[Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρεύματα, τ. 37, Μάιος-Ιούνιος 1997, σελ. 34.]
ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
Μια ανάμνηση ελευθεριότητας
Της Kathy Dobie
Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσε η απλότητα και η καλωσύνη. Γέμιζα ένα μπολ με νερό, πρόσθετα φύλλα από το θαμνοφράχτη, και το έτρωγα μ’ ένα κουτάλι κούκλας, αργά, μέχρι που χαλάρωνα. Ο κόσμος ήταν πανέμορφος και φριχτός — αστραπές, ο Θεός, ο πατέρας μου με κοστούμι, η σκέψη και μόνο ότι η μητέρα μου κοιμάται… Με συντάραζαν τα πάθη μου. Τα δειλινά, κρυβόμουνα στις πασχαλιές και κοίταζα τις μικρότερες αδελφές μου που στριφογύριζαν στην αυλή. Οι ξανθιές χαίτες τους, οι κραυγούλες και τα γέλια τους άφηναν ασημένια ίχνη στον αέρα. Η μητέρα μου ερχόταν στο παράθυρο της κουζίνας για να κοιτάξει, και η σκιά της λες κι αναδυόταν απ’ το γρασίδι. Ένιωθα τις σκέψεις της: Πού είναι; Γιατί δεν παίζει με τις αδελφές της; Εγώ, κουλουριασμένη εκεί, ένιωθα νοσηρή, παραμορφωμένη, σαν ελαττωματικό ζώο ανάμεσα σε χρυσαφένια λιονταράκια. Η μητέρα μου μας έλεγε πως ήθελε καθεμιά από μας να αποκτήσει τη δική της προσωπικότητα, εγώ όμως δεν μπορούσα να βρω καμμιά καλή. Ήμουν ονειροπαρμένη, συναισθηματική, ατημέλητη και ξεχασιάρα. Η μοναχικότητά μου έδινε την εντύπωση μελαγχολίας. Απρόθυμα έβγαινα από τις πασχαλιές και έπαιζα μαζί με τις αδελφές μου πάνω στο γρασίδι, χοροπηδώντας κυκλικά μπροστά στο φως του παραθύρου και το σκοτεινό βλέμμα της μητέρας μου, βαρύθυμη και βλοσυρή, εκεί που οι αδελφές μου ήταν ζωηρές και εύθυμες.
Η μητέρα μου ήταν δεκαεννέα όταν παντρεύτηκε. Πριν πατήσει τα τριάντα, είχε ήδη έξι παιδιά, κι εγώ πριν τα δυο μου χρόνια είχα ήδη αποκτήσει μικρότερη αδελφή. Ήμουν το τρίτο παιδί, αλλά η μεγαλύτερη κόρη, κι έτσι είχα την ευθύνη να προσέχω τις δυο μικρότερες αδελφές μου και τον μικρό αδελφό μου, που ήταν ακόμη μωρό. Η ευθύνη μου με αποτράβηξε από τη χαρούμενη και γεμάτη ζωντάνια παρέα των αδελφών μου, και μου αφαίρεσε κάθε ίχνος αθωότητας. Στενοχωριόμουν κι ανησυχούσα, τις κρατούσα και τις πρόσταζα. «Αυτό είναι το μεγαλύτερο κορίτσι», έλεγαν οι γονείς μου, και κάτι έκλεινε μέσα στα μάτια που με αντίκρυζαν.
Θυμόμουν με πόνο τη νιότη και τη μεγαλόσωμη ομορφιά της μητέρας μου, τα γεμάτα χείλη που έβαφε κόκκινα λίγο πριν ο πατέρας μου έρθει στο σπίτι από τη δουλειά του ως διευθυντή στο Γέιλ, τα λεπτά δάχτυλα που έπαιζαν το «Try to Remember» στο πιάνο, κι έπαιζαν με τόση θλίψη που διπλωνόμουν στα δυο σφιχτά και κουνιόμουν μπρος πίσω, κι ευχόμουν να σταματήσει. Ο πατέρας μου ερχόταν στο σπίτι με διηγήσεις, κωμικές και ηρωικές περπέτειες με πρωταγωνιστές επιστάτες και καθηγητές, πολιτικούς και μπάτσους. Ήταν φοβερός ο κόσμος που βρισκόταν έξω από την πόρτα μας! Κι ο πατέρας μου ήταν ο άντρας με το κομψό κοστούμι που γλιστρούσε αθόρυβα μέσα από κοκτέιλ πάρτι και φοιτητικές εξεγέρσεις, χωρίς να κουβαλάει πάνω του ούτε άγχος ούτε αμφιβολία. Τις Κυριακές μας πήγαινε στο Γέιλ. Φορούσαμε τα πιο καλά μας ρούχα και τα πιο όμορφά μας χαμόγελα, και ο σκληρός, επικίνδυνος κόσμος που ήξερε ο πατέρας μου συμμορφωνόταν και μας χαμογελούσε ευγενικά.
Σε μια φωτογραφία που τράβηξε, εγώ κι οι δυο αδελφές μου καθόμαστε στο πάτωμα του σαλονιού δίπλα στο τζάκι, φορώντας δαντελωτά φορέματα. Μας έχει πιάσει πάνω σε ονειροπόληση: τα πρόσωπά μας είναι γαλακτώδη, σαστισμένα — μ’ εκείνη την αόριστη μελαγχολία που νιώθουν μερικές φορές τα παιδιά όταν έχουν μείνει για πολλή ώρα στον κόσμο των μεγάλων. Είναι ένα όμορφο πορτραίτο, μόνο που εγώ είμαι στην άκρη και το μισό μου πρόσωπο λείπει. Η φωτογραφική μηχανή ήταν εστιασμένη αλλού. Εγώ δεν υπήρχα στα μάτια του μπαμπά: επομένως, δεν ήμουν κορίτσι.
Όταν γεννήθηκε ο Στήβεν, ο μικρότερος αδελφός μου, τον κουβαλούσα για ώρες ολόκληρες αγκαλιά. Είχα τη μυστική τρυφερότητα και το πικρό καμάρι της παραμάνας· ένα φόβο για τη μέρα που οι άλλοι θα έβλεπαν την αξία του και θα μου τον έπαιρναν. Μόνο που, με τον Στήβεν, με περιέβαλλε ένα είδος ψυχρότητας, ένα οχυρό που δεν μπορούσε να παραβιαστεί. Στην εφηβεία μου, η μητέρα μου μού είπε πως, όταν ήμουν παιδί, δεν μου άρεσε να με κρατούν ή να με αγγίζουν —μαζευόμουν, σφιγγόμουν— κι έτσι, εκείνη και ο πατέρας αποφάσισαν να μην το κάνουν. Θα περίμεναν μέχρι να τους προσεγγίσω εγώ. Κι όλο και περίμεναν. Γιατί φαίνεται πως το άγγιγμα που αποζητούσα δεν ήταν οικογενειακό, δεν ήταν καν στοργικό. Αυτού του είδους η «αγάπη» ήταν για τα καλά κοριτσάκια, και με έκανε να νιώθω ψεύτρα, και με έκανε ακόμα πιο μοναχική.
