[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Δέκατα, τ. 4, Χειμώνας 2006, σελ. 20. Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Yorker στις 13 Οκτωβρίου 2003.]
Άλματα θανάτου
Το μοιραίο μεγαλείο της γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ
Του Ταντ Φρεντ
Λίγο μετά τις δέκα και μισή το πρωί της Τετάρτης, 19 Μαρτίου, ένας μεσίτης ονόματι Πολ Αλαράμπ άρχισε να περπατά κατά μήκος της γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ. Στο μέσο της διαδρομής, στο κομμάτι της γέφυρας που προορίζεται για τους πεζούς και τους ποδηλάτες που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στο Σαν Φρανσίσκο και στην κομητεία Μαρίν, σταμάτησε και ανέβηκε στο ύψους ενός μέτρου και είκοσι πέντε εκατοστών προστατευτικό κιγκλίδωμα. Μετά κατέβηκε προσεκτικά στο πιο ακραίο σημείο της γέφυρας, σε μια δοκό πλάτους ογδόντα εκατοστών, γνωστή ως «χορδή». Πάνω σ’ αυτή τη χορδή, εξήντα επτά μέτρα πάνω από τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, στέκονται όσοι σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν. Αν έχει ήλιο, όπως εκείνη η μέρα, η θέα είναι υπέροχη: αριστερά είναι το Έιντζελ Άιλαντ, ίσια μπροστά το Αλκατράζ, πιο πέρα το Τρέζουρ Άιλαντ, που τέμνει στη μέση τη μακριά γκρίζα εφαπτομένη της γέφυρας Μπέι, και, κατά μήκος των λόφων στα νότια, το Σαν Φρανσίσκο.
Ο Αλαράμπ τύλιξε και έσφιξε με θηλιά ένα χοντρό σκοινί στο κιγκλίδωμα, μετά το τύλιξε γύρω από το δεξί του καρπό πέντε φορές, και το έπιασε με το γαντοφορεμένο του δεξί χέρι. Η καθημερινή περιβολή του περιλάμβανε ένα κοστούμι με ένα μπλουζάκι που έγραφε «Ειρήνη» από μέσα, αλλά σήμερα φορούσε μαύρα γάντια, μαύρα παπούτσια, μαύρο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι και μαύρα γυαλιά ηλίου. Μέσα από τη μάντρα της σιδηροτροχιάς της γέφυρας και τα αυτοκίνητα, έβλεπε την άκρη του κόλπου στα δυτικά και τον Ειρηνικό που εκτεινόταν πιο πέρα. Κρατώντας σφιχτά στο στήθος με το αριστερό του χέρι μια δακτυλογραφημένη δήλωση, έγειρε προς τα πίσω, μακριά από το κιγκλίδωμα, και περίμενε για βοήθεια.
Ο Αλαράμπ, ένας σαραντατετράχρονος Ιρακινοαμερικανός, ήταν ένας μεγαλόσωμος, φαλακρός, φιλικός άντρας που είχε μια αφίσα με τις λέξεις «Όχι στο μίσος» κρεμασμένη πίσω του στο μεσιτικό γραφείο Σέντσουρι 21 Χέριτατζ στο Λαφαγιέτ, στην άλλη πλευρά του κόλπου. Την προηγούμενη, είχε πει σε έναν συνάδελφό του ότι η προοπτική να σκοτωθούν πολίτες στο Ιράκ του έφερνε ναυτία. Ο Αλαράμπ είχε επιλέξει αυτή τη μέρα, την πρώτη μέρα του πολέμου της Αμερικής ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν, για να κάνει μια δήλωση αντίστασης.
Ανταποκρινόμενοι σε ένα σήμα με κωδικό «10-31», που σημαίνει πως κάποιος είναι έτοιμος να πηδήσει από τη γέφυρα, τέσσερις ένστολοι αστυνομικοί της Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων της Καλιφόρνια σύντομα έφτασαν στο κιγκλίδωμα, μαζί με τρεις σιδηρουργούς που επισκεύαζαν τη γέφυρα. Ο Αλαράμπ τους είπε ότι ήθελε να μιλήσει στα ΜΜΕ. Κατά τύχη, μερικά τηλεοπτικά συνεργεία ήταν ήδη στη νότια άκρη της γέφυρας, και έκαναν ρεπορτάζ για τα έκτακτα προληπτικά μέτρα κατά της τρομοκρατίας. Ένα συνεργείο από το Telemundo έφτασε στο σημείο εκείνο, και ο Αλαράμπ άρχισε να διαβάζει μια δήλωση για τον απροστάτευτο πληθυσμό του Ιράκ, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. «Ξύπνα, Αμερική!» είπε. «Αυτός ο πόλεμος θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία ως ‘ο πόλεμος των δειλών και του πετρελαίου’».
Ενώ μια λέμβος της Ακτοφυλακής περίμενε ήδη από κάτω, πάνω στο νερό, που είχε θερμοκρασία δώδεκα βαθμών, οι φύλακες της γέφυρας προσπαθούσαν να πείσουν τον Αλαράμπ να ανέβει. «Όταν έρθει το CNN, θα μπω μέσα από το κιγκλίδωμα», τους υποσχέθηκε. Ένας αστυνομικός της Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων του είπε: «Γνωριζόμαστε από κάπου;» Ο Αλαράμπ τον κοίταξε καλύτερα, και είπε: «Α, βέβαια!» Είχαν συναντηθεί στην προηγούμενη περιπέτεια του Αλαράμπ πάνω στη γέφυρα: το 1988, θέλοντας να δώσει δημοσιότητα στα προβλήματα των ανάπηρων και των ηλικιωμένων, ο Αλαράμπ είχε κατέβει από ένα νάιλον σκοινί δεκαοκτώ μέτρων και είχε μπει σε ένα σκουπιδοτενεκέ που είχε κρεμάσει στην άκρη του σκοινιού, κάτω από τη γέφυρα. Το βάρος του αποδείχτηκε πολύ μεγάλο για το σκοινί, και ο τενεκές έπεσε, με εκείνον μέσα. «Η πτώση μου φάνηκε αιώνια», είπε αργότερα ο Αλαράμπ. Η πτώση του έσπασε δυο αστραγάλους και τρία πλευρά, και οι πνεύμονές του τραυματίστηκαν σοβαρά, αλλά ο Αλαράμπ έζησε – έγινε ένας από τους είκοσι έξι, μόνο, ανθρώπους που επέζησαν από την πτώση τους από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ. «Ποτέ δεν θα ξαναβάλω τη ζωή μου σε τέτοιο κίνδυνο», είχε πει τότε.
