Επτά κάστρα
Γιώργος Κυριαζής
(Πρόκειται για την «ιστορία του βασιλιά της Βοημίας και των επτά του κάστρων», η οποία αρχίζει αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο του Λόρενς Στερν Τρίστραμ Σάντι, αλλά ποτέ δεν προχωρά πέρα από την αρχική φράση. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή, και γράφτηκε το 1916 μετά από προτροπή του Κυριάκου Αθανασιάδη.)
1
Υπήρχε κάποιος βασιλιάς της Βοημίας, ένας άνθρωπος που το όνομά του δεν έχει καταγραφεί πουθενά, σε κανένα κρατικό έγγραφο, σε κανένα διάταγμα και σε κανένα χρονικό, ένας ηγεμόνας που η ιστορία τού γύρισε την πλάτη και τον απαρνήθηκε. Οι λιγοστές πληροφορίες που έχουν διασωθεί βρίσκονται μέσα σε σκοτεινές κι αναξιόπιστες πηγές, φαγωμένες από το σαράκι του θρύλου. Έτσι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε ακριβώς βασίλεψε, ούτε ποιο ακριβώς ήταν το όνομά του. Σύμφωνα με τις φήμες, μάλλον τον έλεγαν Βίλι.
Ο Βίλι ξεκίνησε τη ζωή του ευνοημένος από τη θεά Τύχη: γεννήθηκε σε βασιλική οικογένεια, καλλιεργημένη και με τεράστια περιουσία, και από νωρίς έδειξε μεγάλη φιλομάθεια για κάθε τομέα της ανθρώπινης γνώσης. Ρίχτηκε με πάθος στους κλασικούς συγγραφείς, διάβασε όλους τους μεγάλους φιλοσόφους, έκανε μαθήματα μουσικής, και πάντοτε αναζητούσε τις τελευταίες εξελίξεις στις επιστήμες της εποχής του. Επιπλέον, του άρεσε πάρα πολύ καθετί που είχε να κάνει με ναυτικά και γενικώς θαλάσσια θέματα (πράγμα περίεργο, μια που η Βοημία είναι ηπειρωτική περιοχή, χωρίς άμεση πρόσβαση στη θάλασσα), και σε κάθε ευκαιρία ταξίδευε μέρες ολόκληρες μέχρι την Αδριατική για να πάει για ψάρεμα. Ο χρόνος περνούσε ευχάριστα, και ο Βίλι μεγάλωνε στο πατρικό του κάστρο με όλες τις προϋποθέσεις ώστε να γίνει ένας καλός, σοφός και έντιμος βασιλιάς.
Όταν έκλεισε τα 22, ο Βίλι έχασε τον πατέρα του από δυσεντερία και πήρε τη θέση του στο θρόνο της Βοημίας. Επειδή ο πατέρας του υπήρξε άξιος ηγεμόνας, το βασίλειο πήγαινε πολύ καλά: επικρατούσε ειρήνη, οι σοδειές ήταν καλές, και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Βίλι δεν ήταν από εκείνους τους απόμακρους άρχοντες, που ζουν απομονωμένοι μέσα στο προσωπικό τους πολυτελές σύμπαν και δεν ενδιαφέρονται για το πώς ζουν οι απλοί άνθρωποι· αντίθετα, έκανε καθημερινές βόλτες στην πόλη, και πολλές φορές ντυνόταν απλά, έπαιρνε το άλογό του και πήγαινε και στα γύρω χωριά. Σε μια από αυτές τις βόλτες, γνώρισε την Ελεονόρα.
Η Ελεονόρα ήταν μια όμορφη κοπέλα 19 χρονών, με γκριζοπράσινα μάτια και ξανθά μακριά μαλλιά, κόρη ενός πλανόδιου εμπόρου υφασμάτων, κι εκείνη τη μέρα, σε μια πηγή δίπλα στον δημόσιο δρόμο, ο ήλιος έπεφτε πάνω της με περισσή φροντίδα, κάνοντάς την να μοιάζει με μορφή από πίνακα που είχε ζωντανέψει από το ραβδί και την επίκληση κάποιου ιδιαίτερα ταλαντούχου νεαρού μάγου.
«Καλημέρα», είπε η Ελεονόρα, και ο χρόνος σταμάτησε για λίγο, ώστε να μπορέσει ο Βίλι να εγγράψει ανεξίτηλα τη μορφή της στη μνήμη του.
«Καλημέρα», της είπε, όταν ξαναβρήκε τη μιλιά του. «Τι κάνει μια τόσο όμορφη κοπέλα εδώ στην ερημιά;»
«Βοηθά τον πατέρα της να ποτίσει τα άλογα, μπας και καταφέρει να φτάσει στο επόμενο χωριό και να πουλήσει κανένα μέτρο ύφασμα, γιατί δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές σήμερα», είπε ο πατέρας της, ξεπροβάλλοντας πίσω από την άμαξά τους. «Είμαι ο Φραντς. Ο κύριος;»
«Λέγομαι Βίλι, και πηγαίνω κι εγώ στο επόμενο χωριό. Αν θέλετε, μπορώ να σας συνοδέψω. Είμαι γουρλής, θα δείτε».
Ο Φραντς, απογοητευμένος από τις πωλήσεις, είπε να δοκιμάσει την τύχη του, και δέχτηκε· σε όλη τη διαδρομή, πάντως, έριχνε λοξές ματιές στον Βίλι και την Ελεονόρα, μήπως και πιάσει τα βλέμματά τους να διασταυρώνονται με νόημα, πράγμα που έγινε αρκετές φορές, αν και ο Φραντς απέφυγε να το σχολιάσει. Στο κάτω-κάτω, η κόρη του δεν ήταν χαζή, και της είχε εμπιστοσύνη. Αν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν το νεαρό που ξεφύτρωσε από το πουθενά, αυτό σήμαινε πως κάτι καλό είχε διακρίνει πάνω του. Και όντως, έτσι ήταν. Η ευγένεια και η καλοσύνη του Βίλι ήταν φανερή με την πρώτη ματιά, και η δεύτερη απλώς επιβεβαίωνε την αρχική εντύπωση.
Όταν έφτασαν στην πλατεία του επόμενου χωριού, οι χωρικοί μαζεύτηκαν γύρω τους, και ο Φραντς με την Ελεονόρα άρχισαν να τους δείχνουν τα υφάσματά τους, τα οποία ήταν πράγματι πολύ καλής ποιότητας και με πολύ όμορφα σχέδια, ιδανικά για κάθε γούστο. Ο Βίλι κάθισε παράμερα και τους χάζευε. Μέσα σε δύο ώρες ξεπούλησαν, προς μεγάλη έκπληξη του Φραντς, ο οποίος κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στον Βίλι, με χαμόγελο που έδειχνε κάτι πολύ περισσότερο από απλή ικανοποίηση για τις εισπράξεις της μέρας. Όταν τελείωσαν, κάθισαν και οι τρεις γύρω από μια μικρή φωτιά, και ψήνοντας κάστανα έκαναν τον απολογισμό τους.
«Τελικά, η παρουσία σας αποδείχτηκε ευλογία, κύριε Βίλι. Σας ευχαριστώ πολύ. Να σας υπολογίζω για την επόμενη γύρα μου; Την έχω κανονίσει για μεθαύριο».
«Οπωσδήποτε», είπε ο Βίλι, και οι δύο άντρες διέκριναν στο πρόσωπο της Ελεονόρας κάτι σαν λάμψη, ενώ τα χείλη της, λες κι είχαν αποκτήσει δική τους βούληση, αύξησαν το μήκος τους κατά λίγα χιλιοστά.
Το βράδυ, αλλά και ολόκληρη την επόμενη μέρα, όπου κι αν κοίταζε ο Βίλι έβλεπε το αρνητικό αποτύπωμα της μορφής της Ελεονόρας, σαν αστρονόμος που είχε κοιτάξει ένα άστρο για πάρα πολλή ώρα. Ναι, τόσο φωτεινή ήταν η Ελεονόρα, η οποία, το ίδιο διάστημα, ήταν διαρκώς αφηρημένη και το χαμόγελο δεν έφυγε στιγμή από τα χείλη της. Ο Φραντς κατάλαβε, και δεν είχε καμία αντίρρηση. Έτσι, λίγο καιρό μετά, και αφού παραλίγο να πάθει συγκοπή μόλις έμαθε ότι ο αγαπητικός της κόρης του ήταν ο Βασιλιάς της Βοημίας, έδωσε και επίσημα τη συγκατάθεσή του και οι δυο νέοι παντρεύτηκαν σε μια πολύ σεμνή τελετή, χωρίς φανφάρες, αγήματα και ευγενείς.
Πράγμα που, όπως ήταν φυσικό, δεν άρεσε καθόλου στους ευγενείς του Βασιλικού Συμβουλίου, οι οποίοι, την επομένη του γάμου, συναντήθηκαν μυστικά για να δουν τι θα κάνουν. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση.
«Ακούς, εκεί! Να παντρευτεί μια τιποτένια, μια γυναίκα κατώτερης τάξης!»
«Τόσα κορίτσια της παντρειάς υπάρχουν στην Αυλή, χάθηκε να βρει μια γαλαζοαίματη;»
«Πάντως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι πολύ όμορφο κορίτσι».
«Σκάσε εσύ! Δεν έχεις κόρη, οπότε μην παριστάνεις τον αδέκαστο. Εδώ παίζεται η τύχη του βασιλείου!»
«Και τι θα κάνουμε; Τώρα πάει, έγινε, την παντρεύτηκε».
«Ό,τι γίνεται, ξεγίνεται».
