(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Το Δέντρο)
Αυτό ήταν κάποτε ένα ποίημα ερωτικό,
πριν παχύνουν τα καπούλια του κι η ανάσα του κοντύνει,
και πριν βρεθεί να κάθεται,
σαστισμένο και κάπως αμήχανο
στον προφυλακτήρα ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου,
ενώ πλήθος άνθρωποι περνούσαν χωρίς καν να το κοιτάξουν.
Θυμάται που ντυνόταν σαν να ετοιμαζόταν να βγει,
θυμάται που διάλεγε αυτά τα παπούτσια,
αυτό το μαντίλι ή εκείνη τη γραβάτα.
Κάποτε έπινε μπίρα για πρωινό,
κι έσερνε τα πόδια του
σ’ ένα ποτάμι πλάι στα πόδια κάποιου άλλου.
Κάποτε παρίστανε το ντροπαλό, και μετά γινόταν στ’ αλήθεια ντροπαλό,
κι έσκυβε το κεφάλι έτσι που τα μαλλιά να πέφτουν μπροστά,
για να μη φαίνονται τα μάτια του.
Μιλούσε με πάθος για την ιστορία και την τέχνη.
Ήταν όμορφο τότε, αυτό το ποίημα.
Κάτω απ’ το πηγούνι του, δεν υπήρχαν δίπλες.
Ούτε μαξιλαράκια λίπους πίσω απ’ τα γόνατα.
Ό,τι γνώριζε το πρωί, το ίδιο πίστευε το βράδυ.
Μια φυσική σιγουριά σήκωνε τα φρύδια του, τα μάγουλά του.
Ο πόθος του δεν έχει σβήσει.
Όμως καταλαβαίνει. Είναι καιρός να σκεφτεί να πάρει γάτα,
να καλλιεργήσει αφρικάνικες βιολέτες, ή κάκτους.
Ναι, το αποφάσισε:
Πολλά μικρά κακτάκια, σε γλάστρες βαμμένες κόκκινες και μπλε.
Όποτε το πιάνει ταραχή
απ’ την απόλυτη και πρωτόγνωρη σιωπή της νέας του ζωής,
τα αγγίζει, ένα-ένα―
μ’ ένα δάχτυλο μονάχο τεντωμένο σαν φλόγα τόση δα.
Leave a Reply