Οι επιζώντες συχνά μετανιώνουν για την απόφασή τους την ώρα που πέφτουν, αν όχι νωρίτερα. Ο Κεν Μπόλντουιν και ο Κέβιν Χάινς λένε ότι πήδησαν από το κιγκλίδωμα γιατί φοβούνταν ότι, αν στέκονταν στη χορδή, ίσως έχαναν το κουράγιο τους. Ο Μπόλντουιν ήταν είκοσι οκτώ ετών και εξαιρετικά απογοητευμένος εκείνη την αυγουστιάτικη μέρα του 1985, όταν είπε στη γυναίκα του ότι θα αργούσε να γυρίσει σπίτι. «Ήθελα να εξαφανιστώ», είπε. «Έτσι, η γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ ήταν το κατάλληλο σημείο. Είχα ακούσει ότι το νερό σε παρασέρνει αμέσως». Επάνω στη γέφυρα, ο Μπόλντουιν μέτρησε ως το δέκα και έμεινε ακίνητος. Μέτρησε ξανά ως το δέκα, και πήδησε. «Ακόμα έχω στο νου μου την εικόνα των χεριών μου που αφήνουν το κιγκλίδωμα», είπε. Και θυμάται πως, καθώς περνούσε, στον αέρα, δίπλα από τη χορδή, «ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τα πάντα στη ζωή μου μπορούσαν να διορθωθούν, εκτός από το γεγονός ότι μόλις είχα πηδήσει από τη γέφυρα».
Ο Κέβιν Χάινς ήταν δεκαοκτώ ετών όταν πήρε το λεωφορείο μέχρι τη γέφυρα, μια μέρα του Σεπτέμβρη του 2000. Αφού χάρισε στον εαυτό του ένα τελευταίο γεύμα που αποτελούνταν από καραμέλες και σοκολατάκια, πέρασε μισή ώρα βηματίζοντας πέρα-δώθε στη γέφυρα και κλαίγοντας με λυγμούς. Κανείς δεν τον ρώτησε τι του συνέβαινε. Μια όμορφη Γερμανίδα τουρίστρια τον πλησίασε, του έδωσε τη φωτογραφική της μηχανή και του ζήτησε να την φωτογραφίσει, πράγμα που έκανε. «Σκεφτόμουν, ‘δεν πάνε να γαμηθούν όλοι, κανείς δε νοιάζεται’», μου είπε. «Έτσι, πήδησα». Αλλά μόλις πέρασε τη χορδή, θυμάται ότι «η πρώτη μου σκέψη ήταν: Τι στο διάολο έκανα μόλις τώρα; Δε θέλω να πεθάνω».
Ο Πολ Αλαράμπ δεν μίλησε ποτέ στους συναδέλφους του για την πρώτη του εμπειρία στη γέφυρα. Δεν το είπε ούτε στη γυναίκα του, την οποία παντρεύτηκε το 1990 και χώρισε το 1995. Η μόνη σχετική νύξη ήταν η φωτογραφία στην επαγγελματική του κάρτα, την οποία δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αλλάξει, παρόλο που το αφεντικό του παραπονιόταν πως ήταν αντιεπαγγελματική. Η κάρτα είχε πάνω τη φωτογραφία του Αλαράμπ στην παραλία του κόλπου· πίσω του φαινόταν η γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ.
Εκείνο το πρωινό του Μάρτη, μπροστά στην κάμερα, ο Αλαράμπ διάβασε μια διφορούμενη χειρόγραφη προσθήκη στη δήλωσή του: «Θα ήμουν πρόθυμος να θυσιάσω τον εαυτό μου, σαν ένα σύμβολο για τα παιδιά που θα πεθάνουν. Αν είστε κατά του πολέμου, στείλτε μου e-mail στη διεύθυνση alarabpaul@ […]». Μετά από σαράντα λεπτά, το CNN δεν είχε έρθει ακόμη, και φαινόταν πως ο Αλαράμπ είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Ήταν 11:33 π.μ.. Έσκυψε και άφησε τη δήλωσή του πάνω στη γέφυρα, και έβαλε από πάνω το κινητό του. Μετά, ξετύλιξε το σκοινί από τον καρπό του και πήδησε από τη χορδή. Οι αστυνομικοί στη γέφυρα τέντωσαν τους παραταγμένους λαιμούς τους και παρακολούθησαν με τρόμο την πτώση του.
Το 1977, σ’ ένα συλλαλητήριο στην Γκόλντεν Γκέιτ με το αίτημα να προστεθεί ένα φράγμα πάνω από το κιγκλίδωμα για να εμποδίσει τις αυτοκτονίες, ένας κληρικός μίλησε σε εξακόσιους οπαδούς του, προσπαθώντας να τους εξηγήσει τη δύναμη της γέφυρας. Ασύγκριτη στο μεγαλείο της, σε ύφος αρ ντεκό, η Γκόλντεν Γκέιτ είναι επίσης απαράμιλλη ως σύμβολο: είναι ένα κατώφλι που δεσπόζει πάνω από την άκρη της ηπείρου και μια έξοδος προς το χάος που βασιλεύει πιο πέρα. Και μόνο που βρισκόταν εκεί, είπε ο κληρικός, και τα λόγια του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ασυνάρτητα, του δημιουργούσε μια αυτοκτονική διάθεση. Η Γκόλντεν Γκέιτ, είπε, είναι «ένα σύμβολο της ανθρώπινης εφευρετικότητας, της τεχνολογικής ευφυΐας, αλλά και της κοινωνικής αποτυχίας».
Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, ο ίδιος κληρικός, ο αιδεσιμότατος Τζιμ Τζόουνς, που είχε φύγει με την οργάνωσή του, το Ναό των Ανθρώπων, και είχαν εγκατασταθεί στην Τζοουνστάουν στη Γουιάνα, έδωσε εντολή στους οπαδούς του να αυτοκτονήσουν πίνοντας χυμό σταφυλιού με υδροκυάνιο. Εννιακόσιοι δώδεκα από αυτούς το έκαναν.
Κάθε δυο εβδομάδες, κατά μέσο όρο, κάποιος πηδάει από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ. Είναι ο πρώτος σε προτίμηση τόπος αυτοκτονίας παγκοσμίως. Τη δεκαετία του ’80, κάποιοι εργάτες σε μια τοπική αποθήκη ξυλείας σχημάτισαν το «Σωματείο Αυτοκτονιών Γκόλντεν Γκέιτ» – όπου τα μέλη στοιχημάτιζαν σε ποια μέρα της εβδομάδας θα πηδούσε ο επόμενος αυτόχειρας από τη γέφυρα. Τουλάχιστον χίλιοι διακόσιοι άνθρωποι έχουν γίνει αντιληπτοί να πηδούν ή έχουν βρεθεί στο νερό από τότε που εγκαινιάστηκε η γέφυρα, το 1937, ανάμεσά τους ο Ρόι Ρέιμοντ, ιδρυτής της εταιρίας Victoria’s Secret, το 1993, και ο Ντουέιν Γκάρετ, χορηγός του Δημοκρατικού Κόμματος και φίλος του Αλ Γκορ, το 1995. Ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, λόγω του πλήθους όσων ανεβαίνουν κρυφά στη γέφυρα μετά το ηλιοβασίλεμα που η δίοδος για τους πεζούς κλείνει, πηδούν στο νερό χωρίς να τους δει κανείς και η παλίρροια τους παρασέρνει στη θάλασσα. Πολλοί απ’ αυτούς τυλίγουν σημειώματα αυτοκτονίας μέσα σε πλαστικό και τα χώνουν στις τσέπες τους. «Επιβίωση του ισχυροτέρου. Αντίο – ανίσχυρος», έγραψε ένας εβδομηντάρης στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του. Κάποιος άλλος έγραψε: «Κανένας λόγος απολύτως, εκτός από έναν πονόδοντο».