Έτσι, οι ευγενείς της Αυλής, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ελεονόρα έπρεπε να βγει από τη μέση. Και, επειδή τα ημίμετρα δεν είναι καλό πράγμα, αποφάσισαν να την δολοφονήσουν, αλλά με τρόπο που να μη γεννά υποψίες. Οι νιόπαντροι ήταν τρισευτυχισμένοι, βυθισμένοι ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, πάντα μαζί, πάντα με τα χέρια τους να αγγίζονται, πάντα γελαστοί, σαν βγαλμένοι από κοριτσίστικο παραμύθι με ροζ συννεφάκια και ιπτάμενους μονόκερους, κι έτσι άργησαν να αντιληφθούν ότι η Ελεονόρα γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο χλομή, η όρεξή της μειωνόταν και τα μαλλιά της αδυνάτιζαν. Οι γιατροί που την είδαν, είπαν ότι δεν ήξεραν τι έφταιγε και ότι ίσως να ήταν κάποια καινούργια ασθένεια που δεν είχε προλάβει να καταγραφεί στα ιατρικά εγχειρίδια. Της έδωσαν όλες τις θεραπείες που γνώριζαν, ακόμη και για ασθένειες προφανώς άσχετες, φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Κανείς δεν ξέρει σήμερα τι ακριβώς συνέβη, αν ήταν αρρώστια ή δηλητηρίαση, ή αν οι γιατροί ήταν στο κόλπο· το μόνο σίγουρο είναι ότι, δύο μήνες μετά το γάμο, η Ελεονόρα πέθανε και όλο το παλάτι βυθίστηκε στο πένθος. Όλο; Όχι. Στο υπόγειο του δυτικού πύργου του βασιλικού κάστρου, την επομένη της κηδείας, σε μια από τις (καθιερωμένες, πια) μυστικές τους συναντήσεις, τα μέλη του Συμβουλίου αντάλλαξαν ενθουσιώδεις χειραψίες και κάθισαν να καταστρώσουν την επόμενη πλεκτάνη τους, με σκοπό να παντρέψουν τον χήρο, πλέον, βασιλιά με μια από τις κόρες τους ― δεν είχε σημασία με ποια, γιατί σε κάθε περίπτωση θα υπήρχαν ανταλλάγματα και αμοιβαίες εξυπηρετήσεις, ώστε να βολευτούν όλοι. Μεταξύ κατεργαραίων, ειλικρίνεια.
Ο Φραντς, που χάνοντας την κόρη του έχασε ολόκληρο τον κόσμο, έφυγε τρεις μέρες μετά την κηδεία, και τα ίχνη του χάθηκαν· κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε. Αλλά και ο Βίλι ήταν συντετριμμένος. Η Ελεονόρα υπήρξε ο πρώτος του μεγάλος έρωτας, και την έχασε πολύ πριν η σχέση τους φτάσει στο στάδιο του κορεσμού και της συνήθειας. Το χτύπημα ήταν πολύ σκληρό. Με το έντονο αίσθημα ότι δεν τον χωράει ο τόπος, ο Βίλι αποφάσισε να φύγει από το πατρικό του κάστρο· άλλωστε, σε όλους τους τοίχους, στις σκάλες, στα κεριά, στις τραπεζαρίες, στα λουλούδια των κήπων, παντού έβλεπε τη μορφή της Ελεονόρας, τα γκριζοπράσινα μάτια και τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Κανείς δεν θα μπορούσε να το αντέξει αυτό για πολύ. Έδωσε, λοιπόν, εντολή να χτιστεί ένα άλλο, μικρότερο, κάστρο μερικούς λόφους πιο πέρα, και στο μεταξύ απομονώθηκε στο δωμάτιό του, αφήνοντας προσωρινά τη διακυβέρνηση του βασιλείου στα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία, αφού με δυσκολία συγκράτησαν τις κραυγές χαράς που έσπρωχναν τα λαρύγγια τους για να βγουν με δύναμη και να αντηχήσουν στους πέτρινους τοίχους, υποκλίθηκαν με ταπεινότητα, και με περίλυπο ύφος διαβεβαίωσαν τον βασιλιά Βίλι πως, φυσικά, θα έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να καλύψουν το δυσαναπλήρωτο κενό που θα άφηνε η προσωρινή του απουσία.
2
Όταν χτίστηκε το νέο του κάστρο, ο Βασιλιάς Βίλι μετακόμισε εκεί, και η ψυχή του άρχισε επιτέλους να γαληνεύει. Το περιβάλλον ήταν όμορφο και, το σημαντικότερο, δεν του θύμιζε κάθε ώρα και στιγμή τον χαμένο του έρωτα, την Ελεονόρα. Σιγά-σιγά, βρήκε μια νέα κανονικότητα, καθώς άρχισε να επανέρχεται στις παλιές του συνήθειες, και ανέλαβε κι ένα μέρος των καθηκόντων που έπρεπε να εκτελεί ως ηγεμόνας.
Βλέποντάς το αυτό, οι βασιλικοί σύμβουλοι αποφάσισαν πως θα ήταν καλή ιδέα να αναβιώσουν το παλιό τους σχέδιο: να βρουν για τον βασιλιά μια νύφη της αρεσκείας τους.
«Μα δεν τον βλέπεις; Το βλέμμα του είναι ακόμη κενό, οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του δεν λένε να φύγουν, και πολλές φορές αφαιρείται και δεν ξέρεις πού τρέχει ο νους του».
«Μα, ακριβώς! Πρέπει να του βρούμε μια κοπέλα, ώστε και το βλέμμα του και ο νους του να συγκεντρώνονται πάνω της. Έχω μια ανεψιά που πολύ θα του αρέσει».
«Κι εγώ μια κόρη».
«Κι εγώ την εγγονή μου», πετάχτηκε ο πιο ηλικιωμένος.
«Η εγγονή σου είναι βυζανιάρικο, ακόμα. Γυναίκα θέλουμε να του βρούμε, εννοώ μια που να θέλει να παίζει με τον βασιλιά, όχι με τις κούκλες της».
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, επικράτησε η δεύτερη υποψήφια, η Ματίλντα, κόρη του συμβούλου Λίνκε. Η Ματίλντα ήταν μια εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα είκοσι χρονώ, με ίσια μαύρα μαλλιά, κατάλευκο δέρμα και περήφανη κορμοστασιά, παρά το σχετικά μικρό της ύψος. Η προσωπικότητά της ήταν κάπως αυταρχική, αλλά ήταν κι αυτή μέρος της γοητείας της, όπως μαρτυρούν οι δεκάδες πρίγκιπες από διάφορες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης που δήλωναν έτοιμοι να της υποταχθούν απόλυτα, με μοναδικό αντάλλαγμα από κείνη ένα μόνο βλέμμα, ένα μόνο χαμόγελο, μία μόνο λέξη.
Στα επίσημα εγκαίνια του νέου του κάστρου, ο Βίλι αποφάσισε να κάνει μια δεξίωση· όχι μόνο για να ικανοποιήσει τους αυλικούς, που διψούσαν για κάτι τέτοια, αλλά και για να ανέβει κι ο ίδιος ψυχολογικά, αναγκάζοντας τον εαυτό του να κατανικήσει την τάση για απομόνωση που τον είχε κυριέψει ― και να δει λίγο κόσμο, επιτέλους. Φυσικά, οι σύμβουλοι έκριναν ότι αυτή η δεξίωση ήταν η κατάλληλη περίσταση για να ρίξουν την Ματίλντα στον έρημο δρόμο του Βίλι, και τον Βίλι στα όμορφα δίχτυα της Ματίλντας.
Ήταν ένα γλυκό απόγευμα, με λίγη υγρασία, ίσα-ίσα για να σπάει λίγο την ψύχρα, τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα, τα φροντισμένα λουλούδια τρέλαιναν το βλέμμα, που δεν ήξερε σε ποιο χρώμα να πρωτοσταθεί, και οι καλεσμένοι είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν, με τις άμαξές τους, τα άλογά τους, τη συνοδεία τους, τα πλουμιστά και κομψεπίκομψα ρούχα τους ― όλα έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι. Και τότε, έκανε την εμφάνισή της η Ματίλντα. Φορούσε κατάμαυρο μακρύ φόρεμα που τόνιζε ακόμη περισσότερο το ολόλευκο δέρμα της. Με απίστευτη άνεση, πέρασε με αργό αλλά αποφασιστικό βήμα ανάμεσα στα ανοιχτά στόματα, τις κομμένες ανάσες και τα θαμπωμένα βλέμματα, ενώ ακόμη και τα πουλιά, νιώθοντας πως κάτι το εξαιρετικό συνέβαινε, σταμάτησαν το τραγούδι τους και έστρεψαν στο πλάι τους ντελικάτους λαιμούς τους για να κοιτάξουν καλύτερα τούτο το πλάσμα που έμοιαζε με σκοτεινό άγγελο σταλμένο από κάποιον παιχνιδιάρη θεό για να σκλαβώσει, σίγουρα, κάποιον θνητό και να τον κάνει πολύ, μα πάρα πολύ, ευτυχισμένο.
Ο καημένος ο Βίλι δεν είχε καμιά ελπίδα. Με το που την είδε, κάτι έσπασε μέσα του, αφήνοντας να ξεχυθούν αισθήσεις που τις νόμιζε απονεκρωμένες. Η Ματίλντα, καλά δασκαλεμένη, και με απόλυτη επίγνωση της επίδρασης που ασκούσε η παρουσία της σε καθετί αρσενικό, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τον χειραγωγήσει και να τον κάνει να ρίξει όλες του τις άμυνες. Αναπόφευκτα, σε ένα μήνα, παντρεύτηκαν.