Στην κρεβατοκάμαρα της σοφίτας, που μοιραζόμουν με τρία από τα αδέλφια μου, χάιδευα και φιλούσα το μαξιλάρι μου, και το αποκαλούσα «Μαρκ, αγάπη μου, μωρό μου», από το όνομα ενός τρελού, παράφορου αγοριού στο γυμνάσιο του Σεντ Ρίτα. Ο Μαρκ ήταν το μόνο παιδί σε ολόκληρη την ιστορία της τετάρτης τάξης που είχε ξυρίσει το κεφάλι του, είχε κάνει τατουάζ με ναζιστικά εμβλήματα, και στο σχολείο φορούσε μπότες με λαστιχένιες σόλες και αδιάβροχο στρατιωτικού τύπου. Έγλυφα τον Μαρκ Αγάπημου Μωρόμου, τον φιλούσα σαν να πιπίλιζα πορτοκάλι. Όλα τα παιδιά τον μισούσαν. Ήταν ισχυρός και μοναχικός. Τα γυαλιά του ήταν σπασμένα και κολημένα με σελοτέιπ, αλλά τα φορούσε σαν να ήταν κάτι επικίνδυνο: σαν συντρίμμια αυτοκινήτου, ή σαν μπαστούνι του μπέιζμπολ. Σαν να τον έχω μπροστά μου — ο μικρός ναζί πρίγκηπας που περπατώντας βαριά γυρνά στο σπίτι από το σχολείο μονάχος, με το αδιάβροχό του να στοβιλίζεται γύρω του σαν μπέρτα. Ήταν ο σύμμαχός μου σ’ έναν κόσμο που έμοιαζε όλο και πιο ψυχρός. Οικογενειακά μπάρμπεκιου, αυτοκίνητα που ψήνονταν πάνω στην μαύρη πίσσα της μεγάλης πλατείας με τα καταστήματα, το ατέλειωτο ρεύμα γυναικών και καροτσιών, παραινέσεις να είμαι χαρούμενη, να συμμετέχω στα παιχνίδια… Η ζωή στριφογύριζε όλο και πιο χαρωπά, ενώ τα οράματά μου γίνονταν όλο και πιο τερατώδη. Ήθελα μια διέξοδο. Ήθελα μια συντροφιά.
Φανταζόμουν το τοπίο έξω από την οικογένεια εν μέρει παρατηρώντας την εργασιακή ζωή του πατέρα μου και εν μέρει από τα βιβλία που διάβαζα. Έκανα τη μπέιμπι-σίτερ για μια οικογένεια που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη με πορνό. (Σε μια γελοιογραφία στο Πλέιμποϊ, ένας γιατρός λέει σ’ ένα κορίτσι ότι είναι ώρα για την ένεση και ότι, αν είναι καλό κορίτσι και δεν κλάψει, χε, χε, θα της δώσει κάτι να γλύψει). Η ιδέα τού να είσαι αντικείμενο συζήτησης, πόθου, τεχνασμάτων, πονηρών κλεισιμάτων κάποιου ματιού, ανάμεσα στους άντρες, με διέγειρε. Τα αγαπημένα μου βιβλία ήταν γραμμένα από γυναίκες. Διάβαζα για να φτάσω σ’ εκείνες τις στιγμές όπου η γατούλα του σεξ, η βασίλισσα μέλισσα, η χαρούμενη πουτάνα, έπιανε το βλέμμα του στο πάρτι, κι οι δυο τους απομακρύνονταν με κάποια πρόφαση από την ευγενική συντροφιά και συναντιόντουσαν στο σκοτεινό διάδρομο με κομμένη ανάσα και αγγίζονταν αγκαλιασμένοι. Αυτή ήταν η δική μου Σταχτοπούτα.
Φανταστείτε μας να διασχίζουμε τη χώρα εκείνο το καλοκαίρι όταν ήμουν δεκατεσσάρων, ο πατέρας μου στο τιμόνι του τεράστιου αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, η μητέρα και ο μεγαλύτερός μου αδελφός να παίζουν τους συγκυβερνήτες, ο Χένρι Μανσίνι να ακούγεται εκκωφαντικά από τα ηχεία. Καθόμουν στον καναπέ στο πίσω μέρος του τροχόσπιτου δίπλα στο παράθυρο. Οι φορτηγατζήδες πατούσαν τις κόρνες τους. Άλλοι άντρες μας ακολουθούσαν με τα αυτοκίνητά τους. Έκανα συνομιλίες μαζί τους, πρώτα με τα χείλη, μετά γράφοντας σημειώματα. Σχεδόν άγγιζαν τον προφυλακτήρα μας για να μπορούμε να διαβάζουμε ο ένας τα σημειώματα του άλλου. Στη μέση μιας συνομιλίας με δυο άντρες, εκείνοι σήκωσαν ένα σημείωμα που έλεγε: «ΑΝΗΛΙΚΟ ΔΟΛΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ». Εγώ έγραψα για απάντηση: «ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΨΑΡΕΜΑ;» Στα πρόσωπά τους εμφανίστηκε μια σύντομη έκπληξη, και μετά έσκασαν στα γέλια. Μας ακολούθησαν για μίλια ολόκληρα στον ηλιοφωτισμένο αυτοκινητόδρομο, μέχρι που στρίψαμε και μπήκαμε σ’ ένα χώρο για κάμπινγκ. Εκείνοι έστριψαν πίσω μας, πληρώνοντας το κάμπινγκ, και τότε άρχισα να γίνομαι νευρική. Πλησίαζαν την οικογενειακή ζώνη, παραήταν κοντά.
Σταμάτησαν στον άδειο χώρο ακριβώς δίπλα μας, και όταν ο πατέρας μου πήγε να συνδέσει το ηλεκτρικό και το νερό, οι άντρες άρχισαν να κουβεντιάζουν μαζί του, με τα μάτια τους να στρέφονται συχνά προς την πόρτα του τροχόσπιτου. Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε τίποτε, ούτε καν ότι εκείνοι δεν είχαν τροχόσπιτο, ούτε σκηνή, και ήταν εξαιρετικά αργόσχολοι. Αυτή του η χαζομάρα μού ήταν επώδυνη. Πριν κατέβω από το τροχόσπιτο, άρπαξα το χέρι του μικρού αδελφού μου και τον τράβηξα μαζί μου σαν σκηνικό αντικείμενο. Οι δυο άντρες άναψαν σαν φωτοβολίδες, αλλά εγώ έσκυψα πάνω από τον Στήβεν και του μιλούσα χωρίς να τους δίνω σημασία. Έπαιζα μαζί του, φροντίζοντας να μην απομακρυνθώ από το τροχόσπιτο, και ρίχνοντας πού και πού μια ματιά προς εκείνους, μια ματιά σαν σκοινί που έλεγε «περιμένετε». Χάιδευα αργά τα μαλλιά του Στήβεν. Είχα την ελπίδα ότι θα μου ερχόταν λίγο κουράγιο ή κάποια ιδέα. Ίσως τη νύχτα, όταν ο πατέρας μου θα κοιμόταν. Όμως οι δυο άντρες έφυγαν από το κάμπινγκ αφήνοντας πίσω τους ένα θυμωμένο σπινάρισμα στα χαλίκια και λίγο καπνό από την εξάτμισή τους, κι εγώ υποβιβάστηκα από την πιο ποθητή ανήλικη του κόσμου σ’ ένα ηλίθιο επιπόλαιο κορίτσι.
Πίσω στο σπίτι, τον Αύγουστο, ο φίλος του πατέρα μου από τη δουλειά καθόταν στον καναπέ μας καθώς ο πατέρας μου του έδειχνε φωτογραφίες από τις διακοπές μας. Έφτασε σε μια δική μου, που ήμουν πάνω σ’ ένα βράχο φορώντας ένα μαύρο μαγιό. «Λουκούμι», είπε ο άντρας. Κι η λέξη έμεινε στον αέρα, πορώδης, και μετά σκορπίστηκε αστράφτοντας, πάνω από το τραπεζάκι, τη γαλαζοπράσινη παχιά μοκέτα, το πιάνο. Ο πατέρας μου ξερόβηξε. Το γέλιο του ήταν ξαφνιασμένο, αμήχανο. Δε μου έριξε ούτε ματιά. Έβγαλε την επόμενη φωτογραφία.
Η λέξη «Λουκούμι» ήταν σαν να άνοιγε μια πόρτα, αλλά εγώ τη διάβηκα μόνη. Η λέξη «Λουκούμι» γράφτηκε στη σάρκα μου με μελάνι που φωσφόριζε. Οι γονείς μου, οι αδελφές μου κι οι αδελφοί μου, δε φαίνονταν να προσέχουν τίποτε. Αλλά οι άντρες άκουγαν το μήνυμά μου δυνατά και καθαρά, το καταλάβαιναν απόλυτα.
