγματα ως δεδομένα. Το να κυκλοφορήσει ένα σπουδαίο βιβλίο ή μια σπουδαία ταινία σε πολλές χώρες και γλώσσες φαντάζει αυτονόητο. Ε, λοιπόν, πίσω από αυτό το αυτονόητο γεγονός, υπάρχουν άνθρωποι που χάνουν τον ύπνο τους στοχαζόμενοι πάνω σε φαινομενικά ασήμαντες νοηματικές αποχρώσεις.
Θέλω να ολοκληρώσω εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μου προς όλους τους μεταφραστές σε όλο τον κόσμο.
Είθε οι πονοκέφαλοί σας να αποδίδουν πάντοτε καρπούς.
Σας ευχαριστώ.
Leave a Reply