Τον πρώτο καιρό, ο Βίλι έμοιαζε με οπιομανή. Ζαλισμένος από την ομορφιά της Ματίλντας, την ημέρα την ακολουθούσε παντού με βλέμμα χαμένο, της έκανε όλα τα χατίρια και φρόντιζε να έχει το σύμπαν ολόκληρο στα πόδια της, ενώ τη νύχτα έπαιρνε το αντάλλαγμα που του άξιζε μετά από τόσους κόπους, και μάλιστα σε δόσεις που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει υπερβολικές. Πράγμα που εξασφάλιζε ότι την επόμενη μέρα θα συνέχιζε να της φέρεται με τον ίδιο τρόπο, και όλη η κατάσταση είχε μπει σε έναν φαύλο κύκλο που έμοιαζε ικανός να κρατήσει για πάντα.
Όμως ο Βίλι άρχισε σιγά-σιγά να προσέχει κάποια μικροπράγματα που δεν τα είχε προσέξει ως τότε.
Η Ματίλντα, λόγω της εμφάνισής της, και λόγω του τρόπου με τον οποίο την είχε μεγαλώσει ο σύμβουλος Λίνκε, δεν είχε αποκτήσει μόνο αυτοπεποίθηση, αλλά και μπόλικη αλαζονεία. Θεωρούσε όλους τους άλλους ευγενείς κατώτερούς της, και συνεχώς εκτόξευε ειρωνείες και προσβολές στο υπηρετικό προσωπικό. Δεν περνούσε μέρα που οι τρεις καμαριέρες της να μην κυκλοφορούσαν στο σπίτι με πρησμένα μάτια από το κλάμα, ενώ οι λαντζέρισσες έτρεμαν μήπως ανακαλύψει έστω και την παραμικρή θαμπάδα στα ποτήρια, ή το παραμικρό στίγμα στα μαχαιροπίρουνα. Το κλίμα στο κάστρο είχε αρχίσει να γίνεται κάπως βαρύ. Και το ποτήρι ξεχείλισε όταν μια από τις καμαριέρες έσπασε, κατά λάθος, τον αγαπημένο καθρέφτη χειρός της Ματίλντας.
«Ζωντόβολο! Κατσίκα! Άχρηστο πλάσμα! Ηλίθια!»
«Χίλια συγγνώμη, κυρία. Δεν το ήθελα. Σας παρακαλώ, πιστέψτε με».
«Με ζηλεύεις, παλιοθήλυκο! Γι’ αυτό το έκανες! Θα σου δείξω εγώ! Από αύριο θα καθαρίζεις τους στάβλους!»
Η καμαριέρα άρχισε να κλαίει γοερά, πράγμα που εξόργισε ακόμη περισσότερο την Ματίλντα, η οποία την άρχισε στα χαστούκια. Ο Βίλι, που είχε ακούσει τις φωνές και ήρθε να δει τι συμβαίνει, έμεινε άφωνος με το θέαμα, και όρμησε να την συγκρατήσει. Της άρπαξε το χέρι, κι εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ένα απίστευτα έντονο μίσος στο βλέμμα και άρχισε να τον βρίζει ακατάσχετα. Εκείνο το βράδυ δεν έκαναν έρωτα.
Ο Βίλι τρόμαξε πολύ από αυτό το περιστατικό, κι άρχισε να βλέπει με διαφορετικό μάτι τη δεύτερη γυναίκα του. Παρατηρούσε πλέον πιο προσεχτικά τη συμπεριφορά της, και αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε. Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Αντίθετα, μάλιστα, του έλεγε πως εκείνος έφταιγε, που δεν ήταν αρκετά άντρας και δεν επιβαλλόταν στους κατώτερούς του. Για παράδειγμα, δεν κυνηγούσε όσους του χρωστούσαν χρήματα ή φόρους, και ήταν υπερβολικά επιεικής στην απονομή της βασιλικής δικαιοσύνης. Μάλιστα, έφτασε σε σημείο να στείλει δικούς της ανθρώπους να κάνουν κατασχέσεις κτημάτων και ζώων στο όνομα του Βίλι, χωρίς εκείνος να γνωρίζει το παραμικρό. Όπως ήταν φυσικό, ο Βίλι δεν μπορούσε να το ανεχτεί αυτό.
«Ματίλντα, αυτό που έκανες ήταν απαράδεκτο. Εγώ είμαι ο Βασιλιάς, και δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα χωρίς τη συγκατάθεσή μου, ή έστω χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου».
«Σε ποιον νομίζεις πως μιλάς; Σε κανέναν υποτακτικό σου; Είμαι η γυναίκα σου, και είναι καθήκον μου να φροντίσω για την περιουσία μας, αφού εσύ αδιαφορείς».
«Ένας Βασιλιάς πρέπει να είναι δίκαιος και σπλαχνικός».
«Πας καλά; Έχεις τρελαθεί τελείως; Είσαι άντρας εσύ;»
«Ματίλντα―»
«Παράτα με. Αφού δεν θες να διοικήσεις, θα διοικήσω εγώ».
«Μα τι άνθρωπος είσαι, τέλος πάντων; Πώς με τύφλωσες και δεν κατάλαβα τίποτε τόσον καιρό; Μάζεψέ τα και φύγε. Χωρίζουμε».
«Α, ώστε έτσι; Δεν κατάλαβες! Εσύ θα φύγεις! Το κάστρο μού ανήκει!»
Ναι, είναι απίστευτο, αλλά η Ματίλντα είχε καταφέρει, μαζί με τους πονηρούς και έμπειρους δικηγόρους του πατέρα της, του συμβούλου Λίνκε, να μεταβιβάσει κρυφά στο όνομά της το κάστρο που είχε χτίσει ο Βίλι για να ξεφύγει από την εικόνα της Ελεονόρας. Και τώρα, για άλλη μια φορά, ο Βίλι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φύγει, μια που δεν μπορούσε πια να βλέπει μπροστά του τη Ματίλντα, και δεν μπορούσε ούτε να τη διώξει, καθώς τα έγγραφα της μεταβίβασης ήταν όλα νόμιμα, με τη βασιλική σφραγίδα επάνω, και οι δικηγόροι του δήλωσαν αδυναμία να κάνουν οτιδήποτε.
3
Μετά το διαζύγιο με την Ματίλντα, ο Βίλι αγόρασε ένα παλιό κάστρο, έκανε όλες τις απαραίτητες επιδιορθώσεις, και εγκαταστάθηκε εκεί για να βρει την ησυχία του, μακριά από αναμνήσεις και πικρίες. Το κάστρο είχε περισσότερους χώρους απ’ ό,τι χρειαζόταν ο ίδιος, αλλά αυτό δεν τον πείραζε, αρκούσε που είχε την κρεβατοκάμαρά του, κουζίνα, μπάνιο, σαλόνια, δωμάτια για το προσωπικό, και κήπο. Υπήρχε και μια τεράστια σάλα, εντελώς άδεια, που δεν είχε σκεφτεί τι θα την έκανε. Σύντομα, όμως, του δόθηκε η ευκαιρία να την εκμεταλλευτεί.
Παρότι απογοητευμένος από τους δύο γάμους του, καθώς ο πρώτος τελείωσε μέσα στη θλίψη και ο δεύτερος μέσα στην οργή, ο Βίλι δεν είχε σκοπό να μείνει εργένης, ούτε να κάνει το κάστρο του μοναστήρι. Άρχισε να πηγαίνει σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις των ευγενών της ευρύτερης περιοχής, όπου πλήθος όμορφες κοπέλες περνούσαν από δίπλα του με κλεφτές πονηρές ματιές και πνιχτά γελάκια, προσδοκώντας έτσι να του ξυπνήσουν το ενδιαφέρον. Και όντως, εκείνος τις καλοκοίταζε, αλλά η νεανική δροσιά και η ολοφάνερη διάθεσή τους για ερωτικά παιχνίδια δεν του αρκούσαν· έψαχνε για κάτι διαφορετικό, κάτι πιο μυστηριώδες. Και το βρήκε.
Σε μια από αυτές τις εκδηλώσεις, ανάμεσα στις πλουμιστά ντυμένες νεαρές με το τέλειο μαλλί και το ναζιάρικο περπάτημα, το βλέμμα του Βίλι καρφώθηκε σε μια όμορφη αλλά σοβαρή καστανή κοπέλα που στεκόταν παράμερα και παρατηρούσε τον κόσμο που χόρευε. Το βλέμμα της ήταν αυστηρό αλλά ευγενικό, και έμοιαζε να μη χαζεύει αλλά, αντίθετα, να καταγράφει νοερά ό,τι έβλεπε. Και εκείνη τη στιγμή κατέγραφε την εικόνα του Βίλι που την πλησίαζε.
«Ξεχωρίζετε, δεσποινίς».
«Κι εσείς το ίδιο, κύριε».
«Πώς και δεν χορεύετε;»
«Δεν χορεύω, διότι δεν πίνω. Και κανείς δεν χορεύει νηφάλιος, εκτός κι αν είναι τρελός».
Τον δοκίμαζε. Εδώ είναι που φάνηκε η χρησιμότητα της κλασικής παιδείας που είχε λάβει από μικρή ηλικία ο Βίλι, γιατί τούτη εδώ η επικίνδυνα ετοιμόλογη νεαρή τού πετούσε τσιτάτα του Κικέρωνα!