Ένα πρωί, έχασα το λεωφορείο και περπάτησα ως το σχολείο, αργοπορημένη και χαρούμενη γι’ αυτό. Φορούσα τη στολή της καθολικής μαθήτριας, την καρό φούστα και τις κάλτσες ως το γόνατο, αλλά κατέβασα τις κάλτσες γύρω από τον αστράγαλο, γύρισα τη φούστα για να κοντύνει, και ξεκούμπωσα τα πρώτα τρία κουμπιά της μπλούζας μου. Ένας άντρας σταμάτησε με το αυτοκίνητό του — μήπως ήθελα να με πάει πουθενά; Ήταν γύρω στα σαράντα και ντυμένος για γκολφ. Το ντύσιμό του το βρήκα γελοίο, μέχρι και φρικαλέο, αλλά η αυτοπεποίθησή του ήταν αρκετά συμπαγής. Τα μάτια του ήταν τολμηρά, γαλάζια, και χαρούμενα.
Με πήγε στο σχολείο, και με πήρε από το σχολείο το ίδιο απόγευμα, προτείνοντάς μου να πάμε για παγωτό χωνάκι. Φορούσε ζώνη, οδηγούσε αυτοκίνητο, είχε παχύ πορτοφόλι — πώς να περιγράψω πώς νιώθει ένα κορίτσι μπροστά σ’ έναν ώριμο άντρα; Ήταν άντρας, και το δέρμα του ήταν χλομό και βαρύ, αηδιαστικό και διεγερτικό. Ήταν απίστευτα άνετος με την αρρενωπότητά του. Ακόμη κι όταν δεν με κοιτούσε, ακόμα κι όταν παράγγελνε τα χωνάκια, πλήρωνε, ή οδηγούσε, ένιωθα ότι είχε πλήρη επίγνωση της παρουσίας μου, ένιωθα πάνω στο κορμί μου τα σχέδιά του για μένα. Ήταν πιο ερεθιστικό κι από άγγιγμα.
Την επόμενη φορά που βγήκαμε, φόρεσα ένα μαύρο ξώπλατο. Έδεσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια μου πάνω από τους αστραγάλους μου. Φόρεσα το φόρεμα χωρίς κοσμήματα, ώστε να μην κρύψω την πραγματική του σκοπιμότητα. Αφού με πήρε με το αυτοκίνητο (δε θυμάμαι πια το όνομά του), μη πήγε κατευθείαν στο διαμέρισμά του. Δεν δούλευε, απλά έπαιζε γκολφ· ζούσε από ένα καταπίστευμα. Τα δωμάτια ήταν πεντακάθαρα — ούτε σκόνη, ούτε μουσική, ούτε παράθυρα ανοιχτά στον έξω κόσμο — και τα πράγματα για τα οποία μιλούσε με άφηναν βουβή: τουρνουά γκολφ, τένις, χρήματα. Αν δεν υπήρχε το μυστήριο του τι μπορεί να γινόταν μετά, κάτι που ήταν απόλυτα στα χέρια του, θα είχα βαρεθεί τελείως. Αλλά παραήμουν νευρική για να βαρεθώ. Το κορμί μου ολόκληρο σιγοτραγουδούσε.
Μου πρότεινε μασάζ και μου είπε να βγάλω τα παπούτσια μου και να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του όταν είπε σαρκαστικά «δε θα βγάλεις το καλσόν σου;» Το είπε λες και ήμουνα καμμιά φοβισμένη σεμνότυφη. Αν το έβγαζε εκείνος, αυτό θα πρόδιδε θηλυκή δειλία και θα προκαλούσε αρσενική αποστροφή. Έτσι, το έκανα εγώ. Μετά μου είπε να ανοίξω το φόρεμά μου. Κι αυτό φάνηκε να του είναι αρκετό, το να μου κάνει μασάζ καθώς ήμουν εκεί ξαπλωμένη, με τα κοριτσίστικα λευκά μου εσώρουχα.
Στο σπίτι, άνοιξα τις κουρτίνες για να αφήσω το φως του ήλιου να μπει. Άνοιξη, καλοκαίρι, παραλίες, πάρκα, μπάρμπεκιου, ο ήλιος να καίει τις πλάτες — η οικογένειά μου ευδοκιμούσε στο έντονο φως, στις ζεστές μέρες, με το ομαδικό πνεύμα. Κάθε επιθυμία για το σκοτάδι, τη μοναχικότητα, ήταν άρρωστη. Κι εγώ ήμουν άρρωστη. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα, καμιά από τις ασχήμιες του σεξ δεν με κατέπληξε: ούτε η πιπιλιά που έγινε με βρομερή ανάσα και καφετιά δόντια και που μολύνθηκε μερικές μέρες αργότερα, ούτε τα χέρια που έσπρωχναν τα πόδια μου στη σωστή θέση, ούτε το μουγκρητό του ανέραστου τελειώματος. Τίποτε δε με έκανε να ζαρώσω. «Ανήλικο δόλωμα για τη φυλακή», με αποκάλεσαν οι άντρες, γελώντας. Και το πράγμα που ονόμασαν δοκίμασε τη νέα του φωνή. «Πάμε για ψάρεμα;» ρώτησε το δόλωμα πονηρά. Έγινα όσο γλοιώδης και βρόμικη απαιτούσε η στιγμή. Δεν ήταν υποχρεωμένο κανένα αγόρι να κάνει το σεξ να μου φαίνεται όμορφο.
Θυμάμαι μια στιγμή απόλυτης καθαρότητας πριν την καταιγίδα των αγοριών, των δαχτύλων, των βρόμικων λέξεων που πρώτα ψιθυρίζονταν καυτά στο αυτί μου και μετά πετάγονταν δυνατά στο πρόσωπό μου. Ένα Σάββατο πρωί, βγήκα από την πόρτα του σπιτιού των γονιών μου στο Χάμντεν του Κονέκτικατ, φορώντας μια ριγέ ξώπλατη μπλούζα, κολλητό τζην και παπούτσια πλατφόρμες, βγήκα από την πόρτα και κάθησα στο γρασίδι. Δεν ξέρω αν η μητέρα μου με έβλεπε, εγώ πάντως δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο. Αποφάσισα ότι θα έχανα την παρθενιά μου. Ο σκύλος της οικογένειας κάθησε δίπλα μου. Χάιδεψα και μπέρδεψα το τρίχωμά του. Τα αυτοκίνητα περνούσαν κορνάροντας. Τα αγόρια σφύριζαν, έδιναν φιλιά, φώναζαν. Αν τα έπιανε κόκκινο, ντρέπονταν, αν και ένα αγόρι μου έβγαλε τη γλώσσα του σαν εκκρεμές, και μετά έγλυψε προς τα πάνω το παράθυρο.
Αυτός που σταμάτησε τελικά ήταν ένας ώριμος άντρας. Έκανε στροφή 180 μοιρών, σταμάτησε μπροστά στο σπίτι και κατέβηκε. Ήρθε προς το μέρος μου, με μακριά μαλλιά που ανέμιζαν, με μάτια που υποκρίνονταν φιλικότητα. Ο Ρόμπερτ ήταν τριάντα τριών. Δεν είχε σημασία που δεν τον έβρισκα ελκυστικό. Ήταν αυτό που άλλα κορίτσια θα αποκαλούσαν «χαμένο κορμί», ένας αποτυχημένος: ζούσε ακόμη με τη μητέρα του, και ψάρευε δεκατετράχρονες. Αλλά βλέποντας εκείνη την αντρική φιγούρα με το στενό τζην και το κοντομάνικο να γλιστρά σχεδόν πάνω στο γρασίδι και να με έχει βάλει στο στόχαστρο με τρόπους που δεν καταλάβαινα ακόμη…
Χαμογέλασε επιφυλακτικά, γνέφοντας προς το σπίτι. «Εδώ μένεις;» Και μετά, «είναι εδώ οι γονείς σου;» Έσκυψε στο γρασίδι και έκοψε ένα φύλλο. «Λοιπόν, περνάς την ώρα σου με το σκύλο σου;» Με γυρόφερνε με ερωτήσεις προσπαθώντας να με καλοπιάσει, νευρικός σαν κλέφτης. «Θέλεις να πάμε σινεμά καμιά μέρα;» ρώτησε. Κι όταν του είπα αμέ, είπε: «Εεε, τι κάνεις απόψε;» Και ήρθε και με πήρε από το σπίτι των γονιών μου.