Υπάρχει ένα μοιραίο μεγαλείο σ’ αυτό το μέρος. Αρκετοί άνθρωποι, όπως ο Πολ Αλαράμπ, που ζούσε και εργαζόταν στο Ηστ Μπέι, έχουν διασχίσει τη γέφυρα Μπέι για να πηδήσουν από την γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ· δεν υπάρχει κανένα καταγεγραμμένο περιστατικό όπου κάποιος να διέσχισε την Γκόλντεν Γκέιτ για να πηδήσει από την όχι και τόσο γοητευτική αδελφή της. Ο Δρ. Ρίτσαρντ Σάιντεν, ομότιμος καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ και κορυφαίος ερευνητής των αυτοκτονιών στη γέφυρα, έχει γράψει ότι οι μελέτες αποκαλύπτουν «μια ευρέως διαδεδομένη άποψη κατά την οποία η αυτοκτονία από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ θεωρείται κάτι το ρομαντικό και περιγράφεται με όρους όπως ‘αισθητικά ευχάριστη’ και ‘όμορφη’, ενώ η αυτοκτονία από την γέφυρα Μπέι θεωρείται μπανάλ».
Αντίθετα από τη γέφυρα Μπέι – ή οποιαδήποτε άλλη γέφυρα – η Γκόλντεν Γκέιτ έχει έναν πεζόδρομο δίπλα σε ένα χαμηλό εξωτερικό κιγκλίδωμα. «Το να πηδήσει κανείς απ’ αυτή τη γέφυρα θεωρείται κάτι σίγουρο, γρήγορο, απλό και προσιτό – που είναι και ο πιο ισχυρός παράγοντας», λέει ο Δρ. Τζερόμ Μότο, ένας ντόπιος ψυχίατρος και ειδικός στις αυτοκτονίες. «Είναι σαν να έχεις ένα γεμάτο όπλο στο τραπέζι της κουζίνας σου».
Όλοι σχεδόν στην περιοχή του κόλπου ξέρουν κάποιον που έχει πηδήσει, και ίσως δεν αποτελεί έκπληξη ότι η πιο διαδεδομένη φοβία στο Σαν Φρανσίσκο είναι η γεφυροφοβία. Κι όμως, οι ντόπιοι υπερηφανεύονται για την κακή φήμη της γέφυρας. «Αυτό που κάνει τη γέφυρα τόσο δημοφιλή», λέει η Γκλάντις Χάνσεν, η ανεπίσημη ιστορικός της πόλης, αναφερόμενη στα δέκα εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονται κάθε χρόνο τη γέφυρα, «είναι ότι αποτελεί μνημείο, ένα μνημείο για το θάνατο». Το 1993, ένας άντρας ονόματι Στηβ Πέιτζ έριξε την τρίχρονη κόρη του, την Κέλι, από τη γέφυρα, και μετά την ακολούθησε κι εκείνος· ακόμη και μετά από αυτή την αποτρόπαια πράξη, που πήρε πολύ μεγάλη δημοσιότητα, μια δημοσκόπηση της Examiner την ίδια χρονιά έδειξε ότι το πενήντα τέσσερα τοις εκατό του δείγματος δεν ήθελε να τοποθετηθεί κάποιο φράγμα κατά της αυτοκτονίας.
Η ιδέα να γίνει ένα φράγμα προτάθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’50, και από τότε προκαλεί συνεχώς έριδες. «Η διαμάχη για το φράγμα είναι στην πραγματικότητα μια πάλη μεταξύ ιδεών», μου είπε η Ηβ Μάγιερ, υποδιευθύντρια της Πρόληψης Αυτοκτονιών του Σαν Φρανσίσκο. «Και κάποιες από αυτές τις ιδέες είναι πολύ παλιές, είναι ιδέες για το αν πρέπει να φοβόμαστε ή να μισούμε τους ανθρώπους που έχουν τάσεις αυτοκτονίας». Τους περασμένους αιώνες, οι αυτόχειρες θάβονταν τη νύχτα σε σταυροδρόμια, κάτω από σωρούς πετρών, ή τους κάρφωναν παλούκια στην καρδιά για να εμποδίσουν τα ταραγμένα πνεύματά τους να ανησυχήσουν κι εμάς τους υπόλοιπους. Σήμερα, στις Η.Π.Α., ένας άνθρωπος αυτοκτονεί κάθε δεκαοκτώ λεπτά, και η αυτοκτονία είναι γενικά πολύ πιο συνηθισμένη από την ανθρωποκτονία. Παρόλα αυτά, το πρόβλημα αυτό σπάνια εξετάζεται. Στην περιοχή του κόλπου, το θέμα είναι σχεδόν ταμπού. Ένας υπάλληλος στην Γκόλντεν Γκέιτ μου είπε επανειλημμένα: «Δεν μου αρέσει καθόλου που γράφεις γι’ αυτό».
Το 1976, ένας μηχανικός ονόματι Ρότζερ Γκράιμς αποφάσισε να κινητοποιηθεί για να χτιστεί ένα φράγμα στην Γκόλντεν Γκέιτ. Περπατούσε πάνω-κάτω τη γέφυρα φορώντας ένα πλακάτ που έγραφε: «Σας παρακαλώ. Ενδιαφερθείτε. Πιέστε για να χτιστεί ένα φράγμα για τις αυτοκτονίες». Πριν από λίγα χρόνια τα παράτησε, έκπληκτος που σε μια περιοχή τόσο φιλελεύθερη και προοδευτική όσο το Σαν Φρανσίσκο, όπου μπορείς να βρεις υποστηρικτές ακόμη και για απόψεις όπως ότι τα κατοικίδια πρέπει να θεωρούνται πολίτες, ή ότι η τσουκνίδα έχει δικαίωμα ύπαρξης, υπάρχει τόσο λίγη συμπόνια για όσους πάσχουν από κατάθλιψη. «Οι άνθρωποι ήταν πολύ εχθρικοί μαζί μου», μου είπε ο Γκράιμς. «Μου πετούσαν κουτιά από αναψυκτικά, ή μου φώναζαν ‘πέσε’».
Όταν έβγαλαν τον Πολ Αλαράμπ από τον κόλπο, στις 11:34 π.μ., ήταν αναίσθητος και γεμάτος μώλωπες. Η πρόσκρουση του είχε βγάλει το αριστερό γάντι και το δεξί παπούτσι. Οι άντρες της Ακτοφυλακής, με τις ειδικές στολές για τη περισυλλογή των ανθρώπων που έχουν πηδήσει από τη γέφυρα, οι οποίες τους προστατεύουν από τα σωματικά υγρά – στολές βιολογικού κινδύνου, μάσκες, γάντια και προστατευτικά γυαλιά – άρχισαν να του κάνουν τεχνητή αναπνοή. Μισή ώρα αργότερα, ο Αλαράμπ δηλώθηκε νεκρός. Ο Γκάρι Τίντελ, βοηθός ιατροδικαστής της κομητείας Μαρίν, που εξέτασε το πτώμα στην αποβάθρα του Φορτ Μπέικερ, στη βόρεια άκρη της γέφυρας, παρατήρησε ότι «είχε προκληθεί μαζική αιμορραγία και στα δυο αυτιά. […]» Ο Τίντελ πήρε την αντιπολεμική δήλωση του Αλαράμπ και το κινητό του τηλέφωνο, και τα πήγε στο γραφείο του ιατροδικαστή στο Σαν Ραφαέλ. Λίγο αργότερα, το κινητό χτύπησε. Ήταν η πρώην σύζυγος του Αλαράμπ, η Ρουμπίνα Κότον: ο εννιάχρονος γιος τους περίμενε στο σχολείο τον πατέρα του να τον πάρει εδώ και δυο ώρες.