«Πολύ σωστά», της απάντησε, «αλλά κάπως πρέπει κανείς να γνωρίσει άλλους ανθρώπους. Δεν γεννιόμαστε μοναχά για τον εαυτό μας».
Κάτι άστραψε στο βλέμμα της, καθώς αναγνώρισε στα λόγια του τη μακρινή ηχώ του αγαπημένου της Κικέρωνα. Αυτό το παιχνίδι φάνηκε να της κεντρίζει το ενδιαφέρον, γιατί του αντιγύρισε:
«Έχετε δίκιο. Εξάλλου, ένας φίλος είναι ένας δεύτερος εαυτός».
«Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία μας. Με λένε Βίλι».
«Το ξέρω. Εγώ είμαι η Μάρθα».
Και ενώ οι άλλοι χόρευαν, έτρωγαν, έπιναν και κουτσομπόλευαν, ο Βίλι και η Μάρθα ξεκίνησαν μια σοβαρή και ειλικρινή συζήτηση για τη μέχρι τώρα ζωή τους, με τον Κικέρωνα να πετάγεται αρκετά συχνά ανάμεσά τους, βοηθώντας την προσέγγισή τους.
«Όπως καταλαβαίνεις, Μάρθα, έχω κάνει πολλά ανόητα λάθη στη ζωή μου».
«Α, όχι, δεν πρέπει να λέμε ότι κάθε λάθος είναι ανόητο. Στο κάτω-κάτω, θα έχεις πολλές ευκαιρίες να κάνεις το σωστό».
«Όντως. Άλλωστε, όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα. Τι θα έλεγες να πάμε για λίγο έξω στον κήπο, να πάρουμε αέρα;»
«Καλή ιδέα. Εδώ γίνεται πανικός, σωστή έκλυση των ηθών», του είπε χαμογελώντας.
«Ω! Καιροί! Ω! Ήθη!»
Βγήκαν έξω γελώντας, και η εύθυμη διάθεσή τους διατηρήθηκε μέχρι που άρχισαν να φιλιούνται κάτω από μια μουριά, δίπλα στις τριανταφυλλιές, οπότε ο αγουροξυπνημένος πόθος κατάφερε να τους σοβαρέψει.
Μετά από αρκετή ώρα που πέρασε με όμορφες ενασχολήσεις, ο Βίλι είπε:
«Κοίταξε, Μάρθα, δεν είμαι επιπόλαιος άνθρωπος. Δεν έχω σκοπό να παίξω μαζί σου και να σε παρατήσω. Μπορεί να σου φαίνεται κάπως πρόωρο, λοιπόν, αλλά θέλω να σε παντρευτώ. Δεν είναι ανάγκη να μου απαντήσεις αμέσως, θα σε περιμένω. Να ξέρεις πάντως ότι, αν και είμαι βασιλιάς, δεν έχω να σου προσφέρω και πολλά, από υλικής άποψης».
«Δεν πειράζει. Αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις ό,τι χρειάζεσαι».
«Κήπος υπάρχει, και βιβλιοθήκη θα σου φτιάξω εγώ. Στην αρχή θα είναι μικρή, βέβαια».
«Όλα τα πράγματα είναι μικρά στην αρχή».
Μετά από ενάμιση μήνα έγινε ο γάμος, μια σεμνή τελετή σε ένα μικρό εκκλησάκι, και αμέσως οι νεόνυμφοι πήγαν να μείνουν στο κάστρο του Βίλι, παρ’ όλο που ο πατέρας της Μάρθας τούς είχε δώσει για προίκα ένα όμορφο κάστρο λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά. Ο Βίλι τήρησε την υπόσχεσή του και έφτιαξε μια βιβλιοθήκη για τη Μάρθα στην κενή μεγάλη σάλα του κάστρου, με όλα τα βιβλία των κλασικών συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων, και συνεχώς την εμπλούτιζε με νέο υλικό. Η Μάρθα, σωστή βιβλιόψειρα, ήταν τρισευτυχισμένη και συχνά περνούσε ολόκληρη τη μέρα διαβάζοντας, χαμένη ανάμεσα στα ράφια που στέναζαν από το βάρος χιλιάδων δερματόδετων τόμων. Αυτή η μονομανία της, όμως, άρχισε να στενοχωρεί τον Βίλι, ο οποίος κατέληξε να είναι σχεδόν όλη μέρα, κάθε μέρα, μόνος του. Και τις νύχτες τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, καθώς η Μάρθα άλλοτε ήταν κουρασμένη από το διάβασμα, άλλοτε είχε πονοκέφαλο, άλλοτε την έπαιρνε αμέσως ο ύπνος μόλις έπεφτε στο κρεβάτι, πριν προλάβει καν να του δώσει ένα φιλί για καληνύχτα, και άλλοτε ερχόταν από τη βιβλιοθήκη αφού ο Βίλι είχε αποκοιμηθεί. Η κατάσταση αυτή δεν πήγαινε άλλο, και μετά από μια πολύωρη κουβέντα μεταξύ τους αποδείχτηκε ότι η Μάρθα ήταν ερωτευμένη με τα βιβλία της και, παρ’ όλο που αγαπούσε πολύ τον Βίλι, τον έβλεπε πλέον σαν φίλο, ή σαν αδερφό, και δεν ένιωθε καμιά ερωτική επιθυμία γι’ αυτόν.
Πληγωμένος, αλλά πάντοτε με πολύ τρυφερά αισθήματα απέναντι στη Μάρθα, ο Βίλι αποφάσισε να κάνει ό,τι θα έκανε κάθε σωστός ευγενής: υποκλίθηκε, και βγήκε από τη ζωή της.
4
Ευτυχώς, ο πατέρας της Μάρθας αποδείχτηκε εξίσου ευγενής, έδειξε απεριόριστη κατανόηση, και του επέτρεψε να μείνει στο κάστρο που του είχε δώσει σαν προίκα, παρότι ο γάμος χάλασε. Νιώθοντας προδομένος από τα βιβλία, ο Βίλι σταμάτησε να διαβάζει, και το έριξε ξανά στη μουσική. Έβαλε στην κεντρική σάλα του νέου του κάστρου ένα τσέμπαλο και άρχισε να μελετά καθημερινά, ενώ παράλληλα σταμάτησε να πηγαίνει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, και οι έξοδοί του περιορίζονταν πλέον μόνο σε συναυλίες, πολλές από τις οποίες τις διοργάνωνε ο ίδιος. Είχε αποφασίσει να μείνει πλέον μόνος του, αλλά τα μέλη του Βασιλικού Συμβουλίου είχαν διαφορετική γνώμη.
«Πρέπει να του βρούμε κι άλλη γυναίκα, δεν είναι καλό για την εικόνα του βασιλείου να είναι μαγκούφης ο βασιλιάς».
«Ας τον αφήσουμε στη δυστυχία του, τον άνθρωπο. Στο κάτω-κάτω, εμείς ελέγχουμε όλη τη διοίκηση, ο ίδιος δεν έχει καμιά εξουσία, δεν μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς τη δική μας έγκριση».
«Δεν έχει σημασία», είπε ο σύμβουλος Λίνκε. «Η εικόνα είναι πιο σημαντική. Πρέπει να φαίνεται προς τα έξω ευτυχισμένος, να κυκλοφορεί, να κάνει δημόσιες εμφανίσεις. Πρέπει οι υπήκοοι να νιώθουν πως όλα πάνε ρολόι, αλλιώς θα αρχίσει να τους τρώει η ανησυχία. Και ξέρουμε καλά τι σημαίνει αυτό».
Αποφασίστηκε λοιπόν να βρεθεί, όλως τυχαίως, στο δρόμο του Βίλι η Λίζα.
Η Λίζα ήταν μια ξανθιά εικοσάχρονη σοπράνο, με υπέροχη φωνή και πλουσιότατο στήθος, η οποία εμφανίστηκε «ξαφνικά» σε μια ακρόαση που έκανε ο Βίλι για την επόμενη συναυλία που θα διοργάνωνε, και μάγεψε τους πάντες, διαγωνιζόμενους και ακροατές, ανάμεσά τους φυσικά και τον ίδιο τον Βίλι, ο οποίος μόλις την άκουσε κατάλαβε επιτέλους τι εννοούσε ο πατέρας του όταν του είχε πει, πριν πολλά χρόνια, ότι δεν υπάρχει πιο ερωτικό πράγμα στον κόσμο από μια γυναίκα που ξέρει να τραγουδάει καλά. Στην πρώτη, κιόλας, πρόβα τους, κατέληξαν να κάνουν έρωτα με μπόλικο πάθος κάτω από τη φιλόξενη ουρά του τσέμπαλου, και το χαρούμενο εκείνο απόγευμα έκλεισε με την Λίζα ξαπλωμένη στον καναπέ και τον Βίλι να αποκοιμιέται με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο αφράτο στήθος της. Και όλες οι υπόλοιπες πρόβες κύλησαν κάπως έτσι. Υπέροχα πράγματα…
Με το γάμο που ακολούθησε, όλοι ήταν ευχαριστημένοι: οι σύμβουλοι, γιατί η εικόνα του βασιλιά βελτιώθηκε με την κοπέλα της δικής τους επιλογής, οι υπήκοοι, γιατί απολάμβαναν τις εξαίσιες συναυλίες που έδινε το ζευγάρι και καμάρωναν για τον ηγεμόνα τους, η Λίζα, γιατί τώρα μπορούσε πλέον να ξεδιπλώσει ανεμπόδιστα το ταλέντο της και να εμφανίζεται στη σκηνή όσο συχνά ήθελε, και ο Βίλι γιατί, πρέπει να το ομολογήσουμε, περνούσε πάρα πολύ καλά, μια που η νέα του σύζυγος αποδείχτηκε μεγάλο ταλέντο και στο κρεβάτι, όπου εργαζόταν ακατάπαυστα και ακούραστα.