Δεν ξέρω πώς ντύθηκα για την περίσταση. Ξέρω πως δεν είχα ιδέα πώς μπορεί να ήταν το σεξ, αν και κατείχα το λεξιλόγιο. Νόμιζα πως το σεξ ήταν κάτι που θα μου άρεσε, με όποιον και να το έκανα. Φύγαμε από το σινεμά μόλις άρχισε η ταινία, και πήγαμε σ’ ένα άδειο οικόπεδο πίσω από ένα τούβλινο κτίριο. Είχε δυσκολία στο να μου το βάλει, και με ρωτούσε συνέχεια «είσαι σίγουρη ότι δεν είσαι παρθένα;»
«Είχα πολλά αγόρια», του είπα. Δεν έλεγα απλώς ψέματα, κόμπαζα κιόλας. Μου είπε να μείνω ακίνητη.
Θα μπορούσα να πω ότι η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία ήταν απογοητευτική, αλλά αυτό θα έχανε την ουσία του πράγματος. Είχα σκηνοθετήσει και περάσει τη δική μου τελετή μύησης στον κόσμο — το χάσιμο της παρθενιάς μου. Τώρα ήμουν ελεύθερη. Την επόμενη μέρα, περπατούσα στην Τρέντγουελ Στρητ γλύφοντας τα χείλη μου. Ήταν κι αυτό ένα σημάδι. Ήθελα τα αγόρια να ξέρουν ότι είχα κάνει σεξ, και ότι τώρα ήμουν ανοιχτή για εκείνα.
Περπάτησα τα τρία τετράγωνα ως το Κέντρο Εφηβείας, ένα μικρό τούβλινο κτίριο που παλιά ήταν σταθμός πυροσβεστικής, που το κατείχε και το λειτουργούσε ο δήμος του Χάμντεν. Κάθησα στο κράσπεδο στην απέναντι μεριά του δρόμου και περίμενα να περάσουν τα παιδιά. Τα αγόρια ήρθαν πρώτα. Είχαν αχτένιστα κεφάλια και φορούσαν χοντρά τζην μπουφάν. Με προσκάλεσαν από απέναντι, και καθήσαμε μπροστά από το Κέντρο. Τα κορίτσια με περιεργάζονταν πιο προσεχτικά, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα εκείνη τη νύχτα. Καθόμουν εκεί και κάπνιζα, ενώ το γέλιο και η κουβέντα με πλησίασαν και περιστράφηκαν γύρω μου. Έτσι απλά, μπήκα στην παρέα.
Ακόμα κι εκείνη τη νύχτα, ήταν τα αγόρια που με έκαναν να αισθανθώ άνετα — έτσι που χάζευαν και έλεγαν ιστορίες για μπάτσους και ναρκωτικά και αυτοκίνητα και για τότε που ο πατέρας κάποιου τους κυνήγησε μ’ ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ. Η σκορπισμένη, τραχιά ενέργειά τους με ζέσταινε, με διασκέδαζε, με άφησαν να μπω μέσα αλλά δεν έκαναν ερωτήσεις, δε μου έκαναν καμμιά ανάκριση. Υπήρχε κάτι πολύ δημοκρατικό με τα αγόρια, και από εκείνη τη στιγμή πάντα έκανα παρέα με μια ομάδα τους, το μοναδικό κορίτσι στο αυτοκίνητο.
Οι άντρες με είχαν εισάγει στη σεξουαλικότητά μου, αλλά εγώ ήθελα αγόρια — αγόρια με λάμψη στα μάτια, βραχνές φωνές, σκληρά μπράτσα, μεταξένια στήθη, σώματα στο δικό μου μέγεθος. Και τα αγόρια που ήθελα ήταν τα κακά — τα επιθετικά, με αυτοπεποίθηση και βρόμικο μυαλό. Με έκαναν να νιώθω άνετα, και το πείσμα του πόθου τους με ερέθιζε. Η ατολμία, οι προσπάθεις για συζήτηση, τα ραντεβού για πίτσα, το καλοντυμένο αγόρι στην πόρτα, με έκαναν να νιώθω άχαρη και βρόμικη. Το κακό παιδί ήταν ύπουλο, έξυπνο, πάντα σκεφτόταν ένα βήμα πιο μπροστά. Με φιλούσε, ψιθυρίζοντας «μωρό μου, μωρό μου», ενώ σήκωνε τους γλουτούς του για να ξεκουμπώσει το παντελόνι του, και μετά έπαιζε με το κουμπί του τζην μου, λες και θα μπορούσα να είμαι τόσο απορροφημένη στα φιλιά του και τη φωνή του ώστε να μην καταλάβω τι συνέβαινε πιο κάτω. Δεν με πείραζε καθόλου το ότι νόμιζαν ότι με ξεγελούσαν και με ωθούσαν εκείνοι στο να κάνω σεξ. Ήμουν επικίνδυνα αδιάφορη για τη γνώμη τους για μένα.
Στο Κέντρο Εφηβείας, υπήρχε μια ομάδα αγοριών που ήταν πιο σκληρά, πιο φασαριόζικα και πιο εντάξει από τα υπόλοιπα. Τα περισσότερα είχαν παρατήσει το σχολείο, και είχαν ήδη φάκελο — για διατάραξη κοινής ησυχίας λόγω μέθης, βανδαλισμούς, ίσως και μερικές διαρρήξεις. Συνήθως απλά κοκορεύονταν, μεθούσαν, καυγάδιζαν, και χτυπούσαν διάφορα πράγματα με τα αυτοκίνητά τους. Μια φορά έβαλαν φωτιά σ’ έναν καναπέ στο Κέντρο και τον έσπρωξαν από τις σκάλες κάτω στο υπόγειο.
Οι κοπέλες αυτών των αγοριών έκαναν παρέα μαζί, όλες πολύ όμορφες. Με τα δικά τους αγόρια ήταν που ανακατευόμουν. Ήμουν τόσο καινούρια στο Κέντρο, τόσο παρασυρμένη από τα ίδια τα αγόρια, που δεν ήξερα καν ότι είχαν κοπέλες με τις οποίες έβγαιναν. Και, παρόλο που είχα ακούσει εκείνα τα κορίτσια να μιλάνε χαρούμενα για ξύλο και ξερρίζωμα μαλλιών, δε σκέφτηκα ότι μπορεί να με αφορούσε αυτό. Περνούσα πολύ λίγη ώρα στο Κέντρο, και δεν είχα πάει εκεί για να κάνω καινούριες φίλες. Πήγαινα, και μετά από λίγα λεπτά έφευγα με ένα αγόρι ή μια παρέα αγοριών.
Ο Τόνι ήταν το πρώτο μου αγόρι. Ήταν Πορτορικανός, αλλά όλα πάνω του μύριζαν λευκή αδελφότητα. Είχε μαύρα και σκληρά μαλλιά και παχιά χείλη, και σώμα παλαιστή. Ο Τόνι δεν ασχολούνταν ποτέ με προκαταρκτικά. Με έπαιρνε, με πήγαινε κατευθείαν στο πάρκο, με φιλούσε, μου έβγαζε τα ρούχα και με έβαζε κάτω.