«Μπορώ να μιλήσω στον Πολ;» ρώτησε η Κότον.
«Λυπάμαι», είπε ο Τίντελ. «Δεν μπορείτε». Ο Τίντελ εξήγησε ότι εργαζόταν στο γραφείο του ιατροδικαστή και της ζήτησε να του τηλεφωνήσει στο τηλέφωνο του γραφείου. Η Κότον το έκανε, και τότε της είπε ότι ο πρώην σύζυγός της είχε πηδήσει από την γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ.
«Σας παρακαλώ, μην αστειεύστε», είπε η Κότον.
Ο Τίντελ περιέγραψε τα ρούχα του Αλαράμπ, αλλά η Κότον δεν τα αναγνώρισε. Μετά, της είπε ότι το πτώμα φορούσε ένα υφασμάτινο κολιέ. Κι εκείνη θυμήθηκε, ξαφνικά, ότι η κόρη τους είχε φτιάξει ένα τέτοιο κολιέ για τον Πολ.
Οι αυτόχειρες έχουν την τάση να ωραιοποιούν στο μυαλό τους αυτό που θα συμβεί αφού πηδήσουν από τη γέφυρα. «Οι άνθρωποι με αυτοκτονικές τάσεις έχουν συχνά φαντασιώσεις περί μεταμόρφωσης, και μια έφεση στη μαγική σκέψη, όπως ακριβώς τα παιδιά και οι ψυχωσικοί», λέει ο Δρ. Λάνι Μπέρμαν, υποδιευθυντής του Αμερικανικού Συλλόγου Αυτοκτονιολογίας. «Οι αυτόχειρες γοητεύονται από την γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ γιατί πιστεύουν πως είναι μια πύλη προς ένα άλλο μέρος. Νομίζουν πως η ζωή θα μειώσει ταχύτητα εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, και μετά θα προσκρούσουν στο νερό με χάρη, όπως οι αθλητές της κατάδυσης».
Σύμφωνα με τους επιζώντες, στην διαρκείας τεσσάρων δευτερολέπτων πτώση από τη γέφυρα ο χρόνος όντως μοιάζει να επιβραδύνεται. Στην πτώση της, το 1979, η Αν Μαγκουάιρ θυμάται να λέει στον εαυτό της «τώρα θα πρέπει να κοντεύω» τρεις φορές. Αλλά η πρόσκρουση δεν γίνεται ποτέ με χάρη: η συνήθης ιατροδικαστική έκθεση, που μιλά για αυτοκτονία που προκλήθηκε από «πολλαπλά αμβλεία τραύματα» είναι απλώς ένας ευφημισμός για την έκταση της καταστροφής. Πολλοί δεν κοιτάζουν κάτω πριν πηδήσουν, κι έτσι όσοι πηδάνε από τη βόρεια άκρη της γέφυρας πέφτουν στη γη, και όχι στο νερό. Όσοι πέφτουν στο νερό, προσκρούουν με ταχύτητα εκατόν είκοσι χιλιομέτρων την ώρα, και υπόκεινται σε πιέσεις που φτάνουν τα εξακόσια ογδόντα κιλά ανά τετραγωνική ίντσα. […]
Όσοι επιζούν από την πρόσκρουση, συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά. Αν πέσουν με το κεφάλι και κατακόρυφα, πάνε τόσο βαθιά μέσα στο νερό – το οποίο φτάνει σε σημεία τα εκατό μέτρα βάθος – που πνίγονται. (Οι ελάχιστοι επιζώντες έπεσαν με τα πόδια, και με κάποια κλίση.) Κάποια πτώματα παγιδεύονται στα ρεύματα που δημιουργούνται από τα τεράστια πέτρινα υποστυλώματα της γέφυρας, και μερικές φορές ξεβράζονται πολύ μακριά, μέχρι και τα νησιά Φάραλον, περίπου τριάντα μίλια μακριά. Αυτά τα πτώματα υποφέρουν από «δριμεία θαλάσσια λεηλασία» – επιθέσεις από καρχαρίες και, ιδιαίτερα, από καβούρια[…]. Ήδη, φέτος, δυο πτώματα έχουν εξαφανιστεί εντελώς.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2001, η δεκατετράχρονη Μαρίσα Ίμρι, μια μικροκαμωμένη, ελκυστική κοπέλα και άριστη μαθήτρια που σκόπευε να γίνει ψυχίατρος, έφυγε από το μάθημα της δεύτερης ώρας στο Γυμνάσιο της Σάντα Ρόζα, έκανε μια διαδρομή εκατόν πενήντα δολαρίων με ταξί ως την Γκόλντεν Γκέιτ, πήδησε από εκεί και σκοτώθηκε. Αν και η Μαρίσα ήταν πάντοτε πολύ αυστηρή με τον εαυτό της και τελευταία παραπονιόταν για δυνατούς πονοκεφάλους και αϋπνίες, η μητέρα της, η Ρενέ Μίλιγκαν, δεν είχε ιδέα τι σχεδίαζε να κάνει. «Ήμασταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, που με φώναζε ‘κολλητή’», μου είπε η Μίλιγκαν. «Ποτέ δεν είχε μιλήσει για τη γέφυρα, και ποτέ δεν την είχαμε επισκεφτεί».
Όταν η Μίλιγκαν κοίταξε αργότερα τον υπολογιστή της κόρης της, ανακάλυψε ότι η Μαρίσα επισκεπτόταν συχνά μια ιστοσελίδα που έδινε οδηγίες αυτοκτονίας και περιείχε φρικιαστικές φωτογραφίες από νεκροψίες. Η ιστοσελίδα αναφέρει ότι πολλές μέθοδοι αυτοκτονίας είναι αναποτελεσματικές (το δηλητήριο είναι αποτελεσματικό μόνο σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό, η υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ποσοστό δώδεκα τοις εκατό, και το κόψιμο των φλεβών στους καρπούς σε ποσοστό μόλις πέντε τοις εκατό), και ως εκ τούτου προτείνει τις γέφυρες, σημειώνοντας ότι «η πτώση σε νερό από ύψος μεγαλύτερο από 75 μέτρα είναι σχεδόν πάντοτε μοιραία». Η Μίλιγκαν αγόρασε το βιβλίο του ιδιοκτήτη της ιστοσελίδας, «Αυτοκτονία και Απόπειρες Αυτοκτονίας», και διάβασε την εξής πρόταση: «Η γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ είναι για τις αυτοκτονίες ό,τι οι καταρράκτες του Νιαγάρα για τους μήνες του μέλιτος». Επέστρεψε το βιβλίο και χάρισε τον υπολογιστή.