Ο καιρός περνούσε έτσι όμορφα, ώσπου κάποιες φήμες έφτασαν στα αυτιά του Βίλι και τον ανησύχησαν. Έτσι, έβαλε κάτω τη Λίζα για να μιλήσουν.
«Ο κόσμος λέει ότι φλερτάρεις πάρα πολύ με διάφορους μουσικούς. Συμβαίνει τίποτε;»
«Έλα τώρα, καλέ μου, δεν φαντάζομαι να πιστεύεις αυτά τα κουτσομπολιά. Άλλωστε, εσύ δεν μου είχες πει να είμαι πάντοτε κοινωνική και φιλική; Αυτό κάνω, τίποτα παραπάνω».
«Ναι, αλλά εκείνη η ιστορία με τον Γάλλο γκαμπίστα που σε συνόδευε σ’ εκείνη τη συναυλία που έδωσες στο Μιλάνο;»
«Ε, τι; Επειδή βγήκαμε, φάγαμε και χορέψαμε; Και τι έγινε;»
«Και την άλλη φορά στο Μόναχο, με εκείνο τον Άγγλο τσεμπαλίστα, που ανάμεσα στα κομμάτια σηκωνόταν και σου φιλούσε περιπαθώς το χέρι;»
«Ε, όχι και περιπαθώς! Και τι να κάνω, η φτωχή; Αφού ο άνθρωπος είχε συγκλονιστεί με τη φωνή μου».
«Αυτό φοβάμαι…» μουρμούρισε ο Βίλι, και αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια. Απλώς άρχισε να πίνει περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.
Όμως οι φήμες πλήθαιναν, και το σκάνδαλο δεν άργησε να ξεσπάσει, καθώς ακούστηκε ότι μετά από μια παράσταση της όπερας του Μοντεβέρντι Αριάνα στη Βιέννη, όπου η Λίζα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ακολούθησε ομαδικό όργιο μεταξύ των βασικών συντελεστών, στο οποίο οι επιδόσεις της Λίζας ήταν ακόμη μεγαλύτερες από τις επιδόσεις της επάνω στη σκηνή. Όταν ο Βίλι την προκάλεσε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο να του πει τι ακριβώς έγινε, η Λίζα έσπασε και τα ομολόγησε όλα με αναφιλητά. Ναι, είχε πάρει μέρος στο όργιο, ναι, είχε κοιμηθεί με τον Γάλλο γκαμπίστα και τον Άγγλο τσεμπαλίστα, καθώς και με έναν Γερμανό κοντραμπασίστα, δυο Ιταλούς βιολονίστες (ταυτόχρονα), έναν Φλαμανδό βαρύτονο, τρεις Ιταλούς τενόρους (αυτούς χωριστά), έναν Ισπανό μαέστρο και κάμποσους ντόπιους μουσικούς εκεί στην Βοημία. Με λίγα λόγια, μετά από κάθε συναυλία η Λίζα γλεντούσε κάνοντας έρωτα με οποιονδήποτε νόστιμο και διαθέσιμο μουσικό τύχαινε να βρίσκεται εκεί γύρω.
Ο Βίλι είχε μείνει αποσβολωμένος, στην αρχή μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε, και μετά προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του. Και σχεδόν τα κατάφερε.
Σχεδόν.
Αλλά το κύμα της οργής που φούσκωνε μέσα του ψήλωσε πάρα πολύ, και κανένα φράγμα ορθολογιστικής ή φιλοσοφικής διαχείρισης του πληγωμένου εγωισμού του δεν στάθηκε ικανό να το συγκρατήσει. Τα φράγματα έσπασαν· ένα τσουνάμι τυφλού θυμού ξεχύθηκε στις φλέβες και τα νεύρα του, το δεξί του χέρι υψώθηκε, και κατέβηκε με δύναμη στο γλυκύτατο μάγουλο της Λίζας. Και ξανά. Και ξανά. Όσο περισσότερο την χτυπούσε, τόσο περισσότερο οργιζόταν, και όσο περισσότερο οργιζόταν, τόσο περισσότερο την χτυπούσε. Στο πρόσωπο, στο κεφάλι, στους ώμους, στην πλάτη. Και μόνο όταν το λευκό της φόρεμα άρχισε να κοκκινίζει από το αίμα κατάλαβε επιτέλους τι έκανε, και γεμάτος οργή, αυτή τη φορά απέναντι στον εαυτό του, έφυγε τρέχοντας, και αφού είπε στις υπηρέτριες να πάνε να φωνάξουν ένα γιατρό, κλείστηκε στο δωμάτιό του κι άρχισε να πίνει όπως δεν είχε ξαναπιεί ποτέ του. Ο γιατρός ήρθε, τρόμαξε με το θέαμα που αντίκρισε, αλλά ευτυχώς διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει κάποια μόνιμη ζημιά, πέρα από επιφανειακά τραύματα, πρηξίματα και μελανιές. Είπε στις υπηρέτριες ότι η Λίζα θα έπρεπε να μείνει κλεισμένη στο κάστρο για μερικές εβδομάδες ακολουθώντας τις οδηγίες του κατά γράμμα, και ότι θα έπρεπε να ακυρώσει τις προσεχείς συναυλίες της, αλλά θα γινόταν περδίκι· εξωτερικά, βέβαια, γιατί οι επιπτώσεις στον ψυχισμό της ήταν κάτι που μόνο η ίδια γνώριζε, και κανείς άλλος. Μετά, ζήτησε να δει τον Βίλι, ο οποίος τον υποδέχτηκε με ένα μισογεμάτο μπουκάλι μπράντι στο ένα χέρι, κι ένα εντελώς άδειο στο άλλο.
«Ήρθες να μου πεις ότι είμαι κτήνος, γιατρέ; Μην μπεις στον κόπο, το ξέρω ήδη».
«Χμ, μάλιστα. Και τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό;»
«Θα της ζητήσω συγγνώμη».
«Και πιστεύετε πως αυτό θα είναι αρκετό;»
«Εννοείς ότι δεν θα με συγχωρέσει;»
Το αριστερό φρύδι του γιατρού σηκώθηκε ελαφρά.
«Αντίθετα, φοβάμαι ότι θα σας συγχωρέσει. Το έχω δει πολλές φορές να συμβαίνει αυτό, και σε ταπεινά σπίτια και σε κάστρα σαν το δικό σας. Ο άντρας πίνει και γίνεται βίαιος, άσχετα με την αφορμή. Μετά, μετανιώνει. Η γυναίκα τον συγχωρεί και προσπαθεί να είναι πιο καλή μαζί του, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταφέρει να του αλλάξει τη συμπεριφορά. Αλλά η συμπεριφορά δεν αλλάζει. Οι ίδιες βίαιες σκηνές θα εκτυλιχθούν ξανά και ξανά, και με κλιμακούμενη ένταση. Πρόκειται για έναν κατήφορο με μοναδικό τέλος τον βίαιο θάνατο του ενός ή του άλλου».
«Αφού στ’ αλήθεια έχω μετανιώσει».
«Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σας. Αλλά αυτό το πράγμα δεν θα μπορέσετε να το ελέγξετε, και σας συνιστώ να μην το προσπαθήσετε καν».
«Και τι να κάνω, δηλαδή;»
«Να φύγετε. Είναι σκληρό, το ξέρω, και θα πονέσει κι εσάς και τη γυναίκα σας, αλλά νομίζω πως είναι η καλύτερη λύση. Σκεφτείτε το».
Ο Βίλι το σκέφτηκε για δυο μέρες κλεισμένος σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο κάστρο, και την τρίτη μέρα αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του γιατρού. Μάζεψε τα πράγματά του, έδωσε τις σχετικές εντολές στο υπηρετικό προσωπικό και γεμάτος τύψεις, χωρίς καν να αποχαιρετήσει την Λίζα, έφυγε.
5
Νιώθοντας την ανάγκη να απομονωθεί, ο Βίλι αποφάσισε να αφήσει όλες τις κρατικές υποθέσεις στο Βασιλικό Συμβούλιο και να χτίσει ένα μικρό κάστρο σε μια απομακρυσμένη επαρχία της Βοημίας, πάνω σε ένα μικρό λόφο περιτριγυρισμένο από χωράφια και βοσκοτόπια. Προσέλαβε ελάχιστους υπηρέτες, έβαλε μέσα μόνο τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα, και γενικώς ζούσε λιτά, χωρίς να πίνει πολύ. Μετά από ένα διάστημα κατάφερε να ηρεμήσει, και αποφάσισε να θυμηθεί τον παλιό του εαυτό και να έρθει σε επαφή με τους υπηκόους του. Σχεδόν καθημερινά φορούσε απλά ρούχα και έκανε βόλτες στην εξοχή, όπου συναντούσε βοσκούς και γεωργούς οι οποίοι, προς μεγάλη έκπληξη του Βίλι, δεν φαίνονταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. Θεωρούσαν ότι ουσιαστικά είναι σκλάβοι· δεν τους ανήκε ούτε η γη που καλλιεργούσαν, ούτε οι σοδειές, ούτε τα ζώα, ούτε καν τα σπίτια όπου ζούσαν. Οι εικόνες που αντίκρισε εκεί ο Βίλι απείχαν πολύ από τις βουκολικές σκηνές που γνώριζε από πίνακες, ποιήματα και τραγούδια, ή που θυμόταν από παλιότερα. Οι άνθρωποι ήταν σκυθρωποί, βρόμικοι και εξουθενωμένοι, και του δημιουργούσαν την εντύπωση πως ζούσαν από κεκτημένη ταχύτητα, αλλιώς δεν εξηγείται πώς έβρισκαν το κουράγιο να ερωτεύονται, να κάνουν γάμους και παιδιά, αλλά και να στήνουν γλέντια σε κάθε θρησκευτική γιορτή, οπότε το έριχναν στο ποτό και το χορό σαν να μην υπήρχε αύριο ― κάτι που, για αρκετούς απ’ αυτούς, δεν ήταν πιθανότητα αλλά βεβαιότητα. Ο Βίλι άρχισε να μελαγχολεί με όλα αυτά.