Κάθε νύχτα για εννιά νύχτες ήμασταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Τόνι. Μια μέρα έκανα κοπάνα από το σχολείο και πήγαμε στο δάσος απέναντι από το σπίτι των γονιών μου, και άνοιξε κάτω μια κουβέρτα. Τότε σκέφτηκα ότι ο Τόνι κι εγώ τα είχαμε. Θα πρέπει να του ανέφερα αυτή τη σκέψη, γιατί κάγχασε. «Δεν είσαι η κοπέλα μου. Έχω μια πραγματική κοπέλα, κι εκείνη δεν με αφήνει ούτε καν να τη φιλήσω». Έμεινα κατάπληκτη που είχε κοπέλα και που το ότι δεν την φιλούσε την έκανε πραγματική. Ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πίστευα τόσο έντονα για αληθινό. Υπήρχε και ο κόσμος της μέρας, ο δημόσιος κόσμος, όπου όλοι είχαμε οικογένειες, πηγαίναμε σχολείο, παίρναμε οδηγίες από τους μεγάλους, και λέγαμε ψέματα όλη την ώρα χωρίς καν να το σκεφτόμαστε. Είχαμε πρόσωπα, όχι σκέψεις, ούτε αισθήματα. Το σεξ τίναζε στον αέρα αυτόν τον κόσμο, και το απρόσωπο αγόρι άναβε, έβγαζε έξω τη γλώσσα και μου την κουνούσε. Νόμιζα πως αυτό το αγόρι ήταν το πραγματικό αγόρι. Όταν ο Τόνι μου είπε ότι δεν ήμουν η κοπέλα του ένιωσα έναν πόνο, έναν εξευτελισμό, αλλά αμέσως τον απέβαλα, τον προσπέρασα. Πήγα για το επόμενο αγόρι.
Πόσα αγόρια συνολικά; Δε φαίνονται και τόσο πολλά, τουλάχιστον αν βλέπεις τα τοκ σόου στην τηλεόραση. Ίσως εννιά ή δέκα μέσα σε επτά μήνες. Σχεδόν όλες οι πρώιμες σεξουαλικές μου εμπειρίες ήταν με αγόρια που με ήθελαν και με μισούσαν γι’ αυτό, αγόρια που θεωρούσαν τις επιθυμίες τους βρόμικες και φρόντιζαν να εναποθέτουν αυτή τη βρομιά επάνω μου. Αυτή η περίεργη μείξη πόθου και απέχθειας, η λάμψη στα μάτια τους, η τραχύτητα των χεριών τους, οι ικεσίες κι αμέσως μετά ο χλευασμός, τα κλαψουρίσματα κι αμέσως μετά οι κομπασμοί — αυτό ήταν το σεξ όπως το γνώρισα. Δεν ήταν αυτό που περίμενα, αλλά υπήρχε ένα αξιοπερίεργο είδος αδιαντροπιάς πάνω μου, και δεχόμουν όποιον έβρισκα στο δρόμο μου. Έψαχνα για εμπειρίες, και για εκείνο το αίσθημα τού να βρίσκεσαι στο κέντρο των πραγμάτων. Μου άρεσε η ορμή και το πείσμα της επιθυμίας των αγοριών. Τα θαύμαζα γι’ αυτό. Μου άρεσε να νιώθω την κάβλα μέσα στα παντελόνια τους, την τρυφερή επιτακτικότητα, την εστίαση πάνω μου, που όμως αψηφούσε εμένα την ίδια. Και αν δεν με ενδιέφερε και πολύ τι σκέφτονταν οι άλλοι για μένα, ήταν γιατί εγώ δεν με έβλεπα από τη δική τους οπτική γωνία. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι το σεξ είναι μια περιπέτεια μόνο για αγόρια. Και συνέχιζα, πεινασμένη και ερεθισμένη, παρά τα κουτσομπολιά γύρω μου, παρά τους μπελάδες που πλησίαζαν.
Θα πρέπει να είχε κάνει τα άλλα κορίτσια να θυμώσουν πολύ. Άκουγαν τι έλεγαν τα αγόρια, την περιφρόνηση στα λόγια τους, και ξεκαρδίζονταν στα γέλια με τα βρόμικα αστεία τους. Και μετά έβλεπαν κάποιο από αυτά τα αγόρια να μπαίνει στο Κέντρο Εφηβείας για να με πάρει, κι εγώ έφευγα χαιρετώντας με χαμόγελο. Με μισούσαν που ξέφευγα έτσι ατιμώρητη.
Μια νύχτα, τα τέσσερα μαύρα αγόρια του Κέντρου μου είπαν ότι ήθελαν να μου μιλήσουν και μου ζήτησαν να πάω μια βόλτα μαζί τους. Θυμάμαι μόνο τον Κρεγκ και το Χοντρό Ρόσκο. Ο Κρεγκ ήταν ψηλός, σα μαστίγιο, εγκάρδιος. Ο Χοντρός Ρόσκο ήταν όντως χοντρός, ζαρωμένος απ’ το πάχος, σαν μπουλντόγκ. Είχε χρυσά δόντια και κουβαλούσε ένα μπαστούνι. Ο Ρόσκο έκανε την ασχήμια να φαίνεται ωραία, πιο ωραία από την ομορφάδα των λευκών αγοριών. Πίσω από την πλάτη του, τα άλλα παιδιά αναφέρονταν σ’ αυτόν σαν «ο αράπης». Τον φοβόντουσαν, και τον αγαπούσαν. Ήταν κάτι σαν μασκότ, τόσο τέλεια ενσάρκωνε την ιδέα τους περί νέγρων.
Εκείνη τη νύχτα οδηγούσε ο Γκρεγκ, ο Ρόσκο καθόταν μπροστά, κι εγώ έκατσα πίσω με τα άλλα δυο αγόρια. Μόλις μπήκαμε στον κεντρικό δρόμο του Χάμντεν, άρχισαν: «Καθ, όλοι μιλάνε για σένα», είπε ο Ρόσκο. Κι ο Κρεγκ πρόσθεσε: «Πρέπει να προσέχεις, αρχίζεις και αποκτάς κακό όνομα». Μου είπαν να μην εμπιστεύομαι τους άλλους, αλλά εγώ είχα βγάλει το πρόσωπό μου έξω από το παράθυρο, και άφηνα τον αέρα να μου ανοίγει το χαμόγελο. Κακό όνομα. Μια σκιά, μια ρυτίδα. Κάτι υπάρχει στον αέρα πριν μπεις σ’ ένα δωμάτιο και αφού βγεις. Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενη. Το όνομά μου θα είχε τη δύναμη, τον πάταγο του μπαστουνιού του Ρόσκο, που βροντούσε κάθε φορά που έκανε ένα βήμα.
Εκείνος και ο Κρεγκ με συμβούλεψαν να τραβηχτώ και να προσέχω. Δεν υπήρχε τίποτε το επικριτικό στα λόγια τους, τίποτε που να υποδηλώνει πως ήμουν κακιά και βρόμικη, ή ότι το σεξ ήταν κακό και βρόμικο. Το θέμα ήταν απλά τα δόλια άτομα που έκανα παρέα. Μέχρι σήμερα, απορώ με την καλοσύνη τους· ακόμα δεν την καταλαβαίνω. Τέσσερα αγόρια σ’ ένα αυτοκίνητο μαζί μου; Θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν — τέτοιο κορίτσι ήμουνα — κι όμως, το μόνο που προσπάθησαν να κάνουν ήταν να με προστατέψουν.
Ο Τζόι ήταν το τελευταίο αγόρι από το Κέντρο με το οποίο έκανα σεξ μετη θέλησή μου. Ο Τζόι, με το τρελό του κινηματογραφικό χαμόγελο, το αξύριστο πηγούνι και τις πολλές μαλακίες του. Δεν υπήρχε τίποτε το ευτελές πάνω στον Τζόι. Ήταν απλά ένα δύσμοιρο κακό παιδί.