Κάθε χρόνο, η Μαρίσα έγραφε στη μητέρα της ένα χριστουγεννιάτικο γράμμα με σκέψεις για τα γεγονότα της χρονιάς. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, η Μίλιγκαν, καθώς έψαχνε τα πράγματα της κόρης της, βρήκε το σημείωμα αυτοκτονίας που είχε αφήσει. Ήταν χωμένο μέσα στο Χρονικό της Νάρνια, που βρισκόταν δίπλα στις Επτά Συνήθειες των Ιδιαίτερα Αποτελεσματικών Εφήβων. Το σημείωμα τελείωνε με μια έκκληση: «Σας παρακαλώ, συγχωρέστε με. Μην κλειστείτε στους εαυτούς σας. Όλα θα είναι καλύτερα χωρίς αυτό το χοντρό, αηδιαστικό, βαρετό κορίτσι. Συνεχίστε τη ζωή σας».
Η Ρενέ Μίλιγκαν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. «Όταν πήγα στον οφθαλμίατρό μου, συνειδητοποίησα ότι είχε στο γραφείο του τεράστιες φωτογραφίες της Γκόλντεν Γκέιτ, και αναγκάστηκα να φύγω», είπε. «Η εικόνα της γέφυρας βρίσκεται παντού. Το Σαν Φρανσίσκο είναι η γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ – δεν μπορώ να την αποφύγω». Πρόσφατα, η Μίλιγκαν υπέβαλε αγωγή εκ μέρους της νεκρής κόρης της κατά της Αρχής της Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ και του διοικητικού συμβουλίου της, με σκοπό να τους υποχρεώσει να κατασκευάσουν ένα φράγμα. Η κατηγορία είναι ότι «μέσω των πράξεών τους και των παραλείψεών τους οι εναγόμενοι έχουν επιτρέψει, ενθαρρύνει και ανεχτεί την αυτοκτονία με τη συνέργεια της πολιτείας». Τρεις προηγούμενες αγωγές κατά της γέφυρας από γονείς αυτοχείρων απορρίφθηκαν, και η απάντηση των υπευθύνων της γέφυρας στην αγωγή της Μίλιγκαν φανερώνει την συνήθη τακτική της υπεράσπισής τους: «Οι βλάβες των εναγόντων, αν υπήρξαν, ήταν αποτέλεσμα των πράξεων των ίδιων των εναγόντων (συντελεστική αμέλεια)». Επιπλέον, λέει η απάντηση, «οι ενάγοντες δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η δεσποινίς Ίμρι χρησιμοποίησε το ακίνητο με την δέουσα προσοχή ως προς τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε».
Καθώς ο Τζόζεφ Στρος, αρχιμηχανικός της Γκόλντεν Γκέιτ, έβλεπε την αγαπημένη του κρεμαστή γέφυρα να υψώνεται πάνω από τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο τη δεκαετία του ’30, δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε ποτέ κανείς να την χρησιμοποιήσει χωρίς τη δέουσα προσοχή ως προς τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε. «Ποιος θα ήθελε ποτέ να πηδήσει από την γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ», είπε στους δημοσιογράφους. Στα εγκαίνια της γέφυρας, το Μάιο του 1937, ο Στρος διάβασε χαμηλόφωνα μια δήλωση, με χέρια που έτρεμαν: «Αυτό που κάποτε χώρισε η φύση, σήμερα το ένωσε ο άνθρωπος», είπε. Επίσημος Ποιητής της τάξης του ’91 στο Πανεπιστημίου του Οχάιο, ο Στρος έγραψε και μια ωδή για την περίσταση:
Σαν άρπες στ’ ουρανού τους ανέμους
Τα σχοινιά είναι πλεγμένα στα χείλη·
Τη γέφυρα αυτή θα περνούν οι οδηγοί
Προς του ήλιου που δύει την πύλη
Τρεις μήνες αργότερα, ένας σαραντεπτάχρονος βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ονόματι Χάρολντ Γουόμπερ στράφηκε προς έναν άγνωστό του πάνω στον πεζόδρομο της γέφυρας, του είπε «μέχρι εδώ ήταν» και πήδησε πάνω από το κιγκλίδωμα. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κιγκλίδωμα να έχει ύψος ένα και εβδομήντα, αλλά στο τελικό σχέδιο αυτό μειώθηκε στο ένα και είκοσι πέντε, για άγνωστους λόγους. Ο αρχιμηχανικός της γέφυρας Μέρβιν Τζακομίνι, που συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα, μου είπε, μισοαστεία, ότι στην απόφαση ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο η σωματική διάπλαση του Στρος – ο οποίος είχε ύψος ένα και πενήντα πέντε. Γνωστός ως «ο μικρός άντρας που έχτισε τη μεγάλη γέφυρα», ο Στρος ίσως ήθελε απλά να μπορεί να κοιτάξει κάτω.
Τον Μάιο του 1938, ο Στρος πέθανε από καρδιακή προσβολή, πιθανώς λόγω του άγχους που ένιωθε καθώς έβλεπε τη γέφυρα να ολοκληρώνεται. Μια πινακίδα αφιερωμένη σ’ αυτόν, που τοποθετήθηκε μερικούς μήνες αργότερα στη νότια άκρη της γέφυρας, την ανακήρυττε «μια υπόσχεση ότι η γενιά των ανθρώπων θα αντέξει στο χρόνο»· εκείνη τη χρονική στιγμή, έξι άνθρωποι είχαν ήδη πηδήσει από τη γέφυρα. Και στην τελετή της αφιέρωσης, ο Α.Ρ. Ο’Μπράιεν, ο διευθυντής της γέφυρας, εκφώνησε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό εγκώμιο. Ο Στρος «έδωσε τα πάντα» για την κατασκευή της γέφυρας, είπε ο Ο’Μπράιεν, «και πήρε πολύ λίγα από το τελείωμά της…. Για τον νεκρό φίλο μου, η γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ αποδείχτηκε ένα βουβό μνημείο δυστυχίας».
Τα χρόνια που ακολούθησαν την αφιέρωση της γέφυρας, πάρα πολλοί άνθρωποι ακολούθησαν το παράδειγμα του Χάρολντ Γουόμπερ. Πέρασα μια ολόκληρη μέρα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο διαβάζοντας αποκόμματα για τις αυτοκτονίες στη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ, εκατοντάδες μονόστηλα γεμάτα θλιβερές ιστορίες από την Chronicle, την Examiner, την Call-Bulletin: «η αστυνομία είπε ότι είχε απελπιστεί από οικιακές υποθέσεις», «ιατρική απαλλαγή από το στρατό», «άνεργος χασάπης», «η ταπετσαρία κρατούσε ακόμη τη ζεστασιά από το σώμα του οδηγού», «είπε ‘αντίο’ τέσσερις φορές και φαινόταν ‘πολύ λυπημένος’», «συντετριμμένος από τη μεταχείριση των Εβραίων συγγενών του στη Γερμανία», «το κλάμα του μωρού φαίνεται πως τον έκανε να ξεπεράσει τα όρια της αντοχής», «πατημασιές βρέθηκαν νωρίς το πρωί στη δοκό που ήταν υγρή από την ομίχλη», «χρησιμοποίησε την τελευταία του πεντάρα για να χαράξει ένα αντίο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα».