Αλλά η ζωή έχει την περίεργη συνήθεια να συνεχίζεται, και συνεχώς βρίσκει τρόπους να σου κινεί το ενδιαφέρον· εκεί που περπατάς σ’ ένα σκοτεινό δρόμο γεμάτο λάσπες και σκατά, ξαφνικά σου ρίχνει ροδοπέταλα, κι ενώ σκύβεις για να τα περιεργαστείς έρχεται από πίσω και σου δίνει μια κλοτσιά στον κώλο και φεύγει μ’ ένα παραφρονημένο γέλιο, αφήνοντάς σε άναυδο να κοιτάζεις ολόγυρα μπας και καταλάβεις τι σου συνέβη. Κάπως έτσι ένιωσε ο Βίλι όταν πρωτοείδε την Μάγια, μια βοσκοπούλα με κοντά ξανθά μαλλιά που κάθε μέρα νωρίς το πρωί πήγαινε τα δεκαπέντε πρόβατά της στα ριζά του λόφου όπου είχε χτίσει το κάστρο του ο Βίλι. Άφηνε τα πρόβατα να βόσκουν, κι εκείνη καθόταν κάτω από ένα δέντρο, άπλωνε την πετσέτα της στο έδαφος, έβγαζε από ένα πανέρι ψωμί, βούτυρο και μέλι, έτρωγε και μετά ξάπλωνε, χάζευε τα φύλλα, τα πουλιά και τα λουλούδια, και ονειρευόταν τον ψηλό και όμορφο πρίγκιπα με το άσπρο άλογο που θα εμφανιζόταν ξαφνικά, θα την ερωτευόταν και θα την έκανε δική του. Και, είναι απίστευτο, αλλά έτσι ακριβώς έγινε ― αν εξαιρέσουμε το άλογο. Μια μέρα ο Βίλι κατέβηκε το λόφο, το βλέμμα του έπεσε στα πρόβατα που βοσκούσαν ανέμελα, είπε να πάει να ανταλλάξει δυο κουβέντες με το βοσκό, και κάνοντας το γύρο του δέντρου ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την Μάγια, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να καταπιεί τη μιλιά του. Την κοίταξε χωρίς να μπορεί να πει κουβέντα, ενώ εκείνη του χαμογέλασε με άνεση.
«Καλημέρα. Είμαι η Μάγια. Εσένα πώς σε λένε;»
«Ε… Βίλι. Με λένε Βίλι. Καλημέρα».
«Κάθισε, Βίλι. Θέλεις λίγο ψωμί με βούτυρο και μέλι;»
«Καλή ιδέα. Αλλά έχω να σου προτείνω κάτι καλύτερο», είπε ο Βίλι κι έβγαλε από το σακίδιό του μια τυλιγμένη πετσέτα. Την άνοιξε, και ξεπρόβαλαν οκτώ κρουασάν, ζεστά ακόμη, που τα είχε ψήσει πριν από λίγη ώρα η μαγείρισσα του κάστρου. Η Μάγια έβγαλε μια φωνούλα κι άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένη. Με την πρώτη μπουκιά, μια πλούσια βουτυρένια αίσθηση πλημμύρισε το στόμα της, και σχεδόν δάκρυσε από ευτυχία, κάνοντας τον Βίλι να λιώσει σαν βούτυρο στον ήλιο.
«Κοίτα να δεις τι θα κάνω τώρα», του είπε, και πήρε ένα κρουασάν, το άνοιξε στη μέση, έβαλε μέσα βούτυρο και μέλι, τον κοίταξε σκανταλιάρικα, και το δάγκωσε. Το μέλι έτρεξε στο σαγόνι της, γέλασαν κι οι δυο, οι γλώσσες λύθηκαν, και τα πράγματα πήραν το γνωστό δρόμο που παίρνουν κάθε φορά που μια νεαρή γυναίκα κι ένας (σχεδόν) νεαρός άντρας συναντιούνται τυχαία και ο αέρας ανάμεσά τους ηλεκτρίζεται. Έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα, ξαναβρέθηκαν, πέρασαν και πάλι μελιστάλαχτα κάτω απ’ το δέντρο, κάποια στιγμή η Μάγια σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα λουλούδια, ο Βίλι έτρεξε ξωπίσω της, την έπιασε (ή μάλλον εκείνη τον άφησε να την πιάσει) δίπλα σε κάτι θάμνους, τα γέλια σταμάτησαν, έπεσαν κάτω αγκαλιασμένοι, κι έκαναν έρωτα με λύσσα. Μόλις τελείωσαν (και οι δύο), ο Βίλι αποκοιμήθηκε, αλλά η παιχνιδιάρα Μάγια άρχισε να τον σκουντάει.
«Ε! Βίλι, υπναρά, ξύπνα!»
«Τι είναι, μικρή;»
«Θέλω κι άλλο».
«Α, εντάξει τότε».
Όταν ο Βίλι αποκάλυψε στη Μάγια ότι ήταν ο Βασιλιάς της Βοημίας, και ότι το πιο τρελό της όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα, εκείνη σοκαρίστηκε, στην αρχή ευχάριστα, αλλά μετά έδειξε προβληματισμένη.
«Του πατέρα μου δεν θα του αρέσει αυτό».
«Γιατί;»
«Μισεί τους ευγενείς. Τους θεωρεί υπεύθυνους για τη σκληρή ζωή που ζούμε, για την αδικία, τη φτώχεια, τους μεγάλους φόρους… Πιστεύει πως όλοι είστε άπληστοι και διεφθαρμένοι».
«Άσε να του μιλήσω».
«Όχι, θα του μιλήσω εγώ».
Ο Τόμας, ο πατέρας της, έγινε έξω φρενών, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να την πείσει, άρχισε να τη χτυπάει. Η Μάγια έφυγε τρέχοντας, με δάκρυα και αίμα να τρέχουν στο πρόσωπό της, και βρήκε καταφύγιο στο κάστρο του Βίλι. Ο Τόμας την ακολούθησε, κι άρχισε να φωνάζει, να χτυπάει την πύλη και να απαιτεί να του δώσουν πίσω την κόρη του. Ο Βίλι αρνήθηκε, και ο Τόμας έφυγε βρίζοντας και απειλώντας. Αλλά οι δυο ερωτευμένοι δεν έδωσαν σημασία στις απειλές, πράγμα που αποδείχτηκε επιπόλαιο εκ μέρους τους, γιατί φαίνεται πως ο Τόμας ετοίμαζε από καιρό (ίσως μάλιστα από τότε που χτίστηκε το κάστρο) μια δύναμη κρούσης που θα έδιωχνε τους αριστοκράτες από την περιοχή, με στόχο να δημιουργήσει μόνιμη ανεξάρτητη τοπική συνέλευση αγροτών και βοσκών, με απώτερο σκοπό να συνεργαστεί με άλλες παρόμοιες ομάδες σε όλη την ύπαιθρο της Βοημίας και να εξεγερθούν όλοι μαζί ενάντια στους πλούσιους, παίρνοντας την τύχη τους επιτέλους στα χέρια τους.
Δυο μέρες αργότερα, αφού έπεσε ο ήλιος, ο Τόμας εμφανίστηκε ξανά μαζί με ένα στρατό από χωρικούς οπλισμένους με δικράνια και πυρσούς, οι οποίοι, απόλυτα σίγουροι για τις κινήσεις τους, σαν να είχαν εκπαιδευτεί ειδικά για αυτό το γεγονός, έσπασαν την πύλη, μπήκαν μέσα στο κάστρο, άρπαξαν την Μάγια κι έκαψαν τα πάντα, αφήνοντας πρώτα το υπηρετικό προσωπικό να φύγει, ανάμεσά τους και τον Βίλι, ο οποίος τη γλίτωσε γιατί φορούσε απλά ρούχα και μαγειρική ποδιά και τον πέρασαν για λαντζέρη. Η φωτιά φούντωσε και φαινόταν χιλιόμετρα μακριά, αλλά κανείς δεν έκρινε σκόπιμο να ειδοποιήσει τις αρχές. Έτσι, στην καρδιά της Βοημίας, δημιουργήθηκε για λίγους μήνες μια αυτόνομη κοινότητα που δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και οργάνωνε τη ζωή της όπως ήθελαν οι ίδιοι οι κάτοικοί της. Όλα αυτά, βέβαια, ώσπου ήρθε η στιγμή να περάσει από εκεί ο φοροεισπράκτορας της κυβέρνησης, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον Τόμας, με αποτέλεσμα ένα ψυχρό πρωινό να εμφανιστεί το Βασιλικό Ιππικό και να βάλει αιματηρό τέλος στην εξέγερση.