Ο Τζόι κι εγώ κάναμε βόλτες με τη σαραβαλιασμένη Σεβρολέτ του για ώρες ολόκληρες, συνήθως μ’ ένα τσούρμο από αγόρια. Καθόμουν δίπλα του με το μπράτσο του γύρω μου, και με τραβούσε προς το μέρος του κάθε φορά που έπαιρνε στροφή. Ήμουν παιδιάστικα ερωτευμένη, όπως θα έκανε κάθε μαθητριούλα, με το καφετί, σημαδεμένο δερμάτινο σακάκι του, τα γαλαζοπράσινα μάτια του και τις μαύρες βλεφαρίδες του, το Μάρλμπορο που κρεμόταν από τα χείλη του. Με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο γύρω μου, δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ καλά το τσιγάρο του, και δεν χρειαζόταν. Μισόκλεινε τα μάτια και κάπνιζε. Πού και πού του το έπαιρνα, τίναζα τη στάχτη και, τραβώντας μια ρουφηξιά, το έβαζα πάλι στο στόμα του, κρατώντας τα δάχτυλά μου πάνω στα χείλη του.
Δούλευε στο βενζινάδικο του πατέρα του, και περνούσαμε κάθε βράδυ μαζί. Τις Κυριακές, πηγαίναμε επίσκεψη σε μια γυναίκα που την έλεγαν Πάτι, που δούλευε στο Κέντρο Εφηβείας. Ήταν μεγαλόσωμη και παχιά, με μαλλιά που έφταναν κάτω από τη μέση της, και είχε ένα μαύρο φίλο από το Νιου Χέιβεν. Ήταν πάντα στο κρεβάτι όταν φτάναμε, εγώ, ο Τζόι και μερικά αγόρια ακόμη. Κάναμε επιδρομή στο ψυγείο τους και μετά, με τις κοκακόλες στα χέρια, καθόμασταν σε καρέκλες γύρω από το κρεβάτι τους.
Η Πάτι και ο εραστής της μιλούσαν με πολύ τεμπέλικες φωνές, και ένιωθες την ηδονή τους, καθώς ήταν γυμνοί κάτω από τα λευκά σεντόνια και τα βλέμματά μας. Εκείνη έγερνε πάνω του κι εκείνος άπλωνε το χέρι να πάρει τις μέντες από το κομοδίνο της, και λες και σταματούσε στην πορεία, για να δούμε το μαύρο του μπράτσο πάνω στο κάτασπρο δέρμα της. Εκείνος ήταν όλο ρυτίδες, λεπτές και μακριές, κι εκείνη ήταν ένα βουνό σαντιγύ. Αυτή ήταν η κυριακάτικη λειτουργία μας, εγώ κι ο Τζόι να λατρεύουμε το κρεβάτι τους. (Την απέλυσαν λίγο μετά το επεισόδιο με τον καμένο καναπέ. Τη θέση της πήρε ένας ευσυνείδητος και αναμαλλιασμένος άντρας με το όνομα Στηβ).
Μετά, βολτάραμε στην πόλη με το αυτοκίνητο, με την Γκλάντις Νάιτ να παίζει στο κασετόφωνο, και τον Τζόι να μου τραγουδάει τους στίχους. Με έλεγε «μωρό μου», κι εγώ δοκίμασα όλα τα ονόματα που κρατούσα στην άκρη της γλώσσας μου: «γλύκα μου», «αγάπη μου», «μωρό μου», «εραστή μου». Είχε κι εκείνος κοπέλα, αλλά ήταν σαν τη μητέρα του, οπότε απλά την αγνοήσαμε.
Στο τέλος της βραδιάς, τα αγόρια κατέβαιναν κάπου, κι εγώ με τον Τζόι πηγαίναμε στο Ηστ Ροκ Παρκ. Θυμάμαι ακόμα το σκληρό του πηγούνι, τα αξύριστα γένεια του στο χέρι μου, και τα χείλη του, κάπως σκληρά, αντρικά χείλη, τη γλώσσα του, καπνισμένη και μυώδη μέσα στο στόμα μου. Αφού κάναμε σεξ, με πήγαινε σπίτι και ερχόταν πάλι να με πάρει το επόμενο απόγευμα. Αν έπεφτε πάνω στους γονείς μου ήταν γοητευτικός και αδέξιος σαν τριχωτός σκύλος, αλλά μ’ εμένα ήταν η επιτομή της αρρενωπότητας.
Εκείνη η τελευταία βραδιά με τον Τζόι άρχισε όπως όλες οι βραδιές μας, μ’ ένα αυτοκίνητο γεμάτο με αγόρια κι εμένα. Ο Τζόι στο τιμόνι, εγώ πλάι του. Ο Πητ και ο Μπομπ κι ένα άλλο αγόρι πίσω μ’ ένα μπουκάλι τζιν, και ένα κιβώτιο μπίρες στο χώρο αποσκευών. Για πολλά χρόνια δε θυμόμουν το τέταρτο αγόρι, αν και νομίζω πως ήταν ο Ρόνι. Και ποτέ δεν θα είμαι σίγουρη για τη σειρά. Ξέρω ότι πήγαμε στο πάρκο και ήταν γεμάτο χιόνι και το αυτοκίνητο του Τζόι ήταν σαν καράβι που σκαμπανέβαζε πάνω από σωρούς χιονιού, που όργωνε το δάσος, τινάζοντας σύννεφα πίσω του. Ήπιαμε, είπαμε ιστορίες για τον πόλεμο, γελάσαμε. Τότε ο Τζόι άρχισε να με φιλάει μπροστά στους άλλους, το χέρι του γλίστρησε κάτω από την μπλούζα μου, η ανάσα του βάρυνε. Ήθελε να κάνουμε σεξ. Είπε ότι τα παιδιά μπορούσαν να βγουν από το αυτοκίνητο, και τα παιδιά είπαν ότι θα το έκαναν.
Βγήκαν όλοι έξω, και ο Τζόι κι εγώ πήγαμε στο πίσω κάθισμα. Τα αγόρια πήραν το μπουκάλι, κι ενώ ο Τζόι ήταν πάνω μου τους άκουγα που μιλούσαν και γελούσαν. Μετά από λίγο, άρχισαν να χτυπάνε τα πόδια τους στο χιόνι και μας φωνάζουμε να κάνουμε γρήγορα. Μπορώ μόνο να φανταστώ την έξαψή τους, μπορώ μόνο να φανταστώ πώς ένιωθαν, έτσι που στέκονταν έξω από το αυτοκίνητο, με τα θαμπωμένα τζάμια και τη δυνατή μουσική, και φαντάζονταν τι γινόταν μέσα. Θα πρέπει να φαντάστηκαν τους εαυτούς τους στη θέση του Τζόι, και γιατί να μην ήταν στη θέση του;
Ο Τζόι έλαμπε όταν τελειώσαμε, και αφού άφησε τους άλλους να μπουν, συνέχισε να με φωνάζει μωρό του μ’ εκείνο το ευτυχισμένο, γεμάτο ευγνωμοσύνη ύφος στο πρόσωπό του. Τότε, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για να αφήσω τους φίλους του να πάρουν μια γεύση. Τι ακριβώς ειπώθηκε, πόσο κράτησε, δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο που μου είπε «θέλω να δουν πόσο καλή είσαι, μωρό μου», και «καν’ το για μένα, μωρό μου. Δε μ’ αγαπάς;» Δεν έχει σημασία τι ειπώθηκε, μόνο ότι βγήκε από το στόμα του Τζόι και ότι εκείνη τη νύχτα δεν υπήρχε για μένα άλλος κόσμος — μόνο εκείνα τα αγόρια, εκείνο το αυτοκίνητο μέσα στο χιονισμένο δάσος. Εκείνη ήταν η στιγμή που όλα όσα είχαν ειπωθεί για μένα έγιναν αληθινά, η στιγμή που παραδόθηκα.