Η κάλυψη των αυτοκτονιών εντάθηκε το 1973, όταν η Chronicle και η Examiner ξεκίνησαν μια αντίστροφη μέτρηση, περιμένοντας το πεντακοσιοστό καταγεγραμμένο άλμα θανάτου. Οι υπάλληλοι της γέφυρας απέτρεψαν δεκατέσσερις διεκδικητές αυτού του τίτλου, συμπεριλαμβανομένου και ενός άντρα που είχε γράψει με κιμωλία τον αριθμό «500» σε ένα κομμάτι χαρτόνι και το είχε στερεώσει με παραμάνες στο μπλουζάκι του. Ο τελικός «νικητής», που κατάφερε να αποφύγει και το προσωπικό της γέφυρας και τα τοπικά τηλεοπτικά συνεργεία, ήταν ένας τύπος που ζούσε σε κοινόβιο και έπαιρνε LSD.
Το 1995, καθώς πλησίαζε ο αριθμός 1000, η φρενίτιδα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ένας ντόπιος ντισκ-τζόκεϊ έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποσχεθεί ένα κιβώτιο Snapple στην οικογένεια του θύματος. Εκείνο τον Ιούνιο, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τον πυρετό της αντίστροφης μέτρησης, η Τροχαία Αυτοκινητοδρόμων της Καλιφόρνια σταμάτησε της δική της επίσημη μέτρηση στον αριθμό 997. Στις αρχές Ιουλίου, ο Έρικ Άτκινσον, είκοσι πέντε χρονών, έγινε ο ανεπίσημος χιλιοστός· τον είδαν να πηδάει, αλλά το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο Κεν Χολμς, ο ιατροδικαστής της κομητείας Μαρίν, μου είπε: «Όταν ο αριθμός έφτασε γύρω στο οκτακόσια πενήντα, πήγαμε στις τοπικές εφημερίδες και τους είπαμε ‘πρέπει να σταματήσετε να δημοσιεύετε αριθμούς’». Την τελευταία δεκαετία, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών και ο Αμερικανικός Σύλλογος Αυτοκτονιολογίας έχουν επίσης εκδώσει σχετικές οδηγίες, προτρέποντας τα ΜΜΕ να μην προβάλλουν τόσο πολύ τις αυτοκτονίες. Σήμερα, τα ΜΜΕ της περιοχής Μπέι αναφέρουν τα άλματα από τη γέφυρα μόνο όταν πρόκειται για κάποια δημοσιότητα, ή αν προκαλούν κυκλοφοριακή συμφόρηση. «Απογαλακτίσαμε το κοινό», είπε ο Χολμς. Όμως, πρόσθεσε, «η έλλειψη δημοσιότητας δεν έχει μειώσει καθόλου τον αριθμό των αυτοκτονιών».
Το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, το Ντουόμο, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου και η Γέφυρα του Λιμανιού του Σίδνεϊ ήταν πραγματικοί μαγνήτες για τους επίδοξους αυτόχειρες πριν χτιστούν τα σχετικά φράγματα. Το ίδιο και το όρος Μιχάρα, ένα ηφαίστειο στην Ιαπωνία (μόνο το 1936, περισσότεροι από εξακόσιοι άνθρωποι πήδησαν εκεί), η γέφυρα Αρόγιο Σέκο στην Πασαντίνα και ο πύργος του Άιφελ. Στη γέφυρα Πρινς Έντουαρντ, στο Τορόντο, τόπο σχεδόν πεντακοσίων μοιραίων αλμάτων, οι μηχανικοί μόλις ολοκλήρωσαν την τοποθέτηση ενός «διάφανου πέπλου» κόστους τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων από ράβδους από ανοξείδωτο ατσάλι πάνω από το κιγκλίδωμα. Σε όλα αυτά τα μέρη, αφού τοποθετήθηκαν αυτά τα φράγματα, οι αριθμός των αυτοκτονιών περιορίστηκε σημαντικά, ή μηδενίστηκε.
«Τη δεκαετία του ’70, είχαμε πραγματικά κινητοποιηθεί για να μπει ένα φράγμα στην Γκόλντεν Γκέιτ», μου είπε ο Δρ. Ρίτσαρντ Σάιντεν, ο ειδικός στις αυτοκτονίες από το Μπέρκλεϊ. Το 1970, το συμβούλιο της Αρχής Αυτοκινητοδρόμου και Μεταφορών της Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ άρχισε να μελετά δεκαοκτώ προτάσεις για την ανέγερση ενός φράγματος κατά των αυτοκτονιών, ανάμεσά τους ένα συρματόπλεγμα ύψους σχεδόν τριών μέτρων, ένα δίχτυ ασφαλείας από νάιλον, ακόμη και ακτίνες λέιζερ υψηλής τάσης. Τα κριτήρια του συμβουλίου ήταν το κόστος, η αισθητική και η αποτελεσματικότητα. Το 1973, τα δεκαεννέα μέλη του συμβουλίου, οι περισσότεροι διορισμένοι με πολιτικά κριτήρια, δήλωσαν ότι καμιά από τις προτεινόμενες λύσεις δεν ήταν «αποδεκτή από το κοινό». (Η πρόταση για τις ακτίνες λέιζερ απορρίφθηκε εξαρχής γιατί υπήρχε πιθανότητα να προκαλέσει «σοβαρά εγκαύματα, πιθανώς μοιραία, στους πεζούς και στο προσωπικό».)
Το 1998, μια εταιρία με την επωνυμία Z-Clip πρότεινε να τοποθετηθεί σαν φράγμα ένας από τους φράκτες που κατασκεύαζε για την περίφραξη ζώων. Αυτό το χοντρό συρματόπλεγμα ύψους δύο μέτρων είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά στη Χιλή για να κρατήσει τις αγελάδες έξω από τα φυτώρια πεύκων, και θα κόστιζε μόλις από 2,3 έως 3,5 εκατομμύρια δολάρια. Το συμβούλιο της γέφυρας, όμως, δεν το ενέκρινε. Η Μπάρμπαρα Κάουφμαν, μέλος του συμβουλίου, είπε ότι ο φράκτης της θύμιζε «το αγκαθωτό συρματόπλεγμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Ο Τομ Αμιάνο, υποψήφιος για τη δημαρχία του Σαν Φρανσίσκο το 2003, είναι από τους πιο φιλελεύθερους και προοδευτικούς επιτηρητές της γέφυρας. Λέει ότι δεν τίθεται πλέον θέμα κατασκευής κάποιου φράγματος, και ότι μόνο ο ίδιος και τρία ή τέσσερα ακόμη μέλη του συμβουλίου θέλουν κάτι τέτοιο. «Υπάρχουν πολλοί λευκοί ρεπουμπλικάνοι στο συμβούλιο, οι οποίοι αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια αλλαγής», μου είπε ο Αμιάνο. Γέλασε πικρά, και πρόσθεσε: «Η Γκόλντεν Γκέιτ είναι σύμβολο, αγαπητέ μου».