Στο μεταξύ η δύστυχη Μάγια, που νόμιζε πως ο Βίλι είχε καεί μαζί με το κάστρο του, τρελάθηκε· άρχισε να πιστεύει πως είναι μέλισσα, και καθημερινά πήγαινε στο σημείο που γνωρίστηκαν, πασαλειβόταν με μέλι κι έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια κουνώντας τα χέρια της σαν να ήταν φτερά και φωνάζοντας το όνομά του. Σε μια απ’ αυτές τις πτήσεις της σκόνταψε, χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα κι έμεινε στον τόπο· ή λυτρώθηκε, ανάλογα με το πώς θα το δει κανείς.
6
Ο Βίλι έφυγε μέσα στη νύχτα τρέχοντας, με την πλάτη του φωτισμένη από τις φλόγες που είχαν τυλίξει το κάστρο του, σαστισμένος από την αναπάντεχη βία, απογοητευμένος από την ανθρώπινη φύση και βαθιά μελαγχολικός, με μόνη επιθυμία πια να αποσυρθεί από τα πάντα. Άλλωστε, ήδη είχε παραχωρήσει κάθε εξουσία στο Βασιλικό Συμβούλιο. Είχε ακόμη κάποια χρήματα στην άκρη· δεν ήταν πολλά, αλλά υπολόγισε ότι θα του έφταναν για να αγοράσει κάποιο παλιό σπίτι στην Πράγα. Βρήκε ένα, σε μια κακόφημη περιοχή της πόλης κοντά στην πλατεία Βένσεσλας, το οποίο είχε κάτι διακοσμητικές πολεμίστρες στη στέγη, και γι’ αυτό οι ντόπιοι το αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Το Κάστρο». Παραιτημένος, και έχοντας χάσει κάθε ενδιαφέρον για την εξουσία, το χρήμα, τα βιβλία, τη μουσική και τις τέχνες, ο Βίλι το ξανάριξε στο πιοτό και σε κάθε είδους ακολασία. Τα μέλη του Βασιλικού Συμβουλίου είχαν ήδη θορυβηθεί από την ξαφνική του επιστροφή στην πρωτεύουσα, αλλά τώρα άρχισαν να ανησυχούν ότι η διαγωγή του Βίλι θα τους προκαλούσε προβλήματα.
«Μα τι ήρθε να κάνει εδώ; Καλά δεν ήταν εκεί στην εξοχή; Τι θα κάνουμε τώρα αν ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο;»
«Γιατί σκάνδαλο; Τι κάνει, δηλαδή;»
«Κάθε νύχτα πηγαίνει σε κακόφημες ταβέρνες και φτηνά μπορντέλα, πίνει, μεθάει, καβγαδίζει, χαρτοπαίζει, κοιμάται με πουτάνες, και γενικώς συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν αρμόζει σε έναν ευγενή, πόσο μάλλον σε έναν βασιλιά».
«Ναι, αλλά η εξουσία δικαιωματικά του ανήκει, άλλο αν μας την έχει παραχωρήσει. Τι μπορούμε να κάνουμε;»
«Υπάρχει ο γνωστός τρόπος», είπε ο σύμβουλος Λίνκε, «αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι. Αν υπάρχει έστω και ένας που να διαφωνεί, δεν μπορεί να γίνει τίποτε».
Έπεσε παγωμάρα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Βασιλικού Συμβουλίου. Κανείς δεν μίλησε. Όλα τα βλέμματα ήταν χαμηλωμένα, εκτός από του Λίνκε, ο οποίος κοίταζε έναν-έναν τους άλλους συμβούλους για να δει τις αντιδράσεις τους. Μετά από πάρα πολλή ώρα, είπε ξερά: «Ωραία, λοιπόν. Προχωράμε».
Στο μεταξύ, ο Βίλι είχε κάνει στέκι του την ταβέρνα Κόκκινη Κορδέλα, κι αυτό γιατί η ιδιοκτήτρια, η Μαντάμ Ορτάνς, βέρα Παριζιάνα, φρόντιζε να έχει διαθέσιμες μια-δυο καινούργιες κοπέλες κάθε βδομάδα, εκτός από τις μόνιμες, έτσι ώστε οι πελάτες να έχουν πάντοτε κάτι φρέσκο να τους κινεί το ενδιαφέρον. Εκεί μέσα ο Βίλι είχε γευτεί πολλούς και ποικιλόμορφους εξωτικούς καρπούς, από την Αραβία, την Κεντρική Αφρική, την Άπω Ανατολή, τις Ινδίες και τον μακρινό Βορρά. Αλλά αυτό που αντίκρισε εκείνο το βράδυ δεν το είχε ξαναδεί ποτέ του: μια ψηλή και λεπτή καλλονή με μαύρα κοντά μαλλιά, υπέροχα ζυγωματικά, αμυγδαλωτά μάτια, σαρκώδη χείλη και μελαχρινή επιδερμίδα, σίγουρα το αποτέλεσμα κάποιου μεγάλου έρωτα ανάμεσα στην Ασία και την Αφρική, με μακριά πόδια, περήφανη περπατησιά και φωτεινό χαμόγελο. Ο Βίλι μαγεύτηκε αμέσως, και ρώτησε σχετικά την Μαντάμ Ορτάνς, η οποία τον πληροφόρησε ότι την κοπέλα την έλεγαν Λίλι, μόλις είχε έρθει στην πόλη, και αυτή ήταν η πρώτη της βραδιά εκεί.
«Είναι όμως για ειδικά γούστα», πρόσθεσε με νόημα.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Βίλι.
«Αν είσαι σίγουρος ότι τη θέλεις, θα το διαπιστώσεις μόνος σου».
Ο Βίλι δεν ήταν μόνο σίγουρος, αλλά ξετρελαμένος μαζί της, κι έτσι η Μαντάμ Ορτάνς έκανε νόημα στην Λίλι, η οποία ήρθε, χαιρέτησε τον Βίλι, ήπιε μαζί του μερικά ποτά, και του μίλησε με τρόπο που έδειχνε πως ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένη κοπέλα, πράγμα που έκανε τον Βίλι να την θέλει ακόμη περισσότερο. Μετά από λίγα λεπτά, ανέβηκαν μαζί τη σκάλα προς τον επάνω όροφο, όπου βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους, φιλήθηκαν με πάθος κι άρχισαν να χαϊδεύονται μέσα σε αμοιβαίους στεναγμούς.
«Η Μαντάμ Ορτάνς μου είπε να σου πω κάτι, πριν προχωρήσουμε».
«Τώρα; Είναι ανάγκη να γίνει τώρα;»
«Φοβάμαι πως ναι, γιατί δεν ξέρω πώς θα αντιδράσεις αν το μάθεις αργότερα».
«Και τι είναι αυτό, πια, που είναι τόσο σημαντικό;»
Αντί για απάντηση, η Λίλι έβγαλε τα εσώρουχά της, αποκαλύπτοντας ένα μάλλον μικρό και καλοξυρισμένο πέος.
«Α, μάλιστα», είπε ο Βίλι.
«Καταλαβαίνεις, πολλές φορές οι πελάτες που δεν καταλαβαίνουν πως δεν είμαι ακριβώς γυναίκα, αιφνιδιάζονται, και μπορεί να γίνουν βίαιοι. Έπρεπε λοιπόν να σε ενημερώσω πριν την κρίσιμη στιγμή. Αν δεν νιώθεις καλά μ’ αυτό και θέλεις να σταματήσουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Ο Βίλι το σκέφτηκε για μια στιγμή, και μετά είπε:
«Κοίταξε, για μένα είσαι γυναίκα, και μάλιστα πολύ όμορφη. Άλλωστε, τι είναι η γυναίκα; Όταν αντικρίζεις μια γυναίκα για πρώτη φορά, και νιώθεις κάτι να σε τραβάει κοντά της, δεν βλέπεις αυτό που έχει ανάμεσα στα πόδια της. Υποψιάζεσαι ότι υπάρχει και είναι στη θέση του, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που θες να την αγγίξεις, να τη φιλήσεις ή να τη δαγκώσεις στο λαιμό, να της πιάσεις το στήθος, να της χαϊδέψεις την κοιλιά, να ― θέλω να πω, δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που το ακούω αυτό».
Και πέρασαν κι οι δυο τους υπέροχα, τόσο υπέροχα μάλιστα που ο Βίλι άρχισε να πηγαίνει κάθε βράδυ στην Κόκκινη Κορδέλα, ειδικά για να δει την Λίλι, η οποία φαινόταν να δείχνει γι’ αυτόν μια στοργή πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι απαιτούσε η επαγγελματική της υποχρέωση απέναντί του.
Μερικές μέρες αργότερα, την ώρα που ο Βίλι και η Λίλι ήταν κάτω και έπιναν μπράντι, μπήκαν στην ταβέρνα τέσσερις μεθυσμένοι άντρες, που κάθισαν στο διπλανό τραπέζι. Στην αρχή έμοιαζαν να είναι απλώς καλοί φίλοι που είχαν έρθει με σκοπό να περάσουν καλά και να ολοκληρώσουν τη βραδιά τους με μια όμορφη γυναικεία συντροφιά. Γρήγορα όμως άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, και ο ένας έβγαλε μαχαίρι. Το μαγαζί αναστατώθηκε, οι κοπέλες άρχισαν να στριγκλίζουν και οι πελάτες έφυγαν τρέχοντας, εκτός από τον Βίλι, που για να βγει από την ταβέρνα έπρεπε να περάσει ανάμεσα στους μεθυσμένους που καβγάδιζαν. Τα πράγματα έδειχναν να ηρεμούν, όταν ξαφνικά αυτός με το μαχαίρι γύρισε προς το μέρος του Βίλι και χωρίς προφανή λόγο προσπάθησε να τον χτυπήσει. Ο Βίλι έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω, και είδε έκπληκτος την Λίλι να μπαίνει μπροστά του και με αστραπιαίες κινήσεις να αφοπλίζει τον μεθυσμένο άντρα, να τον ρίχνει κάτω και να τον καβαλάει στο στήθος κρατώντας το μαχαίρι του στο λαιμό του. Οι άλλοι τρεις έμειναν αποσβολωμένοι, καθώς δεν περίμεναν τίποτα τέτοιο. Κοιτάχτηκαν, έκαναν μεταβολή κι έφυγαν τρέχοντας. Ο άντρας που είχε καβαλήσει η Λίλι είχε γουρλώσει τα μάτια και στο παντελόνι του είχε εμφανιστεί ένας υγρός λεκές, ο οποίος όλο και απλωνόταν. Η Λίλι σηκώθηκε και τον άφησε να φύγει ντροπιασμένος.