Νομίζω πως πρώτος ήταν ο Πητ. Ήταν στα τριάντα του, και πιο φαλακρός απ’ ό,τι ο Ρόνι ή ο Μπομπ. Πήγα πάλι στο πίσω κάθισμα, ο Ρόνι και ο Μπομπ στριμώχτηκαν μπροστά με τον Τζόι, και ο Πητ ήρθε πίσω μαζί μου. Όταν ο Πητ με καβάλησε, ο Τζόι μου κρατούσε το χέρι και μου έλεγε πως μ’ αγαπούσε. Έκλαψα. Αφού ο Πητ τελείωσε μέσα μου, κάθησε δίπλα μου και έσπρωξε κάτωτο κεφάλι μου. Έκανα εμετό. Ο Πητ τινάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο, βρίζοντάς με, και οι άλλοι άρχισαν να γελάνε. Το επόμενο αγόρι δεν ήταν αρκετά σκληρό, και χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τα δάχτυλά του για να μπει μέσα μου. Όταν με καβάλησε κι ο τέταρτος, ξεφυσώντας στα μαλλιά μου, άρχισα να ουρλιάζω ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω, και τότε σταμάτησαν.
Άνοιξαν κι άλλες μπίρες. Ντύθηκα. Κουλουριασμένη στο πίσω κάθισμα, μέσα στο σκοτάδι κοντά στο δάπεδο, έβαλα το καλσόν μου. Από πάνω μου, τα αγόρια γελούσαν και μιλούσαν δυνατά, αναζωογονημένα — και, ίσως, νευρικά. Έμεινα κρυμμένη στο σκοτεινό πηγάδι του δαπέδου, τεντώνοντας το καλσόν πάνω στα πόδια μου, νιώθοντας πως είναι απίστευτα άσχημο, αυτό το χλομό χρώμα του, που λέγεται «γυμνό», και το λευκό μαξιλαράκι στον καβάλο πολύ καθαρό και σεμνό.
Τα αγόρια με πήγαν σπίτι, και ορκίζονταν πως κανείς δεν θα μάθαινε τίποτε για εκείνη τη νύχτα, και βγήκα από το αυτοκίνητο, από το πίσω κάθισμα αυτή τη φορά, πήρα το δρόμο για το θαμπό φως της κουζίνας, σκόνταψα κι έπεσα πάνω στο χιόνι.
Την επόμενη μέρα, φόρεσα το ψεύτικο δερμάτινο σακάκι μου με την ψεύτικη γούνα στο κολάρο, περπάτησα τα τρία τετράγωνα ως το Κέντρο, και, όταν μπήκα, ήταν σαν έπεσε βόμβα. Τα κορίτσια που κάθονταν στο πάτωμα άρχισαν να ανοιγοκλείνουν τα πόδια τους μιμούμενες τερατωδώς τις κινήσεις του σεξ. Άλλα παιδιά μπήκαν μέσα από την αίθουσα με την πισίνα. «Κοιτάξτε ποια ήρθε!» «Κοιτάξτε την, την πουτάνα, που έρχεται εδώ, μετά από…» «Η παρτουζιάρα!» Η έκπληξη και η χαρά τους δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μεγάλες. Η όρασή μου έπαθε διάθλαση (ένα πρόβλημα που έχω ακόμα από τότε), και, αν και η σκηνή ήταν ήδη αλλόκοτη, έγινε ακόμα περισσότερο, με πρόσωπα κομμένα στη μέση και στριφογυρίζουν μπροστά μου, γλώσσες να προβάλλουν, μάτια, πόδια να χοροπηδάνε και να πηγαίνουν πέρα – δώθε. Ο Στηβ, ο νέος διευθυντής του Κέντρου, μπήκε τρέχοντας, με τράβηξε στο γραφείο του, και μου είπε ότι έπρεπε να φύγω — τα παιδιά είχαν περάσει όλη τη μέρα σχεδιάζοντας να με δείρουν.
Είπε ότι θα με πήγαινε σπίτι μου με το αυτοκίνητο, αλλά έπρεπε να φύγουμε αμέσως. Δεν καταλάβαινε γιατί είχα ξαναπάει εκεί μετά από τα χθεσινά, αλλά μου είπε να μην απομακρυνθώ από κοντά του, και με τράβηξε βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος των σωμάτων, έξω από την πόρτα, εκεί που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. Τα παιδιά μαζεύτηκαν έξω και ούρλιαζαν «ξεσκισμένη!» και «σκρόφα!» Μια χιονιά με χτύπησε στην πλάτη, και μου ήρθε στο νου μια παλιά ταινία, ίσως κάποιο γουέστερν, και γύρισα και τους αντίκρυσα, τους κοίταξα κατάματα — πλαφ! μια χιονιά με βρήκε στο στήθος και μου πιτσίλισε το πρόσωπο. Μετά όρμησαν σαν χείμαρρος, και μπήκα στο αυτοκίνητο και ο Στηβ με πήγε στο σπίτι μου, και μου έδωσε τη συμβουλή που δεν είχα ανάγκη πλέον: να μην ξαναγυρίσω.
Μπήκα από την κουζίνα — «γεια σου αγαπούλα μου!» — και πήγα κατευθείαν επάνω, κι άρχισα να μετράω τα χρόνια, τους μήνες και μετά τις εβδομάδες πριν μπορέσω να φύγω από το Χάμντεν.
Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασα πολύ καιρό κουρνιασμένη στο κρεβάτι μου, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο της σοφίτας τη διασταύρωση και το φανάρι. Η μικρότερή μου αδελφή λέει ότι είχα μαζί μου ένα στιλέτο όποτε έβγαινα έξω, και ότι της είχα πει πως είχα εχθρούς, αλλά δεν το θυμάμαι αυτό. Έπρεπε να πηγαίνω στο σχολείο και να κάνω θελήματα· τα πάντα είχαν αλλάξει, εκτός από την καθημερινότητα της οικογένειας. Καβαλούσα το ποδήλατό μου και πήγαινα ως το μπακάλικο όσο πιο γρήγορα μπορούσα, λέγοντας στον εαυτό μου ότι, αν μπορούσα να περάσω τον τροχό ακριβώς πάνω από ένα πεσμένο φύλλο στο δρόμο, αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσα να τα βάλω με έξι κορίτσια.
Με έβρισκαν σε γωνίες του δρόμου. Έβγαιναν από αυτοκίνητα, ουρλιάζοντας. «Θα σε σπάσουμε στο ξύλο!» Ποτέ δεν το συνήθισα, αν και το συγκεκριμένο ύφος στα πρόσωπά τους —η έντονη αηδία, η ηδονή του μίσους— μου έγινε πολύ οικείο. Άγνωστά μου αγόρια πετάγονταν από τα πεζοδρόμια (πάντα με ένα συρφετό φίλων τους) και ανακοίνωναν «εσένα σ’ έχω πηδήξει». Τι νόημα είχε να τους απαντήσω «δεν ξέρω καν ποιος είσαι»; Το δοκίμασα μια φορά, και πήρα για απάντηση ένα γέλιο σαν πολυβόλο, μαζί με τη φράση «τότε, πώς σε ξέρω εγώ;» Έγινα ο δρόμος με τον οποίο τα συνεσταλμένα αγόρια έχαναν την παρθενιά τους χωρίς να χάσουν τη συστολή τους.
Όταν τελικά έμαθα να οδηγώ, οδηγούσα γρήγορα, ντυνόμουν πρόχειρα, και πήγαιν μόνο σε μπαρ που σύχναζαν γέροι, όπου κανείς δεν θα με έβρισκε. Άρχισα να ακούω κλασική μουσική, αν και μόνο ο Ραχμάνινοφ ήταν αρκετά σαρωτικός και συναισθηματικός για την εφηβική μου καρδιά.