Ο πιο εύσχημος λόγος για την αρνητική στάση του συμβουλίου είναι η αισθητική. Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, όμως, εκατό μέτρα της νότιας πλευράς της γέφυρας έχουν αποκτήσει ένα φράγμα δυόμισι μέτρων, ακριβώς πάνω από το Εθνικό Πάρκο Φορτ Πόιντ, στην ακτή του κόλπου. Αυτός ο «φράκτης απορριμμάτων» ανεγέρθηκε για να εμποδίζει τους τουρίστες να πετάνε πράγματα – μέχρι και μπάλες του μπόουλινγκ, σε μια περίπτωση – στους άλλους τουρίστες που βρίσκονταν από κάτω. «Είναι θέμα δημόσιας ασφάλειας», μου είπε ο Μέρβιν Τζακομίνι, πρώην αρχιμηχανικός της γέφυρας.
Άλλος ένας παράγοντας είναι το κόστος, πράγμα που θα φάνταζε ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, που η Αρχή της Γέφυρας προβλέπει έλλειμμα διακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων. Κι όμως, τον Οκτώβριο του 2003 ολοκληρώθηκε ένα ατσάλινο φράγμα ύψους ένα και σαράντα ανάμεσα στον πεζόδρομο και στις διπλανές λωρίδες κυκλοφορίας, με σκοπό να εμποδίσει τους ποδηλάτες να μπουν κατά λάθος στο δρόμο. Κανείς ποδηλάτης δεν έχει σκοτωθεί ποτέ εκεί· κι όμως, ο Ντένις Μάλιγκαν, αρχιμηχανικός της γέφυρας, ισχυρίζεται ότι αυτός το φράγμα των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων ήταν αναγκαίο: «Είναι θέμα δημόσιας ασφάλειας». Οι μηχανικοί σκέφτονται επίσης να ανεγείρουν ένα κινητό διαχωριστικό διάζωμα για να εμποδίσουν τις μετωπικές συγκρούσεις, με κόστος τουλάχιστον είκοσι εκατομμύρια δολάρια. «Είναι θέμα δημόσιας ασφάλειας», μου είπε ο Αλ Μπόρο, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής της Γέφυρας.
Ένα σύνηθες επιχείρημα κατά του φράγματος είναι ότι οι αυτόχειρες που δεν θα μπορούν πια να πηδήσουν απλώς θα πάνε να το κάνουν κάπου αλλού. Το 1953, κάποιος επιτηρητής της γέφυρας ονόματι Μέρβιν Λιούις απέρριψε μια από τις πρώτες προτάσεις για την κατασκευή φράγματος λέγοντας ότι ήταν προτιμότερο οι επίδοξοι αυτόχειρες να πέφτουν στον κόλπο, παρά να βουτήξουν από κάποιο κτίριο «και ίσως να σκοτώσουν κάποιον άλλο». (Είναι θέμα δημόσιας ασφάλειας). Παρόλο που αυτή η πεποίθηση φαίνεται λογική, εύκολα αποδεικνύεται αναληθής. Η μελέτη του Δρ. Σάιντεν, με τίτλο «Πού βρίσκονται τώρα;», που εκδόθηκε το 1978, παρακολούθησε πεντακόσιους δεκαπέντε ανθρώπους που είχαν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν στη γέφυρα από το 1937 ως το 1971 και οι απόπειρές τους είχαν αποτραπεί. Μετά από είκοσι έξι χρόνια, κατά μέσο όρο, το ενενήντα τέσσερα τοις εκατό από αυτούς τους ανθρώπους είτε ήταν ζωντανοί είτε είχαν πεθάνει από φυσικά αίτια. «Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες παρατηρήσεις ότι η αυτοκτονική συμπεριφορά σχετίζεται συνήθως με κάποια κρίση στη ζωή του ατόμου και είναι οξείας φύσεως», συμπέρανε ο Σάιντεν· αν καταφέρει κανείς να βοηθήσει ένα άτομο με τάσεις αυτοκτονίας να ξεπεράσει την συγκεκριμένη κρίση του –ο Σάιντεν περιόριζε την περίοδο υψηλού κινδύνου στις ενενήντα μέρες– είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα το επιχειρήσει αργότερα.
Το τρέχον σύστημα για την πρόληψη των αυτοκτονιών στη γέφυρα είναι αυτό που οι αρμόδιοι αποκαλούν «άυλο φράγμα». Αυτό αποτελείται από κάμερες ασφαλείας και δεκατρία τηλέφωνα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πιθανοί αυτόχειρες ή κάποιος ανήσυχος περαστικός για να μιλήσουν με τον πύργο ελέγχου της γέφυρας. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι οι περιπολίες σε άτακτα χρονικά διαστήματα από άντρες της Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων της Καλιφόρνια και του προσωπικού της γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ, με αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα ή με τα πόδια.
Σε δυο επισκέψεις μου στη γέφυρα, έμεινα μιάμιση ώρα στον πεζόδρομο και δεν είδα καμιά περιπολία. Ίσως στην κάμερα η συμπεριφορά μου να μην έδειχνε προβληματική. Οι υπάλληλοι που παρατηρούν τα μόνιτορ ψάχνουν για ανθρώπους που στέκονται μόνοι κοντά στο κιγκλίδωμα, και δίνεται ιδιαίτερη προσοχή αν έχουν αφήσει δίπλα τους στο έδαφος κάποιο σακίδιο, χαρτοφύλακα ή πορτοφόλι. Ο Κέβιν Μπριγκς, ένας φιλικός ξανθομάλλης τροχονόμος που περιπολεί με μοτοσικλέτα, διαθέτει εξαιρετικό ταλέντο στο να διακρίνει τους αυτόχειρες και να τους απομακρύνει από το κιγκλίδωμα· έχει αποτρέψει περισσότερους από διακόσιους επίδοξους αυτόχειρες, χωρίς να του ξεφύγει ούτε ένας. Το 2002 ανακηρύχθηκε Ένστολος Υπάλληλος του Μήνα της Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων της κομητείας Μαρίν. Ο Μπριγκς μου είπε ότι αρχίζει να μιλά σ’ έναν πιθανό αυτόχειρα με τη φράση: «Πώς αισθάνεστε σήμερα;» Και μετά ρωτά: «Ποια είναι τα σχέδιά σας για αύριο;» Αν το άτομο δεν έχει σχέδια, ο Μπριγκς του λέει: «Ελάτε να κάνουμε μαζί ένα σχέδιο. Αν δεν λειτουργήσει, μπορείτε να ξανάρθετε».
Το άυλο φράγμα πιάνει πενήντα με ογδόντα ανθρώπους κάθε χρόνο, και χάνει περίπου τριάντα. Σχολιάζοντας αυτούς τους αριθμούς, ο Αλ Μπόρο είπε: «Νομίζω ότι αυτό είναι θετικό. Βέβαια, θέλει κανείς να κάνει οτιδήποτε μπορεί για να το μηδενίσει, αλλά πάντα μέσα σε κάποια λογικά πλαίσια».