«Δεν νομίζω πως ήταν ένας αθώος καυγάς αυτός».
«Τι εννοείς;» ρώτησε ταραγμένος ο Βίλι.
«Είναι φανερό ότι εσύ ήσουν ο στόχος».
Ευγνώμων, ο Βίλι πρότεινε στην Λίλι να έρθει να μείνει μαζί του και να εγκαταλείψει τους πελάτες της, πράγμα που η Λίλι δέχτηκε με ευχαρίστηση, και γιατί συμπαθούσε πολύ τον Βίλι, αλλά και γιατί είχε κουραστεί από αυτή τη ζωή. Στο μεταξύ, βέβαια, είχε γίνει γνωστό πως η Λίλι δεν ήταν γυναίκα, οπότε μπορεί κανείς να φανταστεί τις αντιδράσεις των μελών του Βασιλικού Συμβουλίου μόλις έμαθαν τα νέα. Ο σύμβουλος Λίνκε ήταν πυρ και μανία, αλλά αποφάσισε πως μια δεύτερη απόπειρα δολοφονίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα τραβούσε περισσότερο την προσοχή. Έτσι, έκανε κάτι πολύ πιο ύπουλο: έβαλε τους καλύτερους νομικούς του βασιλείου να επινοήσουν μεθόδους ώστε να σφετεριστούν με απολύτως νόμιμο τρόπο και την εξουσία και τα χρήματα του Βίλι, ο οποίος πλέον ήταν βασιλιάς μόνο κατ’ όνομα, χωρίς κανένα δικαίωμα και καμιά περιουσία. Παράλληλα, οι σύμβουλοι φρόντισαν να εξαφανίσουν την Λίλι. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν την δωροδόκησαν, αν την απείλησαν ή αν την σκότωσαν, την τεμάχισαν και έθαψαν τα κομμάτια σε διαφορετικά σημεία ώστε να μη βρεθεί ποτέ το πτώμα της.
7
Ο Βίλι, φτωχός πλέον, αναγκάστηκε να πουλήσει το αστικό του «κάστρο» για να μπορέσει να ζήσει. Έπρεπε, όμως, κάπου να μείνει. Τη λύση την έδωσε, σαν από μηχανής θεός, μια μακρινή του εξαδέλφη, η Πολέτ, η οποία του παραχώρησε ένα δωματιάκι στο κάστρο της, υπό τον όρο να κόψει το ποτό και να προσέχει πάρα πολύ τη συμπεριφορά του. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που έκανε την εμφάνισή της μια καινούργια καμαριέρα, η Φραντσέσκα, καλό κορίτσι και με πολύ θετική συστατική επιστολή από τον ίδιο τον σύμβουλο Λίνκε. Για κάποιον μυστήριο λόγο, η Φραντσέσκα πάντοτε έσκυβε λίγο περισσότερο, ή άφηνε ένα-δυο κουμπιά της στολής της ξεκούμπωτα, κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τον Βίλι. Μερικές φορές σιγοτραγουδούσε κιόλας, ή του έριχνε λοξές ματιές, και όταν εκείνος ένιωθε το βλέμμα της και γύριζε να την κοιτάξει, εκείνη χαμογελούσε, και μ’ ένα πνιχτό γελάκι έστρεφε το πρόσωπό της από την άλλη, αλλά όχι ιδιαίτερα γρήγορα. Μια μέρα, όταν η Φραντσέσκα ανέβασε το πόδι της σε μια καρέκλα κι έσκυψε για να σιάξει τις κάλτσες της κάπου ενάμισι μέτρο από τη μύτη του Βίλι, ο άνθρωπος δεν άντεξε και της ρίχτηκε, πράγμα που εκείνη δεν φάνηκε να την στενοχωρεί καθόλου, καθώς άρχισε να βογκάει από τον πόθο και να ξεκουμπώνει μόνη της τα κουμπιά της στολής της που δεν ήταν ήδη ξεκούμπωτα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Βίλι μπήκε μέσα της και η όλη κατάσταση έμοιαζε πολύ όμορφη, ώσπου έγινε κάτι πολύ παράξενο: μόλις η Φραντσέσκα τελείωσε, και ενώ η ερωτική πράξη συνεχιζόταν ακόμη, άρχισε να σκίζει μόνη της τα ρούχα της και να ουρλιάζει: «Βοήθεια! Βοήθεια! Κυρία Πολέτ! Βοήθεια!»
Ο Βίλι, μέσα στην ερωτική παραζάλη, άργησε να καταλάβει τι γινόταν. Όταν το κατάλαβε, τραβήχτηκε, αλλά ήταν πολύ αργά. Η εξαδέλφη του μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο και τον είδε με το πέος του σε πλήρη στύση να στέκεται επάνω από την Φραντσέσκα, η οποία είχε σκισμένα ρούχα και, άγνωστο πώς, έκλαιγε. Το πρόσωπο της Πολέτ έγινε κόκκινο σαν ώριμη ντομάτα, και φυσικά δεν είχε καμιά διάθεση να ακούσει τις δικαιολογίες του φτωχού Βίλι, τον οποίο πέταξε έξω από το κάστρο της με συνοπτικές διαδικασίες.
Χωρίς μέρος να μείνει, και καταλαβαίνοντας ότι η Φραντσέσκα ήταν βαλτή, ότι κάποιοι ήθελαν την καταστροφή του και ότι επομένως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν, ο Βίλι γνώρισε από πρώτο χέρι μια ζωή που δεν υποπτευόταν καν την ύπαρξή της, καθώς έμεινε στους πέντε δρόμους, άστεγος, άφραγκος, αξύριστος και άπλυτος. Τις νύχτες κοιμόταν κάτω από γέφυρες ή κάτω από δέντρα, και τις μέρες καθόταν στα σκαλιά κάποιας εκκλησίας, διαφορετικής κάθε φορά, και εκλιπαρούσε την ελεημοσύνη των περαστικών. Σε μερικούς μήνες ήταν εντελώς αγνώριστος. Είχε αποκτήσει μακριά μπλεγμένα μαλλιά και φουντωτή γενειάδα, είχε χάσει κάμποσα κιλά, το μυαλό του είχε θολώσει, το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει, τα ρούχα του ήταν τρισάθλια, και κανείς δεν τον αναγνώριζε. Και ίσως αυτό να ήταν που του είχε σώσει τη ζωή, καθώς οι δολοφόνοι που είχαν προσλάβει οι σύμβουλοι, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν επιτέλους από το βάρος της παρουσίας του, εξακολουθούσαν να τον ψάχνουν· αλλά πού να φανταστούν ότι ο Βασιλιάς της Βοημίας είχε καταντήσει ένας φτωχός, ρακένδυτος και μισότρελος ζητιάνος…
Οι σύμβουλοι δεν τον εντόπισαν ποτέ, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν. Τον είχαν ήδη εκτοπίσει από την εξουσία και την περιουσία του. Επειδή όμως ο απόηχος των σκανδάλων συνεχιζόταν, όπως και οι φήμες για τον απόντα βασιλιά, αποφάσισαν να επινοήσουν έναν φανταστικό βασιλιά, τον Γιόχαν, του οποίου το όνομα και την υπογραφή έβαλαν σε όλα τα βασιλικά διατάγματα και τα υπόλοιπα σχετικά έγγραφα, απαλείφοντας εντελώς κάθε αναφορά στον βασιλιά Βίλι. Το κόλπο δούλεψε μια χαρά: οι ιστορικοί, βασισμένοι αποκλειστικά στα επίσημα έγγραφα, δεν τον μνημονεύουν πουθενά, και ο λαός γρήγορα τον ξέχασε, προτιμώντας να ασχοληθεί με τη φτώχεια του και τη δυστυχία του, αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθούσαν τα διεφθαρμένα και άπληστα μέλη του Βασιλικού Συμβουλίου. Έτσι, σήμερα κανείς δεν θυμάται τον βασιλιά Βίλι. Όλοι όμως θυμούνται τον σαλεμένο βρόμικο γερο-ζητιάνο που, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, στα σκαλιά του Αγίου Βίτου, μετά το τέλος του εσπερινού, ενώ οι μεγαλοσχήμονες έβγαιναν από την εκκλησία γεμάτοι, προφανώς, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δέχτηκε μια δυνατή κλοτσιά στο στομάχι από έναν φρουρό που είχε εκνευριστεί γιατί τον είχε κουτσουλήσει ένα περιστέρι, διπλώθηκε στα δύο και ξέρασε πάνω στα φανταχτερά και πανάκριβα ρούχα του συμβούλου Λίνκε, μέσα σε ασυγκράτητα γέλια από όλους τους παρευρισκόμενους.
Leave a Reply