Χωρίς σεξ ένιωθα κουφή, μουγκή και τυφλή. Έτσι, παρά τη βαριά ντροπή που ένιωθα, παρά τις κρίσεις πανικού και ενοχής που συχνά με κατέκλυζαν, συνέχισα, αν και τώρα πια οι εραστές μου ήταν πολύ μεγαλύτεροι: ήταν άντρες, λευκοί, μαύροι, πορτορικανοί, άντρες από το Νιου Χέιβεν. Σε ηλικία δεκάξι και δεκαεπτά, δούλευα στις κουζίνες στο Γέιλ, προσπαθώντας να μαζέψω αρκετά χρήματα για να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη μόλις θα τελείωνα το σχολείο. Δούλεψα στα πιάτα, στο μαγειρείο, στην αποθήκη, και ως γενική βοηθός, ξεφορτώνοντας πενηντάκιλα τσουβάλια ρύζι και πατάτες από φορτηγά και σκουπίζοντας. Παρόλο που συνορεύουν, το Νιου Χέιβεν φαινόταν να είναι κόσμους ολόκληρους μακριά από το Χάμντεν. Η χειρωνακτική εργασία ήταν μια ανακούφιση από τις σκοτεινές σκέψεις μου, και ήμουν το μοναδικό κορίτσι σε μια αντρική ομάδα εργασίας.
Έβγαινα με έναν φοιτητή από το Μπρούκλιν που σπούδαζε και δούλευε. Ανέβαινε στο σαραβαλιασμένο του ποδήλατο κι έβγαινε από τις φωτισμένες αυλές του Γέιλ, κατέβαινε την Γουίτνι Άβενιου, περνούσε τη λίμνη, το σκοτεινιασμένο φαρμακείο και το σαλόνι ομορφιάς, το νεκροταφείο στο τέρμα της Τρέντγουελ Στρητ, και σε είκοσι λεπτά έφτανε στην πόρτα της κουζίνας όταν η οικογένειά μου κοιμόταν. Τον αγαπούσα, αλλά δεν τον άφηνα να φτάσει στο τέρμα. Στο μεσαιωνικό του δωμάτιο στους κοιτώνες, βγάζαμε τα κοντομάνικα μπλουζάκια μας και τα ανταλάσσαμε. Συγκρίναμε τα σώματά μας. Αγκαλιαζόμασταν και κυλιόμασταν στο κρεβάτι του για ώρες, με τα μέλη να πονάνε, το αίμα να χτυπά δυνατά στις φλέβες.
‘Ενας γκριζομάλλης μηχανόβιος μάντεψε κάτι για μένα, και όταν βγήκαμε από την αυλή των γονιών μου σταμάτησε τη μηχανή, γύρισε προς το μέρος μου και είπε «Καθ, πρέπει να κρατηθείς από πάνω μου, αλλιώς θα πέσεις. Δεν ξέρω τι σου έκαναν τα παιδιά, αλλά εγώ δεν θα κάνω τίποτα, εντάξει;» Και με πήγαινε μακριά από το Χάμντεν, στα χωράφια. Μετά από όλες τις βόλτες με τη μηχανή, πηγαίναμε στο νοικιασμένο του δωμάτιο και πίναμε τσάι.
Αλλά τα λευκά αγόρια του Χάμντεν είχαν άλλο ένα μήνυμα για μένα. Το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει, και σε μια εβδομάδα θα πήγαινα στη Νέα Υόρκη. Επειδή θα έφευγα, και λόγω της δουλειάς μου και των αντρών στο Νιου Χέιβεν, σκέφτηκα να το διακινδυνέψω. Είχα το θράσος να πιστέψω ότι ήμουν τελικά ελεύθερη από το Χάμντεν, ότι η σεξουαλικότητά μου μού ανήκε, ότι οι άνθρωποι ξεχνούν.
Τελείωσα τη δουλειά μου και πήγα στα αποδυτήρια στο υπόγειο για να βγάλω τα ρούχα εργασίας. Έβαλα το μαύρο ξώπλατο, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που έδεναν πάνω από τους αστραγάλους — χωρίς κοσμήματα, αλλά με μια τσάντα για να μεταφέρω τα άλλα μου ρούχα. Στο μεγάλο πάρκο του Νιου Χέιβεν, έπαιζε ο Σταν Κέντον, και οι οικογένειες έκαναν πικνίκ στο γρασίδι. Κάθησα σ’ ένα παγκάκι στην άκρη του πάρκου, με έναν πεζόδρομο να με χωρίζει από τις οικογένειες. Είδα τα αγόρια να έρχονται από μακριά. «Μην είσαι ανόητη. Δεν μπορεί», είπα στον εαυτό μου. «Πάει τόσος καιρός. Κανείς δε νοιάζεται πια».
Ήταν οχτώ, και διέσχισαν το πάρκο, περνώντας δίπλα από κουβέρτες και μικρά παιδιά, χωρίς να κοιτάζουν κάτω, μέχρι που στάθηκαν μπροστά μου. Ο αρχηγός τους είχε ένα λαστιχένιο πρόσωπο που έμοιαζε με στρείδι που αναγνώρισα, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. (Μετά από χρόνια, θυμήθηκα ότι ήταν φίλος του μεγαλύτερου αδελφού μου, κάποιος που ερχόταν μαζί μας στα οικογενειακά πικνίκ όταν ήμασταν παιδιά και κάποτε με είχε σχεδόν πνίξει σε μια λίμνη· ήταν καθολικός μαθητής.) Είχε ένα άσχημο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Είπε το όνομα του αδελφού μου και ρώτησε αν ήμουν αδελφή του. Έγνεψα αμέσως αρνητικά. «Δεν ξέρω για ποιον μιλάς». Γέλασε και με ξαναρώτησε, και πάλι το αρνήθηκα.
Τώρα γελούσαν όλοι τους, με πρόσωπα γεμάτα αηδία, και ο αρχηγός είπε: «Έλα τώρα, ξέρουμε ποια είσαι!» Κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του, ψάρεψε κάτι ψιλά, και μου τα πρότεινε. «Είμαστε μόνο οχτώ», είπε. «Αυτά θα πρέπει να σου φτάνουν για να μας πάρεις όλους». Σηκώθηκα και απομακρύνθηκα γρήγορα. «Γαμημένο τσουλί!» «Πήγαινε πίσω στη Χάουι Στρητ, όπου ανήκεις, παλιοπουτάνα», φώναξαν, εννοώντας εκείνο το δρόμο στο Νιου Χέιβεν όπου δούλευαν οι πόρνες. Πέταξαν τα κέρματα προς το μέρος μου, και κάποια χτύπησαν στη γυμνή μου πλάτη. Στο πάρκο, οι άνθρωποι κοίταζαν προς το μέρος μου, και νομίζω πως κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους. Ακόμα και τότε, ήξερα ότι εκείνα τα αγόρια ήταν ακόμα παρθένοι, και ότι με μισούσαν γιατί πήγαινα, ξανά και ξανά, στο μέρος που εκείνοι δεν τολμούσαν να πατήσουν. Ήξερα πόση ηδονή τους έδινε να πληγώνουν ένα κορίτσι, να το κεντρίζουν και τα το βλέπουν να συσπάται, πιο πολλή ηδονή από το να της κάνουν έρωτα. Είπα στον εαυτό μου να περπατήσει, απλά να συνεχίσει να περπατά, μέχρι να βγει από εκείνη την πόλη, από εκείνο το παρόν, και να προχωρήσει στο μέλλον. Είπα στον εαυτό μου ότι ο κόσμος ήταν εκεί έξω, λίγο μακρύτερα απ’ ό,τι νόμιζα στα δεκατέσσερα —στη Νέα Υόρκη, κι όχι στο Χάμντεν— και ότι είχα ακόμη μια ευκαιρία να μπω.
[Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Leave a Reply