Παρά το πόρισμα του ιατροδικαστή, οι οικείοι του Πολ Αλαράμπ επιμένουν ότι δεν πήδησε από την Γκόλντεν Γκέιτ. Έχουν δει τα πλάνα από το Telemundo, και πιστεύουν ότι ο Αλαράμπ έσκυψε για να αφήσει κάτω την αντιπολεμική του δήλωση, γλίστρησε κι έπεσε. Ένα ατύχημα γίνεται πάντοτε ευκολότερα αποδεκτό από φίλους και συγγενείς, ενώ η αυτοκτονία δεν αφήνει τίποτε πίσω της, παρά μόνο ένα αίσθημα ενοχής. Κανείς δεν ξέρει αν θα μπορούσε να έχει αποτρέψει κάποια αυτοκτονία, αλλά είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι με τέτοιες τάσεις θέλουν να σωθούν. Όπως έχει πει ο εξέχων αυτοκτονιολόγος Ε. Σ. Σνάιντμαν: «Το κλασικό παράδειγμα που χρησιμοποιούμε είναι ο άνθρωπος που κόβει το λαιμό του και ταυτόχρονα φωνάζει για βοήθεια».
Όσοι εργάζονται στη γέφυρα μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τις αυτοκτονίες που δεν μπορούν να εμποδίσουν κρατώντας κάποια συναισθηματική απόσταση. Ο Γκλεν Σίβερτ, σιδηρουργός που έχει βοηθήσει πολλές φορές στη διάσωση ανθρώπων που ήθελαν να πηδήσουν, είπε στη Wall Street Journal: «Δε μ’ αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι. Έχω τα δικά μου προβλήματα». Ακόμη και ο Κέβιν Μπριγκς, ο συμπονετικός τροχονόμος, όταν παρακολούθησε πρόσφατα, μαζί με κάποιους συναδέλφους του, ένα εβδομαδιαίο σεμινάριο με κάποιον ψυχίατρο, έμεινε έκπληκτος ακούγοντας ότι οι άνθρωποι που έχουν τάσεις αυτοκτονίας «είναι κανονικοί άνθρωποι – δεν είναι τρελοί, αλλά κανονικοί άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη». Παρόλα αυτά, ο Μπριγκς είναι αντίθετος στην τοποθέτηση φράγματος. «Η ουσία της γέφυρας είναι η ομορφιά της», μου είπε. «Αυτοί θα πηδήσουν έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να τους εμποδίσεις».
Η Μαίρη Κάρι, εκπρόσωπος τύπου της γέφυρας, είναι μια δυναμική γυναίκα με κοντά καστανόξανθα μαλλιά. Τον Φεβρουάριο του 2003, βγήκε για πεζή περιπολία μαζί με πέντε άντρες έτσι ώστε να κατανοήσει καλύτερα τα πράγματα. Η Κάρι μου είπε ότι η ομάδα της σταμάτησε για να εκτιμήσει την ψυχολογική κατάσταση ενός όμορφου μεσήλικα που στεκόταν στη νότια άκρη της γέφυρας επί δυο ώρες. «Μας είπε πως είχε βγει βόλτα. Αλλά είχαμε όλοι ένα κακό προαίσθημα», είπε η Κάρι. «Από την άλλη, όμως, δεν μπορείς να συλλάβεις κάποιον επειδή κάνει τη βόλτα του. Πέντε λεπτά μετά την τελευταία επαφή μας μαζί του, περπάτησε ως τη μέση της γέφυρας και κοίταξε πίσω του. Τον ακολουθούσαμε, κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Εγώ ήμουν μόλις έξι μέτρα μακριά όταν πήδησε. Τον είδαμε να πέφτει στο νερό με τα πόδια.
»Οι άλλοι θεώρησαν ότι είχαν ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία, είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν να κάνουν, δεν κατάφεραν να τον εμποδίσουν, και συνέχισαν τη ζωή τους. Εγώ όμως έβλεπα εφιάλτες για μια εβδομάδα. Θα έπρεπε άραγε να τον είχα αρπάξει από τους αστραγάλους; Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο φράγμα; Τελικά, αποφάσισα πως αυτή ήταν η επιλογή του. Υπάρχει ιστορικό κατάθλιψης στην οικογένειά μου – είχα κι εγώ κάποια εποχή – και απλά πρέπει να το πολεμήσεις». Μετά από λίγο, άλλαξε γνώμη. «Ξέρεις, αν η μητέρα μου είχε καταφέρει να αυτοκτονήσει –το προσπάθησε– θα ήμουν πολύ πιο συντετριμμένη, και θα σκεφτόμουν…» Κούνησε το κεφάλι, διώχνοντας τις αμφιβολίες. «Αυτή η γέφυρα δεν είναι μια απλή γέφυρα: είναι ζωντανή, μιλά στους ανθρώπους. Κάποιοι έρχονται εδώ, βρίσκουν τον εαυτό τους, και φεύγουν. Άλλοι έρχονται, βρίσκουν τον εαυτό τους, και πηδούν».
Αργά ή γρήγορα, η γέφυρα μπαίνει στη ζωή όλων των κατοίκων της περιοχής, και πολλές φορές δεν ξαναβγαίνει. Ο Δρ. Τζερόμ Μότο, που έχει συμμετάσχει σε δυο αποτυχημένες προσπάθειες για κάποιο φράγμα που θα εμποδίζει τις αυτοκτονίες, τώρα έχει πάρει σύνταξη και μένει στο Σαν Ματέο. Όταν τον επισκέφτηκα, περάσαμε τρεις ώρες μιλώντας για τη γέφυρα. Ο Μότο είχε έναν ασθενή που αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Γκόλντεν Γκέιτ το 1963, αλλά το άλμα που τον συγκλόνισε έγινε τη δεκαετία του ’70. «Πήγα μετά στο διαμέρισμα αυτού του τύπου, μαζί με τον βοηθό ιατροδικαστή», μου είπε. «Ο τύπος ήταν στα τριάντα του, ζούσε μόνος, και το διαμέρισμά του ήταν σχεδόν άδειο. Είχε γράψει ένα σημείωμα και το είχε αφήσει πάνω στο γραφείο του. Έλεγε: ‘Πάω να περπατήσω στη γέφυρα. Αν μου χαμογελάσει έστω και ένας άνθρωπος, δεν θα πέσω’».
Ο Μότο έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του. «Αυτό ήταν όλο», είπε. «Είναι άδικο που χάνονται έτσι τόσοι άνθρωποι».
Όπως γνωρίζουν οι άνθρωποι που εργάζονται στη γέφυρα, τα χαμόγελα και οι γλυκές κουβέντες δεν εμποδίζουν πάντοτε τις αυτοκτονίες. Ένα φράγμα θα τα κατάφερνε καλύτερα. Αλλά για να το κατασκευάσουμε, θα πρέπει πρώτα να παραδεχτούμε ότι δεν κατανοούμε ο ένας τον άλλο· να παραδεχτούμε ότι μεγάλος μέρος της ζωής μας το ζούμε πάνω στη χορδή, έξω από το κιγκλίδωμα. Ο Τζόζεφ Στρος πίστευε ότι η Γκόλντεν Γκέιτ θα συμβόλιζε τον έλεγχο του ανθρώπου πάνω στη φύση, πράγμα που έκανε. Κανένας μηχανικός, όμως, δεν έχει ανακαλύψει κάποιον τρόπο να ελέγξουμε την αγριότητα που κρύβουμε μέσα μας.
[Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Leave a Reply